Του Γιάννη Γούναρη*
H άρτι επανεκλεγείσα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δεν ήταν φειδωλή στα επαινετικά λόγια με αφορμή τη δημοσίευση της πολυαναμενόμενης έκθεσης του πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας και -ίσως σημαντικότερο- πρώην προέδρου της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι σχετικά με την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας -ή, ακριβέστερα, των ευρωπαϊκών οικονομιών, στο πλαίσιο της Κοινής Αγοράς και της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.
Είναι αλήθεια ότι ο «Σούπερ Μάριο» ανέλαβε έναν ηράκλειο άθλο. Εν μέσω μιας ενεργειακής και γεωπολιτικής κρίσης που μόνο επέτεινε την προϊούσα στασιμότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανικής και ευρύτερα παραγωγικής δραστηριότητας, κλήθηκε να διατυπώσει προτάσεις πάνω σε τρεις άξονες: πρώτον, το κλείσιμο του συνεχώς διερευνώμενου τεχνολογικού χάσματος μεταξύ της ΕΕ αφενός και των ΗΠΑ και της Κίνας αφετέρου, δεύτερον, την ευθυγράμμιση της ενεργειακής μετάβασης από τον άνθρακα στο υδρογόνο με τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας και, τρίτον, την ενίσχυση της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας μέσω της αυτάρκειας.
Μία πρώτη παρατήρηση, ήδη με τη διατύπωση των βασικών αξόνων της έκθεσης Ντράγκι, είναι ότι αυτή έχει ως αφετηρία την παραδοχή ότι η Ευρώπη και, ειδικότερα, η ΕΕ εξακολουθεί να επιδιώκει τον στόχο του Τρίτου Πόλου (στρατηγικού και οικονομικού). Ανεξαρτήτως του πόσο ρεαλιστικό ή όχι είναι κάτι τέτοιο πλέον, από μια άποψη δεν θα μπορούσε κανείς να περιμένει από την ΕΕ να εγκαταλείψει αυτό το αξίωμα, πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε το ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα εδώ και τρεις δεκαετίες.
Εξάλλου, χωρίς δυσκολία θα συμφωνούσε κάποιος με την άποψη ότι ο Ντράγκι προβαίνει σε μια σειρά από μάλλον προφανείς διαπιστώσεις και διατυπώνει κάποιες προτάσεις που, επίσης, (θα έπρεπε να είναι) αυτονόητες. Αυτές που έχουν καλυφθεί εκτενέστερα από τον ευρωπαϊκό Τύπο αφορούν την υπερβολική γραφειοκρατία που καθηλώνει τις ευρωπαϊκές εταιρίες τεχνολογίας και, κυρίως, τη διοχέτευση ενός μεγάλου και εξαιρετικά φιλόδοξου πακέτου ευρωπαϊκών επενδύσεων -ύψους 800 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως- στην ευρωπαϊκή οικονομία καινοτομίας και υψηλής τεχνολογίας με στόχο την τόνωση της ανταγωνιστικότητάς της έναντι της αντίστοιχης αμερικανικής και κινεζικής.
Ευγενής στόχος, ασφαλώς, ιδίως ως προς τον τρόπο χρηματοδότησής του: με έκδοση κοινού δανεισμού από τα κράτη-μέλη της ΕΕ στα πρότυπα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης. Και στο σημείο αυτό είναι που αρχίζουν τα προβλήματα και, κατά κάποιον τρόπο, λήγει η συζήτηση πριν καν ξεκινήσει. Από την πλευρά της Γερμανίας και, συγκεκριμένα, του υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ, δεν άργησε να έρθει η κάθετη απόρριψη οποιαδήποτε σκέψης να επαναληφθεί η (επιτυχημένη, εν πολλοίς) «εξαίρεση» του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ την ίδια άποψη επανέλαβε ο επικεφαλής του CDU -και πιθανός επόμενος καγκελάριος- Φρίντριχ Μερτς. Και μολονότι ο συνάδελφος του Λίντνερ στην Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση Ρόμπερτ Χάμπεκ χαιρέτισε «καταρχήν» τις προτάσεις του Ντράγκι, οι ενστάσεις των «Φειδωλών» στην έκδοση ευρωμολόγων πολύ δύσκολα θα υπερκεραστούν αυτή τη φορά.
