Ο Μπέρτραντ Ράσελ –ο κόμης Ράσελ, ο οποίος αρνείται να χρησιμοποιήση τον τίτλον ευγενείας που εκληρονόμησεν– ετιμήθη προχθές με το Βραβείον Νόμπελ του 1950 διά την λογοτεχνίαν.
Το έργον του φιλοσόφου και μαθηματικού αυτού –μιας εκ των κορυφαίων διανοιών της εποχής μας– είνε τεράστιον. Περισσότερον, όμως, ενδιαφέρον και από το έργον παρουσιάζει ίσως ο άνθρωπος. Και τον άνθρωπον Ράσελ –ως ιδιοσυγκρασίαν, ως ψυχοσύνθεσιν, ως διάνοιαν και ως χαρακτήρα– σκιαγραφεί κατωτέρω ο έγκυρος «Παρατηρητής» του Λονδίνου.
Εις την πρώτην σελίδα ενός τελευταίου βιβλίου του Μπέρτραντ Ράσελ, φέροντος τον τίτλον «Μία έρευνα της Σημασίας και της Αληθείας», αναγράφονται, μετά το όνομα του συγγραφέως, οι ακαδημαϊκοί τίτλοι του· ακολουθεί ένα κενόν διάστημα και κατόπιν υπάρχει η φράσις: «Εκρίθη δικαστικώς ανάξιος να είναι καθηγητής της φιλοσοφίας εις το Κολλέγιον της πόλεως της Νέας Υόρκης (1940)».
Δεν ήτο μία επιθυμία εκδικήσεως: απλώς το κακεντρεχές, πειρακτικόν δαιμόνιόν του, σαν ένας φιλοπαίγμων ήρως του Σαίξπηρ, τον παρεκίνησε ν’ αναφέρη τόσον επιδεικτικώς και αυτήν την καταδίκην μεταξύ των ακαδημαϊκών διακρίσεών του. Η μνησικακία είναι εντελώς ξένη εις τον εγγονόν του λόρδου Τζων Ράσελ, του μεταρρυθμιστού πρωθυπουργού, ο οποίος είναι επίσης ο βαπτιστικός του Τζων Στούαρτ Μιλ, του φιλοσόφου της ελευθερίας.
Η πραγματική συμβολή του Μπέρτραντ Ράσελ υπήρξεν η βελτίωσις της φιλοσοφίας ως οργάνου γνώσεως. Το ενδιαφέρον του, όθεν, δεν υπήρξε να αποφανθή περί της λειτουργίας του σύμπαντος, αλλά να ερευνήση τας βάσεις επί των οποίων να ημπορή να στηριχθή πάσα κρίσις, καθώς και την σημασίαν των κρίσεων που έχουν ήδη γίνει. Και εις τούτο εκόμισεν απέραντον σκεπτικισμόν και απέραντην ζωτικότητα.
Έζησε την κοινωνικήν ζωήν του με τον ίδιον αυτόν συνδυασμόν ακαμάτου αμφιβολίας και αφθόνου σφρίγους. Κοινωνικώς, όμως, το αποτέλεσμα υπήρξεν ενίοτε περισσότερον εκρηκτικόν. Ημπορείτε να υπονομεύσετε φιλοσοφίας ατιμωρητί, αν όμως θίξετε τα όσια και ιερά της κοινωνίας, η αντίδρασίς της είναι άμεση και σφοδρά.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 14.11.1950, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Ράσελ έζησε αρκετά ώστε να γίνη σεβαστός – τόσον σεβαστός ώστε, σήμερον, εις την Βουλήν των Λόρδων, επίσκοποι ακούουν τους σπανίους λόγους του με δέος και το Τρίνιτυ Κόλλετζ, το οποίον κάποτε τον είχεν αποβάλει, τον δέχεται σήμερον ευλαβώς. Και όμως η εσκεμμένη υπόμνησις εκ μέρους του της αποφάσεως του δικαστηρίου της Νέας Υόρκης υποδηλώνει ότι ο συνήγορος μεγαλυτέρας ελευθερίας εις την εκπαίδευσιν, την σκέψιν και τον έρωτα δεν επιθυμεί να θεωρήται τελείως σεβαστός. Αρέσκεται να ενθυμήται ότι εις το κελλί μιας αγγλικής φυλακής, με το οποίον είχεν ανταλλάξει το διαμέρισμά του ως καθηγητού εις το Καίμπριτζ, λόγω της αδιαλλάκτου αντιθέσεώς του προς τον πρώτον παγκόσμιον πόλεμον, συνέγραψε την «Εισαγωγήν εις την μαθηματικήν φιλοσοφίαν».
Εάν η κοινωνία μετεχειρίσθη ενίοτε τον Ράσελ με αποδοκιμασίαν, δεν ημπορεί ασφαλώς να λεχθή ότι και αυτός την επλησίασε με επισημότητα. Υπήρχε πάντοτε κάποια πειρακτική διάθεσις εις την παρουσίασιν της φιλοσοφίας του. Αι ισχυρότεραι πεποιθήσεις του αμβλύνονται από χιούμορ, από παιγνίδισμα της λογικής και από μίαν αγάπην της παραδοξολογίας. Είναι άνθρωπος με ισχυράς συγκινήσεις, ο οποίος πιστεύει ότι ο άνθρωπος έχει την αδυναμίαν να βασίζεται εις τας συγκινήσεις ως οδηγόν της αληθείας. Εξ ιδιοσυγκρασίας είναι ίσως αναρχικός, πάντοτε όμως έδειξεν ότι δέχεται την οργάνωσιν –εντός ορίων– ως προϋπόθεσιν της πολιτισμένης κοινωνίας.
Σωματικώς ο κόμης Ράσελ είναι ένα παράξενον φαινόμενον. Εις ηλικίαν 77 ετών, εξακολουθεί να προτιμά την ορειβασίαν γύρω από την κατοικίαν του εις την Βορείαν Ουαλλίαν από τον άνετον περίπατον εις το Ρήτζεντ Παρκ, πλησίον εις κατοικίας του Λονδίνου. Και καμμία συμβουλή δεν τον πείθει να παύση το αδιάκοπον κάπνισμα της πίπας του.
Ο Μπέρτραντ Άρθουρ Ουίλλιαμ Ράσελ ανετράφη από την μάμμην του, την χήραν του λόρδου Τζων Ράσελ, ο οποίος έγινε διάσημος με τον Μεταρρυθμιστικόν Νόμον του 1832 – πέντε έτη προ της αναρρήσεως της βασιλίσσης Βικτωρίας εις τον θρόνον. Η γηραιά κόμησσα ήτο γυνή με ισχυράς πουριτανικάς ιδέας. Τα λείψανα της βαθείας επιδράσεώς της εμφανίζονται εις την προβικτωριανήν αγαλλίασιν του εγγονού της να αναλύη επιμόχθως κάποιον σκοτεινόν σημείον θεολογικού δόγματος.
Ο Μπέρτραντ προητοιμάσθη με προσεκτικήν κατ’ οίκον εκπαίδευσιν διά πολιτικήν σταδιοδρομίαν. Αφού, όμως, επεσκόπησε μίαν δωδεκάδα στενών συγγενών οι οποίοι είχον διατελέσει κατά καιρούς υπουργοί, έκρινεν ότι θα ήτο πολύ ανιαρόν να γίνη πρωθυπουργός. Εσχημάτισε την ιδικήν του φιλοδοξίαν. Θα συνέχιζε τα κατορθώματα των μεγάλων επαναστατικών φιλοσόφων του 19ου αιώνος, όπως του Δαρβίνου και του Χάξλεϋ, αναλύων την διαδικασίαν της Σκέψεως, όπως εκείνοι είχον αναλύσει την διαδικασίαν, την πορείαν της φύσεως. Ήτο μία τεραστία φιλοδοξία, εφ’ όσον όμως ο Μπέρτραντ συνέβαινε να είναι ιδιοφυΐα, θα φρονή ίσως ότι κατά μέγα μέρος η φιλοδοξία του έχει εκπληρωθή.
Κατά την μακράν σταδιοδρομίαν του ελάχιστα ήγγισε χωρίς να τα ανατρέψη. Από κοινού με τον Α. Ν. Χουάιτχαιντ, ανεστάτωσε τα μαθηματικά και ανέστρεψε την λογικήν. Δεν ημπορούσεν, όμως, ν’ αντισταθή εις τον πειρασμόν όπως ασκή την εξαιρετικήν αυτήν ικανότητά του και εις πολλάς άλλας κατευθύνσεις, με ποικίλλοντα βαθμόν επιτυχίας. Εκλόνισεν αισθητώς τας συγχρόνους θεωρίας περί του καθήκοντος του ανθρώπου προς το Κράτος, περί εκπαιδεύσεως (διηύθυνε κάποτε ένα άκρως «προοδευτικόν» σχολείον) και περί των προσωπικών και των οικογενειακών σχέσεων (διεζεύχθη δις). Προσφάτως ακόμη επετέθη σφοδρότατα κατά της εννοίας της εθνικής κυριαρχίας και συνηγορεί μαχητικώτατα υπέρ της παγκοσμίας κυβερνήσεως.
Με άλλους λόγους ανταποκρίνεται άριστα εις την λαϊκήν αντίληψιν περί μεγάλου φιλοσόφου. Έχει εξαιρετικώς καλούς, παλαιού τύπου, τρόπους, ελάχιστα όμως ενδιαφέρεται διά την «κουβένταν» και έτσι, εάν μία συνομιλία δεν εύρη το θέμα της, οι τύποι της ευγενείας παραμένουν, αλλ’ ο Ράσελ απουσιάζει. Φαίνεται σαν να έχη αποχωρήσει από τας υλικάς ενοχλήσεις της καθημερινής ζωής. Τα ενδύματά του, εις αντίθεσιν προς την θαυμασίαν κεφαλήν του με τα κατάλευκα μαλλιά (διά την οποίαν δικαίως υπερηφανεύεται), είναι παραχωρήσεις προς την θερμότητα και την συμβατικότητα. Και καλλιεργεί την αναρμοδιότητα –διά πράγματα όπως ο ηλεκτρισμός, τα δελτία τροφίμων και η διεύθυνσις ενός αυτοκινήτου– του ευνοουμένου ανθρώπου, ο οποίος γνωρίζει ότι, εάν αυτός δεν ημπορεί να κάνη κάτι, θα το κάνουν άλλοι δι’ αυτόν.
Έχει πολλήν γοητείαν – μίαν καθαρήν φωνήν 18ου αιώνος και ένα διαβολικόν, ηχηρόν γέλωτα. Και όμως η μεγάλη απόλαυσις της συνομιλίας μαζί του είναι ότι, μολονότι ούτος διασκεδάζει τον συνομιλητήν του με πυροτεχνήματα πνεύματος και ανεκδότων, η πραγματική επιδίωξίς του όταν ομιλή είναι ν’ αναζητή την αλήθειαν. Αυτό και αι άφθοναι συγκινήσεις του αποτελούν το μεγαλείον του· όποιος είδε να εξάπτεται το πάθος του από την σκληρότητα ή την μισαλλοδοξίαν, δεν θα θελήση να προσβάλη το αίσθημα της αγανακτήσεώς του εναντίον παντός, που είναι ασυγχώρητον. Η ρωμαλέα μάλιστα αυτή ανταπόκρισις του αισθήματος, που σταθεροποιείται εις το τέλος, ελέγχεται από την λογικήν και εκφράζεται πάντοτε με σαφήνειαν και χιούμορ, εξηγεί διατί είναι τόσον μεγάλη η φήμη του Ράσελ και διατί οι φίλοι του ευρίσκουν την συντροφιάν του τόσον ασυγκρίτως ικανοποιητικήν.
*Άρθρο-σκιαγραφία του σπουδαίου Μπέρτραντ Ράσελ από τον «Ομπσέρβερ» του Λονδίνου. Το κείμενο αυτό είχε δημοσιευτεί κατ’ αποκλειστικότητα στη χώρα μας από την εφημερίδα «Το Βήμα» στις 14 Νοεμβρίου 1950, υπό τον τίτλο «Μπέρτραντ Ράσελ, ο επαναστάτης φιλόσοφος της αστικής Αγγλίας».
Η βράβευση του Ράσελ με το Νομπέλ Λογοτεχνίας («σε αναγνώριση των ποικίλων και σημαντικών γραπτών του, στα οποία προασπίζει τα ανθρωπιστικά ιδεώδη και την ελευθερία της σκέψης») είχε ανακοινωθεί λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 10 Νοεμβρίου 1950.
Ο βρετανός φιλόσοφος, μαθηματικός και συγγραφέας Μπέρτραντ Ράσελ (Bertrand Arthur William Russell), ένας από τους σημαντικότερους διανοητές και ακτιβιστές του περασμένου αιώνα, γεννήθηκε στις 18 Μαΐου 1872 και απεβίωσε σχεδόν εκατοντούτης, στις 2 Φεβρουαρίου 1970.