Το ότι η γυναίκα μετατρέπεται σε μια πολυμερή προσωπικότητα, που είναι εγγεγραμμένη στον άξονα της αδιάσπαστης σχέσης του ατομικού με το συλλογικό, το ξέρουμε ήδη από τα πρώτα δείγματα της πεζογραφίας της Μάρως Δούκα, τις νουβέλες «Η Πηγάδα», «Κάτι άνθρωποι» (αμφότερες το 1974) και «Πούναι τα φτερά;» (1975), όπως και από τη συλλογή διηγημάτων της «Καρρέ Φιξ» (1976). Και στα τρία αυτά βιβλία οι γυναίκες αποτελούν όχι μόνο παράγωγα των κοινωνικών συνθηκών, αιτιωδώς συνταιριασμένα μαζί τους, αλλά και ολοκληρωμένα ψυχογραφήματα. Στην «Αρχαία σκουριά» (1979), πάλι, την πρώτη μυθιστορηματική προσπάθεια της Δούκα, εκείνο το οποίο χρειάζεται ευθύς εξαρχής να συμβιβάσει η πρωταγωνίστρια (και το οποίο δεν συμβιβάζει ποτέ) είναι η αγωνιστική έξαρση και το ομαδικό πνεύμα της αντίστασης που επέδειξε η γενιά της κατά της χούντας με ό,τι θλιβερά παρακμιακό διαδέχτηκε την πτώση της. Στην ίδια πάνω-κάτω γραμμή κινείται και η Ασπασία στις «Λεύκες ασάλευτες» (1987), που ξέρει πως ο συλλογικός περίγυρος έχει από καιρό στερηθεί το οποιοδήποτε κρίσιμο βάρος του. Αξίζει σε αυτή τη γραμμή να θυμηθούμε πως στο «Ένας σκούφος από πορφύρα» (1995), ένα ιστορικό μυθιστόρημα για το στυγνό παιχνίδι της εξουσίας στα χρόνια του Βυζαντίου, αναδεικνύονται τέσσερις πολύ δυνατοί γυναικείοι χαρακτήρες, τέσσερις γυναίκες γεμάτες θέληση και ένταση. Με τα «Μαύρα λουστρίνια» (2005), ένα κείμενο μεταξύ δοκιμίου και προσωπικής αφήγησης, η Δούκα θα ξεδιπλώσει πτυχές του ψυχισμού της γυναίκας ως τεχνίτριας του πεζού λόγου, που είναι η ίδια, ενώ στο μυθιστόρημα «Πύλη εισόδου» (2019), η εξηντεαννιάχρονη ηρωίδα στέκει κάπως μακριά από όλα αυτά: δεν μετέχει στις ανησυχίες της εποχής της, δεν παραπέμπει σε πολιτικές γενιές, και δεν εκπροσωπεί την άνοδο ή την κατάρρευση των ιδεών και των ιδεολογιών. Στον μακροσκελή μονόλογο της Αφεντούλας το ζήτημα είναι άλλο: ο εγκλεισμός της ίδιας στην αυτοαναφορική διαδρομή της και η αδυναμία της να κατανοήσει τον εαυτό της και τις σχέσεις της, που είναι κατασκευασμένες επί τη βάσει μιας απατηλής ταυτότητας. Κι εν προκειμένω ανιχνεύουμε τη μεγάλη αφηγηματική και σκηνοθετική δεξιότητα της Δούκα. Μια γυναίκα που πιστεύοντας πως τα έκανε όλα σωστά και ωραία, δεν μπορεί εν κατακλείδι να κρατήσει στα χέρια της το παραμικρό: ούτε τον σύζυγο και τη φίλη της ούτε τις κόρες και τους άντρες, οι οποίοι την ερωτεύτηκαν εκτός συζυγικής κλίνης.
Με το καινούργιο μυθιστόρημά της, που τιτλοφορείται «Να είχα, λέει, μια τρομπέτα» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, όπως και όλα τα βιβλία της, η Δούκα δίνει τη φωνή της σε μια γυναίκα της ηλικίας και της γενιάς της, στην Κάκια. Η Κάκια επίσης δεν καταπιάνεται με την πολιτική, αναφέρεται, όμως, ακατάπαυστα στον ελληνικό δημόσιο βίο (από την Αθήνα μέχρι την Κέρκυρα και την Κρήτη), συμπεριλαμβάνοντας διακριτικά πολέμους, εμφύλιες συγκρούσεις και πολιτικές αναταραχές, χωρίς ποτέ να ξεχωρίσει τέτοιου τύπου μεγέθη από τα πάθη του ατομικού βίου. Κι αυτό είναι κάτι που έκανε ανέκαθεν η Δούκα, ισορροπώντας ιδανικά ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό. Τι ακριβώς μπορεί, εντούτοις, να σημαίνει το γεγονός πως η συγγραφέας προσφέρει τη φωνή της σε μια συνομήλικη ηρωίδα της; Μα, το ότι η Δούκα δεν θέλει να ξετυλίξει ένα καθαρώς αυτοβιογραφικό νήμα μολονότι αντλεί το μυθοπλαστικό της υλικό απευθείας από τις εφηβικές και τις παιδικές της αναμνήσεις. Η Κάκια, συνομιλεί, σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης, με τις τρεις γιαγιάδες της: με την Εργινιά (Ειρήνη), τη γιαγιά από τη μεριά του πατέρα της, με την Αφροδίτη, τη γιαγιά από την πλευρά της μάνας της, και με τη Φιλαρέτη, την «εξ αγχιστείας» γιαγιά της – με άλλα λόγια την πεθερά της. Και σε αυτό το γυναικείο τρίπτυχο (τετράπτυχο αν συνυπολογιστεί η Κάκια) θα βρούμε τα δημόσια και τα ιδιωτικά ενταγμένα σε ένα κοινό και σφιχτά αρθρωμένο πλέγμα: από τους αλληλοσκοτωμούς και τις βεντέτες της κρητικής παράδοσης, τις αρρώστιες και τους αλλεπάλληλους θανάτους των παιδιών, τη βία και τους προπηλακισμούς των ανάπηρων και των παρεμποδισμένων μέχρι την υστερική πλην απεγνωσμένη πικρία των ανύπαντρων γυναικών για τον άντρα που δεν έπεσε στο κρεβάτι τους, τις καταπατήσεις των πλουσίων, την πατριαρχική στάση των συζύγων, που είτε κλείνουν επτασφράγιστες τις συμβίες τους στο νοικοκυριό τους είτε πατούν ανάλγητα το στεφάνι τους, μέχρι την πίστη διαδοχικών γενεών στις πολιτικοκοινωνικές επαγγελίες της Αριστεράς.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στο καινούργιο μυθιστόρημα της Δούκα αναλαμβάνει και πάλι ένας μονόλογος, με την Κάτια να παρουσιάζει ενίοτε και στοιχεία παραληρήματος, καθώς αφήνεται δίχως περιορισμούς στις ονειροφαντασίες της, που ταξιδεύουν στον χρόνο και πολλαπλασιάζουν τον χώρο, υπερβαίνοντας τα σύνορα και ανατρέποντας τα οιαδήποτε συμβατικά όρια. Η διαφορά από την «Πύλη εισόδου» είναι ότι στον μονόλογο της Κάτιας, αντίθετα απ’ό,τι συμβαίνει με τον μονόλογο της Αφεντούλας, έρχονται εξαρχής να συμπλακούν οι φωνές των τριών γιαγιάδων μαζί με τους αποήχους από τα λόγια ή τα ψελλίσματα θείων, γαμπρών και συγγενών και από τα τρία σόγια. Έτσι, οι τρεις γιαγιάδες και η Κάτια απευθύνονται μέσω ενός καναλιού συνεχούς συνακρόασης στον αποδέκτη τους ενώ το πρώτο ρηματικό πρόσωπο της εγγονής εναλλάσσεται από παράγραφο σε παράγραφο και από αράδα σε αράδα με έναν τριτοπρόσωπο, αντικειμενικό αφηγητή. Ο ρεαλισμός της Δούκα δεν μοιάζει μονόδρομος και προφανώς δεν κινείται σε στενωπό: συνδυάζοντας την Ιστορία με ενδογενείς προβολές θραυσμάτων της πολιτικής και της κοινωνίας, καθώς και με τους τρόπους έκφρασης ενός εσώτερου, ενδόμυχου εγώ, η Δούκα θα αποθεώσει την υποκειμενικότητα της ηρωίδας της. Η Κάτια (συγγραφικό προσωπείο και μυθοπλαστική πρωταγωνίστρια με πλήθος ηθελημένα χάσματα και ρωγμές) περισσότερο επινοεί και φαντάζεται τις γιαγιάδες της και λιγότερο ανακαλεί την υλική παρουσία και τα αληθινά τους σουσούμια της από τα μνημονικά της αποθέματα, περισσότερο εικάζει και εικονογραφεί τα πραγματικά περιστατικά και λιγότερο τα καταγράφει επί τη βάσει κάποιων (των οιωνδήποτε) τεκμηρίων, περισσότερο γεννιέται ή αναγεννιέται κι η ίδια σε μια μυθιστορηματική ζωή (σε ένα διήγημα που πλέκει και ξεπλέκει δίχως σταματημό) και λιγότερο συνδέει την πραγματικότητα των βιωμάτων της με τα βιώματα των τριών αγαπημένων γιαγιάδων. Από μια άποψη, η συνάθροιση των τεσσάρων γυναικών στο βιβλίο θυμίζει χορό φαντασμάτων που έχουν έρθει για καλό. Η Κάτια και οι γιαγιάδες της δεν αντικατοπτρίζουν τόσο τις δεσμεύσεις της μνήμης όσο κινητοποιούν την ελευθερία της φαντασίας, που μας βοηθάει ξαφνικά να κοιτάξουμε με τα μάτια μιας πρισματικής μυθιστορηματικής τέχνης το ζωντανό και διαρκώς μεταβαλλόμενο σώμα του παρελθόντος. Ακόμα κι αν (ή εξαιτίας ακριβώς του ότι) το παρελθόν γεμίζει κάποτε με ιστορίες οικογενειακών περιστατικών και δεσμών.