Με αφορμή το βιβλίο του «Περιπέτειες της Μεσαίας Τάξης, κοινωνιολογικές καταγραφές στην Ελλάδα της ύστερης μεταπολίτευσης», μίλησε στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8 ο Παναγής Παναγιωτόπουλος, Αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συγγραφέας.
Μιλώντας λοιπόν, στο ραδιοφωνικό σταθμό της ΕΡΤ, ο Καθηγητής Κοινωνιολογίας του ΕΚΠΑ, δήλωσε αρχικά το εξής στον Θάνο Σιαφάκα «Γενικά οι τάξεις σπανίως είναι κάτι το ενιαίο. Αλλά ειδικά η μεσαία τάξη, όχι στην Ελλάδα, μόνο αλλά παντού, ιστορικά ήταν, παρά τη δυναμική της, μετά τον πόλεμο ήταν κάπως πολύσημη. Είχε πολλά σημεία, πολλές σημασίες και στο εσωτερικό της κατοικούσαν και διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, διαφορετικές επαγγελματικές ομάδες. Όμως, η μεσαία τάξη συνέχεται από μια ιστορική αλλαγή η οποία συντελείται κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, που είναι η μεταπολεμική περίοδος, που είναι η μαζική μεταφορά ανθρώπων από τις εργασίες τους του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα στον τριτογενή. Δηλαδή, είναι μία νέα σχέση που έχουν οι άνθρωποι με την εργασία. Είναι άνθρωποι οι οποίοι μπαίνουν μαζικά σε δουλειές γραφείου και επιστημονικής, ας πούμε απαίτησης και είναι άνθρωποι οι οποίοι δεν είναι πια εξαρτημένοι συνολικά ως προσωπικότητες από την εργασία τους. Δηλαδή η εργασία, σε αντίθεση με αυτό που ήταν για τους αγρότες ή για τους αστούς και πολλώ δε μάλλον για τους εργάτες, δεν είναι πια αυτό που προσδιορίζει συνολικά την ύπαρξή τους από τον τρόπο που παντρεύονται μέχρι τον τρόπο που τρώνε, περνώντας από το εισόδημα, τον πολιτισμό και τη διασκέδασή τους».
Σχίσμα στη μεσαία τάξη: Εκείνοι που βρίσκονται σε κοινωνική κάθοδο και κοινωνική πτώση και εκείνοι που ενσωματώνονται στον κύκλο μιας νέας οικονομίας
Έπειτα, δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει το εξής «Ειδικά στην Ελλάδα και στην Ευρώπη φτιάχτηκε μια διογκωμένη μεγάλη μεσαία τάξη με αυτά τα λίγα κοινά χαρακτηριστικά που είχαν να κάνουν όμως, πολύ έντονα με τον ελεύθερο χρόνο, με την εμπειρία της καταναλωτικής απόλαυσης, με όλα αυτά τα στοιχεία και με τη βεβαιότητα ότι ζούμε σε ένα περιβάλλον ασφάλειας και μόνιμης ανοδικής κινητικότητας. Όλο αυτό-όταν έρχεται και συναντιέται με την αποδυνάμωση των ευρωπαϊκών οικονομιών σε σχέση με τις οικονομίες της περιφέρειας, οι οποίες με την παγκοσμιοποίηση έχουν πάρει το πάνω χέρι-φτιάχνει ένα είδος σχίσματος και είναι αυτό ακριβώς που περιγράψατε μεγάλες μάζες της μεσαίας τάξης, σε κάποιες περιπτώσεις λίγες ακόμα φτωχοποιούνται, αλλά σε πολλές άλλες περιπτώσεις καθηλώνονται σε χαμηλά εισοδήματα και μπαίνουν σε ένα καθεστώς εργασιακής ανασφάλειας, χωρίς την προοπτική η επόμενη γενιά να ζήσει καλύτερα από την προηγούμενη. Και ένα κομμάτι που είναι μικρότερο δεν ξέρουμε ακριβώς πόσο μικρότερο είναι. Μικρότερο πάντως καταφέρνει και ενσωματώνεται στα νέα επαγγέλματα αυτής της νέας οικονομίας, της παγκοσμιοποιημένης, που έχει να κάνει κυρίως με τον πολιτισμό, με το υψηλό πολιτισμικό κεφάλαιο, με την δημιουργική απασχόληση και με πολύ υψηλά προσόντα και ακόμα να θέλετε με όλη την καλλιτεχνική προσέγγιση του κόσμου».
