Η εποχή της υπερπαγκοσμιοποίησης τελείωσε, καλώς ήρθατε σε αυτήν της ενίσχυσης του οικονομικού προστατευτισμού. Αυτός θα μπορούσε να είναι ένας από τους τίτλους-μηνύματα της προεκλογικής περιόδου στις Ηνωμένες Πολιτείες, αποτυπώνοντας μία σημαντική τάση στην πολιτικοοικονομική πραγματικότητα στον πλανήτη.
Γράφει ο Βαγγέλης Βιτζηλαίος*
Η λέξη «δασμοί» ήταν από τις πλέον δημοφιλείς στο πρόσφατο τηλεοπτικό ντιμπέιτ μεταξύ του της Κάμαλα Χάρις και του Ντόναλντ Τραμπ, καταδεικνύοντας ότι ο ανταγωνισμός των υπερδυνάμεων ΗΠΑ – Κίνας εμπεδώνει το γύρισμα της πλάστιγγας από την οικονομική φιλελευθεροποίηση προς τον προστατευτισμό. Ο Τραμπ διακηρύττει ότι εφόσον εκλεγεί θα εφαρμόσει ένα νέο 10% δασμών ή φόρων σε όλες τις εισαγωγές (κάνοντας λόγο και για ποσοστό 20%), καθώς και έναν δασμό ύψους 60% στις εισαγωγές από την Κίνα. Σημειώνεται ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν τον περασμένο Μάιο -συνεχίζοντας την πολιτική που εγκαινίασε η προεδρία Τραμπ- ανακοίνωσε την επιβολή πρόσθετων δασμών προς την Κίνα σε σειρά κινεζικών προϊόντων, με το σύνολο των εισαγωγών αυτών να ανέρχονται σε 18 δισεκατομμύρια δολάρια. Η ανακοίνωση του Λευκού Οίκου έκανε λόγο για ανάληψη δράσης «για την προστασία των Αμερικανών εργαζομένων και επιχειρήσεων από τις άδικες εμπορικές πρακτικές της Κίνας» σε «τομείς-κλειδιά που είναι ζωτικοί για το οικονομικό μέλλον και την εθνική ασφάλεια της Αμερικής».
Οι Αμερικανοί πολίτες δείχνουν να στηρίζουν τις πολιτικές προστατευτισμού. Σε πρόσφατη δημοσκόπηση των Reuters/Ipsos κατέδειξε ότι το 56% των ψηφοφόρων στις ΗΠΑ είναι διατεθειμένο να στηρίξει τον υποψήφιο/α που θα προωθήσει τις εξαγγελίες του Τραμπ σε σχέση με τους δασμούς, έναντι του 41% που απορρίπτει τη συγκεκριμένη προοπτική.
Σε άρθρο του το πρώην νο. 2 του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και ανώτερος διευθυντής του Atlantic Council’s GeoEconomics Center Τζον Λίπσκι σχολίασε ότι «αν οι χώρες στον κόσμο ακούσουν (στην τηλεμαχία) τη συζήτηση μεταξύ της Χάρις και του Τραμπ θα συνειδητοποιήσουν ότι πρόκειται για μία νέα εποχή για τις Ηνωμένες Πολιτείες, κατά την οποία τόσο το Δημοκρατικό όσο και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα σκέφτονται εκ νέου την ισορροπία μεταξύ εθνικής ασφάλειας και οικονομικών». Και τόνισε ότι πλέον και οι δύο υποψήφιοι συμφωνούν για τη χρησιμότητα των δασμών, διαφωνώντας για το ποιοι τομείς θα πρέπει να “τιμωρηθούν” καθώς και ποιες χώρες θα πρέπει να τεθούν στο στόχαστρο».
Οι δασμοί και η ενίσχυση του προστατευτισμού έχουν πολλαπλές διαστάσεις καθώς δεν περιορίζονται στον ανταγωνισμό ΗΠΑ – Κίνας, αλλά «αγγίζουν» και την Ευρώπη δείχνοντας και την ευαλωτότητα της Διατλαντικής Σχέσης. Τον Οκτώβριο του 2019 οι ΗΠΑ κέρδισαν, στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, μία 15ετή διαμάχη απέναντι στην ΕΕ και το δικαίωμα ταυτόχρονα να επιβάλουν δασμούς ως 100% σε προϊόντα από την Ένωση αξίας 7,5 δισ. δολαρίων (10% σε αεροσκάφη και 25% σε αγροτικά και άλλα προϊόντα). Το καλοκαίρι του 2021 η κυβέρνηση Μπάιντεν έφτασε σε συμφωνία με την ΕΕ ώστε να «παγώσει» τους δασμούς για διάστημα πέντε ετών.
Επιστρέφοντας στο εσωτερικό των Ηνωμενων Πολιτειών και σε ένα βασικό σημείο του δημόσιου διαλόγου για τους δασμούς, πρέπει να επισημανθεί ότι η επιβολή τους, εκτός από ομοσπονδιακά έσοδα σημαίνουν και πληθωριστικές πιέσεις, με σημαντικά κόστη για την αμερικανική κοινωνία. Σύμφωνα με στοιχεία έρευνας του Peterson Institute, η πρόταση Τραμπ για αύξηση των δασμών θα κόστιζε στο μέσο αμερικανικό νοικοκυριό πάνω από 2.600 δολάρια ετησίως. Ταυτόχρονα, τονίζεται, οι υψηλοί δασμοί επίσης «συνεπάγονται μαζική μετατόπιση του φορολογικού βάρους από τους πλουσιότερους φορολογούμενους προς τους Αμερικανούς με χαμηλότερο εισόδημα». Η Χάρις επικρίνει τις προτάσεις Τραμπ ότι στην ουσία θα αποτελέσουν έναν «φόρο κατανάλωσης» για τους Αμερικανούς πολίτες, ωστόσο η Αντιπρόεδρος, σε περίπτωση που αποτελέσει τη νέα ένοικο του Λευκού Οίκου, δεν θα άρει τους δασμούς, αλλά θα ακολουθήσει ηπιότερη προσέγγιση.
Το συμπέρασμα είναι ότι είτε με εκλογή Κάμαλα Χάρις είτε με εκλογή Ντόναλντ Τραμπ οι πολιτικές προστατευτισμού θα συνεχιστούν, αλλά με διαφορετική ένταση και στόχευση. Και όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες δίνουν τον τόνο, είναι δύσκολο να μην ακολουθήσει η παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα και στην περίπτωση της (υπερ)παγκοσμιοποίησης. Και αν η παγκοσμιοποίηση δημιούργησε νικητές και ηττημένους, καθώς και ανισότητες, ο προστατευτισμός δημιουργεί πληθωρισμό και ευνοϊκότερες προϋποθέσεις για εντεινόμενες αντιπαραθέσεις σε διεθνές επίπεδο.
* Βαγγέλης Βιτζηλαίος, συντονιστής Κύκλου Διεθνών & Ευρωπαϊκών Αναλύσεων Ινστιτούτου ΕΝΑ, υποψήφιος διδάκτωρ Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς