Επί αιώνες κατασκευάζονταν ειδώλια από ψημένο πηλό στην αρχαία Ελλάδα, διότι ήταν ένα από τα πιο εύπλαστα και φθηνά υλικά.
Για μεγάλο διάστημα θεωρήθηκαν όμως άνευ σημασίας μαζικά προϊόντα. Η ειδική έκθεση «Τελειότητα και μαζικότητα-Ο κόσμος των ελληνικών πήλινων ειδωλίων» στο διεθνούς φήμης «Παλαιό Μουσείο» (Altes Museum) του Bερολίνου, θέτει στο επίκεντρο της προσοχής τον συχνά υποτιμημένο πηλό και ένα είδος τέχνης που είχε επίσης υποτιμηθεί. Εστιάζει στον πλούτο της απεικόνισης των μορφών με τα έντονα χρώματα και στην παραγωγή, χρήση και πρόσληψη των αρχαίων πήλινων ειδωλίων. Τα επανεντάσσει στο ιστορικό πλαίσιο χρήσης τους και ανοίγει έτσι κατά τους οργανωτές μια νέα προοπτική στην επιστημονική έρευνα.
Τα 56 επιλεγμένα ειδώλια, τα οποία εκτίθενται μαζί με άλλα μεμονωμένα αντικείμενα, όπως κεραμικά και μαρμάρινα αγαλματίδια, τα οποία σπάνια ή ποτέ δεν έχουν εκτεθεί στο παρελθόν, προέρχονται από την περίφημη «Συλλογή Αρχαιοτήτων» (Antikensammlung) των Κρατικών Mουσείων του Βερολίνου. Πρόκειται για μια συλλογή αρχαιοελληνικών, ρωμαϊκών, και ετρουσκικών έργων, εφάμιλλης του Λούβρου και του Βρετανικού Μουσείου, η οποία υπολείπεται μόνο των αντίστοιχων της Ιταλίας και της Ελλάδας, κατά την εφημερίδα «Die Welt». Ολόκληρη η «Συλλογή» εκτέθηκε για πρώτη φορά το 2011 στο -ανακαινισμένο μετά την επανένωση των Γερμανιών- «Παλαιό Μουσείο» μετά από 72 χρόνια, δεδομένου ότι είχε προηγηθεί ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η μεταφορά της στη Σοβιετική Ένωση και η επιστροφή της στο -τότε- Ανατολικό Βερολίνο. Με τα εκθέματα αυτά δίνεται μια συνολική εικόνα του ποικιλόμορφου κόσμου των αρχαίων πήλινων ειδωλίων και φωτίζονται πολλές πτυχές της καθημερινής ζωής στην αρχαία Ελλάδα.
Ο πηλός δεν χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα μόνο για μαζική παραγωγή ειδωλίων προσιτών στον απλό κόσμο, αλλά και για μεμονωμένα πολύχρωμα ειδώλια τα οποία έτυχαν ιδιαίτερα καλλιτεχνικής επεξεργασίας. Τα εδώλια αυτά ήταν δημοφιλή και στην αρχαία κοινωνική ελίτ. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται και μεγάλης αξίας μεμονωμένα έργα, όπως αποδεικνύει η εντυπωσιακή «Αφροδίτη του Χάιλ» (γύρω στο 140 π.Χ.), η οποία βρέθηκε στη Μύρινα της Ιωνίας. Το περίφημο πήλινο αγαλματίδιο αποκτήθηκε από τον μαικήνα Μαξιμίλιαν φον Χάιλ το 1930 και θεωρείται το αριστούργημα του «Παλαιού Μουσείου». Απεικονίζει τη θεά με ένδυμα το οποίο γλιστρά στο σώμα της με απαράμιλλη κομψότητα. Από την αλλοτινή «βασίλισσα της Πρωσίας», όπως την είχε χαρακτηρίσει η εφημερίδα «Süddeutsche» στην πρώτη έκθεσή της πριν από δώδεκα χρόνια, λείπουν τα άκρα των χεριών της χέρια της και το ένα πόδι.
Από τον 7ο αιώνα π.Χ., οι «κοροπλάστες» (πηλοπλάστες) χρησιμοποιούσαν ολοένα και περισσότερο κοίλα εκμαγεία, «μήτρες», από ψημένο πηλό, με τα οποία μπορούσαν να παράγουν ολόκληρες σειρές παρόμοιων μορφών. Η δε τμηματική χρήση τους για το κεφάλι ή το σώμα οδήγησε σε πολλούς συνδυασμούς και παραλλαγές. Κάθε ολοκληρωμένη μορφή μπορούσε με τη σειρά της να χρησιμεύσει ως μήτρα μιας άλλης γενιάς ειδωλίων. Με τη βοήθεια εκμαγείων, μπορούσαν δηλαδή εύκολα να αντιγραφούν ή και να διαφοροποιηθούν μεταξύ τους. Ωστόσο, με αυτήν την τεχνική δεν παρήγαγαν μόνο αγαλματίδια μαζικής παραγωγής, αλλά και μοναδικά ειδώλια πολύ υψηλής ποιότητας.
Το 1870, βρέθηκαν κοντά στην Τανάγρα αρχαία πήλινα ειδώλια, οι λεγόμενες «Ταναγραίες», κομψές και πολύχρωμες μορφές νεαρών γυναικών, με περίτεχνη ενδυματολογική πτυχολογία, συνήθως με χιτώνα και ιμάτιο, τα οποία έκαναν αυτό το είδος με μιας διάσημο και δημιούργησαν μια πραγματική μόδα. Οι απεικονίσεις κυρίως νεαρών γυναικών και η ένδυσή τους ανταποκρίνονταν στο γούστο της ευρωπαϊκής αστικής τάξης της εποχής και γρήγορα υποκατέστησαν τις τότε δημοφιλείς -επίσης μικρού μεγέθους- μορφές από πορσελάνη ως διακοσμητικά στοιχεία σε σαλόνια και τραπεζαρίες καθώς οι αστοί είδαν στα ειδώλια αντιστοιχία με αυτές. Στην αγορά τέχνης οι τιμές των Ταναγραίων έφτασαν στα ύψη αλλά τελικά κατέληξαν στα μουσεία. Μεταξύ αυτών παρεισέφρησαν πολλά πλαστά και μόνο στα τέλη του 20ου αιώνα, οι επιστημονικές έρευνες μπόρεσαν να αποσαφηνίσουν ποιά ήταν γνήσια. Τον 19ο αιώνα τα πήλινα ειδώλια υποβαθμίστηκαν μεν ως απλά διακοσμητικά στοιχεία, καλλιτεχνικά όμως, μερικά από αυτά θα μπορούσαν να σταθούν επάξια δίπλα σε γλυπτά μικρού μεγέθους. Μερικά μάλιστα της ελληνιστικής εποχής αγγίζουν κατά τους ειδικούς την τελειότητα της μεγάλης πλαστικής. Στην περίοδο αυτή ανάγονται τα αριστουργηματικά ειδώλια της Τανάγρας και της Μυρίνης.
Σήμερα, εντυπωσιάζουν και λόγω των έντονων χρωμάτων τους, τα οποία σε ορισμένα έχουν διατηρηθεί εκπληκτικά καλά και δίνουν μια αίσθηση του χρωματικού φάσματος που κυριαρχούσε και στην γλυπτική. Η χρωματική παλέτα διευρύνθηκε τον 4ο αιώνα π.Χ. και από τα τέλη του χρησιμοποιήθηκαν ακριβά χρώματα όπως το μπλε και το χρυσό, αλλά και παστέλ τόνοι όπως το ροζ και το ανοιχτό πράσινο. Από τον 3ο αιώνα π.Χ. κυριαρχούν τα παστέλ χρώματα, ενώ ορισμένα ιδιαίτερα μεγαλοπρεπή επιχρυσώθηκαν επιπλέον. Το χρωματικό φάσμα τους άλλαξε με τους αιώνες: πριν από τον 5ο αιώνα π.Χ. προτιμούσαν καθαρά και έντονα χρώματα όπως το κόκκινο και το κίτρινο, στη συνέχεια όμως, οι κοροπλάστες πειραματίστηκαν επίσης με τις με αποχρώσεις και τις αντανακλάσεις του φωτός. Με τη ζωγραφική, διακρίνονταν τα ενδύματα, τονίζονταν οι λεπτομέρειές ή τα χαρακτηριστικά των μορφών. Η παρατήρηση τέτοιων λεπτομερειών καθιστά δυνατή και την ανακατασκευή των χαμένων χρωμάτων των μαρμάρινων γλυπτών, αφού οι αρχαίοι χρωματισμοί σπάνια διατηρούνται τόσο καλά σε αυτά όσο στα πήλινα αγαλματίδια.
Γνωρίζουμε μάλιστα τώρα ότι πολλά από αυτά έπαιζαν σημαντικό ρόλο και στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων στην αρχαία Ελλάδα και μας παρέχουν σχετικές πληροφορίες, για κοινωνικά πρότυπα έως για θρησκευτικές αντιλήψεις. Οι σκηνές και τα μοτίβα που απεικονίζονται φαίνεται σχεδόν σαν να έχουν βγει από την πραγματική ζωή και εκπλήρωναν σημαντικές λειτουργίες σε πολλούς τομείς της. Από τους μύθους μέχρι το ψήσιμο του ψωμιού, μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων αποτυπώθηκε με πηλό. Ευρήματα σε τάφους, ιερά και σπίτια παραπέμπουν σε χρήση των ειδωλίων για πολύ διαφορετικούς λόγους. Πολλά είχαν σημασία στη θρησκευτική λατρεία επειδή αφιερώθηκαν σε ιερά από συγκεκριμένες αφορμές της ζωής: στην περίπτωση των γυναικών, για παράδειγμα, με την ευκαιρία του γάμου και της μητρότητας. Σε ιδιωτικές κατοικίες τοποθετούνταν ως μέρος οικιακής λατρείας για την προστασία της οικογένειας. Σε νεκροπόλεις βρέθηκαν κυρίως σε τάφους νέων ανθρώπων ως υποκατάστατα αντικειμένων που θα είχαν αφιερωθεί στους θεούς κατά τη διάρκεια τελετών με αφορμή σημαντικούς σταθμούς στον δρόμο προς την ενηλικίωσή τους. Η λειτουργία και η σημασία των ειδωλίων σε αυτό το πλαίσιο ερευνάται ακόμη εντατικά.