«Το συνοριακό ζήτημα είναι αυτό το αίτημα ανάκτησης των συνόρων που εκδηλώνουν συνήθως τα πιο αδύναμα τμήματα της μεσαίας τάξης»
«Το σύνορο είναι ένα φαντασιακό μιας προστασίας από μια αίσθησης ματαίωσης»
Εν συνεχεία, τόνισε χαρακτηριστικά το εξής στον Θάνο Σιαφάκα «Τα αδύναμα τμήματα της μεσαίας τάξης και των λαϊκών στρωμάτων ή των αγροτικών πληθυσμών βλέπουν στο έδαφος το τελευταίο τους καταφύγιο. Το είπατε και εσείς για το διαμέρισμα που το κρατάω με νύχια και με δόντια, αλλά έτσι σώζω και την αυτό-εικόνα μου. Αυτό μεταφέρεται με κάποιο τρόπο στο φαντασιακό ότι να μην παραβιαστούν και τα σύνορα της χώρας, να παραμείνουν τα σύνορα υπαρκτά. Αυτό αντιστοιχεί σε μεγάλες ψυχικές ανάγκες που έχουν να κάνουν και με το αν αλλάζει γειτονιά μου, αν αλλάζει το σχολείο, που πηγαίνουν τα παιδιά μου, αν αλλάζει η σύνθεση της πολυκατοικίας. Να σας πω κάτι πολύ απλό: Σκεφτείτε μία γειτονιά που από τη μία έχει μία ας πούμε διαφορά πλέον πληθυσμιακή με το παρελθόν. Είναι μία γειτονιά του κέντρου της Αθήνας που πριν από 30 χρόνια είχε μεσοαστούς Έλληνες που ζούσαν περίπου με τον ίδιο τρόπο περίπου και είχαν περίπου τις ίδιες συνήθειες. Για παράδειγμα, πολλοί που ζούσαν στην Κυψέλη φύγανε από την Κυψέλη και ζούνε στους Θρακομακεδόνες, στα Βριλήσσια, κάπου έξω από την Γλυφάδα, κοντά στο αεροδρόμιο, αλλά κάποιοι μείνανε, κάποιοι δεν μπόρεσαν να φύγουν ή δεν θέλησαν να φύγουν και ζούνε τώρα με πληθυσμούς που είναι πολύ διαφορετικοί, που έχουν διαφορετικές προτεραιότητες. Η γειτονιά φτωχαίνει και οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι έχουν πιθανόν υποστεί τις συνέπειες αυτής της κοινωνικής απόταξης. Ζουν πολύ λίγα, δεν συμμετέχουν στην καταναλωτική γιορτή, δεν μπορούν να ζήσουν κοσμοπολίτικα και εδώ νιώθουν ότι η γειτονιά τους έχει αλλάξει ριζικά και ότι έχει παραβιαστεί ένα σύνορο. Αυτό το σύνορο μπορεί να το μεταφέρουν και σε επίπεδο έθνους-κράτους. Ότι πρέπει τα σύνορα να είναι αδιαπέραστα. Είναι το τελευταίο που μας έχει μείνει. Συνεπώς γίνεται μια μεταφορά συνέχεια ανάμεσα στο πολιτισμικό, στο καθημερινό, στο βιωμένο και στο εθνικό (…)».
«Δεν πεθαίνει η αύρα της μεσαίας τάξης – Βρίσκεται όμως, στη πιο μεγάλη της κρίση – Δεν ξέρω αν έχει μέλλον διότι δεν ξέρω αν έχει μέλλον αυτή η δημοκρατική, εθνική κοινωνία που είχαμε γνωρίσει»
Τέλος, στο ερώτημα «Έχει μέλλον η μεσαία τάξη;» ο κ. Παναγής Παναγιωτόπουλος είπε «Είναι ενδιαφέρον το ότι δεν πεθαίνει η αύρα της. Από την άλλη, είναι και οξύμωρο ότι στην Ελλάδα ασχολούμαστε με τη μεσαία τάξη ακριβώς τη στιγμή που βρίσκεται στην πιο μεγάλη της κρίση. Και θέλω να σας θυμίσω ότι τα προηγούμενα χρόνια της προηγούμενης δεκαετίας κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει για μεσαία τάξη. Κάποιοι μιλούσαν για μικροαστούς, κάποιοι μιλούσαν για νοικοκυραίους. Αλλά δεν μιλούσαμε έτσι για τον εαυτό μας. Σήμερα που χάθηκε ή τέλος πάντων που δεν έχει πια αυτή την ενότητα και το σφρίγος η μεσαία τάξη, την αναφέρουμε και την αναπολούμε. Δεν ξέρω αν έχει μέλλον, διότι δεν ξέρω αν έχει μέλλον αυτή η δημοκρατική, εθνική κοινωνία που είχαμε γνωρίσει. Όπως θα το δείτε και στο βιβλίο, έχω αρκετές αμφιβολίες, δυστυχώς».