Άλλωστε, δεν είναι η πρώτη φορά που τίθενται από την ΕΕ στόχοι όπως αυτοί της Έκθεσης Ντράγκι. Στις αρχές του 21ου αιώνα η ΕΕ φιλοδοξούσε να καταστεί η πιο ανταγωνιστική οικονομία της καινοτομίας του πλανήτη ως το 2010. Η οικονομική κρίση έδωσε άδοξο τέλος σε αυτό το σχέδιο, αλλά ούτε το Σχέδιο Γιούνκερ που το διαδέχθηκε είχε καλύτερη τύχη.
Το μεγάλο πλεονέκτημα της Έκθεσης Ντράγκι βρίσκεται λιγότερο στο περιεχόμενο των προτάσεών της και περισσότερο στον προσανατολισμό της: δεν ασχολείται με μεγάλες θεσμικές μεταρρυθμίσεις και με την περαιτέρω εμβάθυνση και θεσμική ολοκλήρωση της πολιτικής ενοποίησης της ΕΕ, κατά το πρότυπο κάποιων μεγαλοπρεπών (και εντελώς εκτός πραγματικότητας) διακηρύξεων του παρελθόντος, αλλά με ένα χειροπιαστό και πρακτικό αντικείμενο στο οποίο, πράγματι, θα μπορούσε θεωρητικά η ΕΕ να συνεισφέρει. Εδώ, όμως, εντοπίζεται και το μεγαλύτερο μειονέκτημα της Έκθεσης: βασίζεται σε μια ΕΕ που είναι έτσι δομημένη, ώστε να εγγυάται ότι καμία από τις προτάσεις του Ντράγκι δεν πρόκειται να υλοποιηθεί.
Πράγματι, είναι μια εξαιρετικά ριψοκίνδυνη άσκηση να εισηγείται κανείς την κατάργηση των πολυπλόκαμων γραφειοκρατικών βαρών που καθηλώνουν την ευρωπαϊκή επιχειρηματικότητα στους τομείς τεχνολογικής αιχμής σε έναν κατεξοχήν γραφειοκρατικό οργανισμό που σε μεγάλο βαθμό υπάρχει πλέον για να αναπαράγει τον εαυτό του και να εκδίδει τόμους περίπλοκων ρυθμίσεων, η ερμηνεία των οποίων απαιτεί την κατανόηση μιας γλώσσας προσιτής μόνο στους μυημένους.
Παρά τις σποραδικές περί του αντιθέτου ρητορικές διαβεβαιώσεις, η ΕΕ με τη σημερινή της θεσμική μορφή είναι δομικά ανίκανη να σκεφτεί με όρους ευρωπαϊκής κυριαρχίας. Υπήρξε χρήσιμη στα κράτη-μέλη και τους Ευρωπαίους πολίτες όχι όταν εφάρμοσε το κανονιστικό της πλαίσιο, αλλά όταν το παρέκαμψε: η μεγαλύτερη βοήθεια που προσέφερε ήταν η (προσωρινή) αναστολή των κανόνων λιτότητας που περιέχονται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και του νομικού πλαισίου περί απαγόρευσης των κρατικών ενισχύσεων, κατά την περίοδο της πανδημίας.
Υπ’ αυτήν την έννοια, είναι ίσως ενδεικτική η παραίτηση του Γάλλου Επιτρόπου Τιερί Μπρετόν, του ανθρώπου που υποτίθεται ότι θα αναλάμβανε την υλοποίηση των προτάσεων του Ντράγκι ως κάτοχος του σχετικού χαρτοφυλακίου Εσωτερικής Αγοράς στη δεύτερη Επιτροπή φον ντερ Λάιεν. Ενδεικτική όχι μόνο του εγγενούς βαθμού δυσκολίας της αποστολής που ανέλαβε να περιγράψει ο Ντράγκι, αλλά και των παρασκηνιακών διεργασιών στο σύστημα εξουσίας των Βρυξελλών που την καθιστούν ακόμα δυσκολότερη.
*Δικηγόρος, LLM London School of Economics, Διδάκτωρ Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών, επιστημονικός συνεργάτης Ινστιτούτου ΕΝΑ