Του Γιάννη Κωνσταντινίδη*
Ένας στους επτά ψηφοφόρους στη χώρα μας επιλέγουν τον χώρο της Κεντροαριστεράς ως τον πλέον κατάλληλο για να περιγράψει την πολιτική τους αυτό-τοποθέτηση. Επιπλέον, πάνω από τα 2/5 του εκλογικού σώματος δηλώνουν ότι αισθάνονται εγγύτητα με τον χώρο αυτό.
Το ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στην Κεντροαριστερά στην παρούσα συγκυρία καταγράφεται από τις έρευνες κοινής γνώμης στο 60%. Ωστόσο, οι δημοσκοπήσεις δεν έχουν ακόμα δώσει στο άθροισμα ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και Νέας Αριστεράς, των τριών κομμάτων που οριοθετούν τον χώρο της Κεντροαριστεράς, ποσοστό άνω του 25%.
Γιατί η Κεντροαριστερά δεν πετυχαίνει να περάσει τον πήχη των προσδοκιών της κοινής γνώμης; Και σε ποιο βαθμό οι εξελίξεις στις ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ μπορούν να κάνουν τον χώρο να φτάσει ψηλότερα;
Η συνηθέστερα προβαλλόμενη ερμηνεία της υπό-βέλτιστης απόδοσης της Κεντροαριστεράς θέτει ως επίκεντρο τον κατακερματισμό της, δηλαδή την ύπαρξη πολλών διαφορετικών κομμάτων στον χώρο, τα οποία μάλιστα εμφανίζουν σχέσεις αντιπαλότητας μεταξύ τους.
Η μεταπήδηση πολλών βουλευτών και στελεχών από το ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο της ραγδαίας συρρίκνωσης του πρώτου, αλλά και η απόφαση περίπου του 25% του βουλευτών και των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ να αποχωρήσουν και να ιδρύσουν τη Νέα Αριστερά μετά την επικράτηση Στέφανου Κασσελάκη πέρυσι το φθινόπωρο, κατέστησαν τον φυσικό και δικαιολογημένο ανταγωνισμό μεταξύ των κομμάτων, μια σκληρή αντιπαλότητα με έντονα προσωπικά χαρακτηριστικά. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο στόχος της μεγέθυνσης της εκλογικής απήχησης του χώρου της Κεντροαριστεράς υποτάχθηκε στον μίκρο-στόχο της επικράτησης του ενός σε βάρος του άλλου.
Ως εξίσου ισχυρή προβάλλεται η ερμηνεία της συνειδητής μετατόπισης της ΝΔ υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη στον χώρο του κέντρου, κυρίως μέσω της εφαρμογής δημόσιων πολιτικών που παραδοσιακά στήριζαν τα κόμματα της Κεντροαριστεράς στο πεδίο των ατομικών δικαιωμάτων και της συμπερίληψης. Η εφαρμογή πολιτικών αποτελεί το πλέον πειστικό τεκμήριο της φυσιογνωμίας ενός κυβερνητικού κόμματος και συνεπώς κάθε προσπάθεια αμφισβήτησης της φυσιογνωμίας αυτής, στη βάση της ιστορίας ή των προθέσεων, από τα κόμματα της Κεντροαριστεράς πέφτει στο κενό. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο στόχος της ανάδειξης της πολιτικής αντιπαράθεσης της Κεντροαριστεράς με την εκπρόσωπο της Κεντροδεξιάς, τη ΝΔ, αποδυναμώνεται.
Αλλάζουν τα παραπάνω δεδομένα οι εξελίξεις στα εσωκομματικά του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ κατά τις τρέχουσες εβδομάδες;
Μάλλον όχι. Οι εκλογές για την ανάδειξη ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ επανέφεραν στη θέση τον Νίκο Ανδρουλάκη, ένα πρόσωπο που έχει αποδεδειγμένα κρατήσει αποστάσεις από σκέψεις συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ ή τη Νέα Αριστερά, ενώ παράλληλα η ίδια η διαδικασία των εκλογών δημιούργησε μοιραία νέες προσωπικές αντιπαλότητες -κυρίως μεταξύ των υποστηρικτών του Νίκου Ανδρουλάκη και του Χάρη Δούκα- και ανέδειξε δύο πρόσωπα με εμφανώς διαφορετική προσέγγιση και διαφορετικό κοινό από αυτού του επανεκλεγέντος αρχηγού του ΠΑΣΟΚ.
Με άλλα λόγια, η κάλπη του ΠΑΣΟΚ άνοιξε νέα εσωτερικά μέτωπα, μια εξέλιξη που εμποδίζει σε βάθος χρόνου την εκλογική μεγέθυνση του χώρου της Κεντροαριστεράς. Οι αβέβαιες -τόσο ως προς τις συνθήκες διεξαγωγής τους, όσο και ως προς το αποτέλεσμά τους- εκλογές στον ΣΥΡΙΖΑ δρομολογούνται υπό το φως των πιο ατάλαντων σκηνοθετών reality shows, με προφανή συνέπεια την περαιτέρω βύθιση του κόμματος σε προσωπικές αντιπαραθέσεις. Αν λάβει κανείς υπόψη του και την ολοένα συχνότερη αμφισβήτηση των παραδοσιακών θέσεων της Κεντροαριστεράς σε ζητήματα δικαιωμάτων ή εξωτερικής πολιτικής από βουλευτές, στελέχη ή ακόμα και υποψηφίους αρχηγούς των κομμάτων αυτών, είναι φυσικό ότι ούτε ο κίνδυνος υφαρπαγής των θέσεων της Κεντροαριστεράς από τη ΝΔ θα εκλείψει ως αποτέλεσμα των εσωκομματικών εκλογών στα δύο κόμματα.
Παρά την ανοιχτά εκφραζόμενη βούληση σημαντικής μερίδας των πολιτών για τη δημιουργία ενός συμπαγούς μετώπου της Κεντροαριστεράς και παρά τη διευρυνόμενη απήχηση των παραδοσιακών θέσεων του χώρου για ζητήματα δικαιωμάτων και εξωτερικής πολιτικής, οι πολιτικοί πρωταγωνιστές επιλέγουν να εστιάσουν στις προσωπικές επιθέσεις και στις εκκαθαρίσεις, αλλά και συνάμα να αδιαφορήσουν για δηλώσεις που αντίκεινται στις παραδοσιακές πολιτικές θέσεις του χώρου.
Τελικά η ελληνική Κεντροαριστερά αυτό-εγκλωβίζεται με ευθύνη των ηγεσιών των κομμάτων της.
*Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας