Είμαστε μάρτυρες μια πρωτοφανούς επίθεσης της κυβέρνησης προς τους εργαζόμενους στον χώρο της τέχνης και του πολιτισμού. Πώς προέκυψε μια τόσο πολυδιάστατη, επίμονη σχεδόν εκδικητική, οργανωμένη, αυταρχική και αδιάβροχη από τις αντιδράσεις επίθεση; Ασφαλώς τούτη την ώρα πρωτεύει ο αγώνας εναντίον της αλλά είναι γεγονός ότι δίπλα στους αγωνιζόμενους εμπνευσμένα καλλιτέχνες επιμένει το ερώτημα της εξήγησης αυτής της επίθεσης.
Του Μιχάλη Μπαρτσίδη
Νομίζω ότι πρόκειται για μια συνολική στρατηγική ιδεολογικής κυριαρχίας στην οποία αρθρώνονται οικονομικές και πολιτικοιδεολογικές διαστάσεις.
Από τη μια, έχουμε την ιδεολογική εμμονή των δυνάμεων του αυταρχικού συντηρητισμού καθόσον θεωρούν τον χώρο ως προπύργιο της αριστεράς, ασχέτως αν αυτό ισχύει πραγματικά ή αν πρόκειται για μια ζωτική φαντασίωσή τους. Παρόμοιου τύπου εμμονή εκπόνησε τη νομοθέτηση της παρουσίας αστυνομίας στα πανεπιστήμια, το εγχείρημα εξευγενισμού στα Εξάρχεια σε συνθήκες κατοχής από τα ΜΑΤ κοκ. Από την άλλη, έχουμε την οικονομική διάσταση με όσα επιβάλλει η ένταση της διαδικασίας αξιοποίησης του κεφαλαίου στον τομέα αυτό: την μετατροπή των πολιτιστικών- άυλων αγαθών που παράγονται ως Κοινά σε εμπόρευμα καθώς και τις ποικίλες μορφές ιδιωτικοποίησης της καλλιτεχνικής παραγωγής. Ωστόσο, θα πρέπει να τονίσουμε ότι πρόκειται για μια στρατηγική όχι μόνο αρνητική( τι αποκλείει, τι απαγορεύει, τι απαξιώνει) αλλά ότι διαθέτει εξίσου μια θετική παραγωγική διάσταση(αναγνώριση της καλλιτεχνικής παραγωγής και υποστήριξη- αιχμαλώτιση της από τους ιδιωτικούς φορείς).
Αυτές οι δυο διαστάσεις έχουν, άραγε, κάποια αιτιακή συσχέτιση ή απλώς συμπίπτουν στη συγκυρία εντός της κρατικής πολιτικής στο πλαίσιο μιας αυταρχικής και νεοφιλελεύθερης στρατηγικής; Είναι γεγονός ότι η οικονομική διάσταση δεν είναι ελληνική ιδιομορφία καθόσον παρατηρείται διεθνώς ως παγκόσμια τάση διαχείρισης των πολιτιστικών προιόντων, ειδικά ως τουριστικό προιόν. Αλλά όσον αφορά την πρώτη, θα πρέπει να την αντιληφθούμε ως εκδήλωση μιας ιδιαιτερότητας της πάλης των τάξεων στην Ελλάδα, ως ένα ιδιάζον πολιτικό στοιχείο μιας παράδοσης ιδεολογικής κυριαρχίας βασιζόμενης στον αυταρχισμό και στην εμβληματική φετιχιστική επιβολή των πιο αντιδραστικών επιλογών στην παιδεία και στον πολιτισμό. Σημασία έχει με ποιον τρόπο οι δυο όψεις συναρθώνονται σε μια επιθετική στρατηγική μίσους για τη δημοκρατία και μίσους για την χειραφετητική λειτουργία της τέχνης στη διάνοιξη του συλλογικού φαντασιακού.
Πολιτικοί αναλυτές και φιλόσοφοι έχουν επανειλημμένα ισχυριστεί πως σήμερα βιώνουμε μια δημοκρατία χωρίς «δήμο». Η αδιαφορία των πολιτών για την πολιτική, τα μεγάλα ποσοστά αποχής από τις εκλογικές διαδικασίες, η αυξανόμενη συσσώρευση αρμοδιοτήτων και εξουσίας σε ομάδες μη εκλεγμένων τεχνοκρατών (τους λεγόμενους «ειδικούς»), σκιαγραφούν ένα ανησυχητικό πολιτικό φαινόμενο που αναφέρεται ως σύγχρονη «κρίση της (αντιπροσωπευτικής) δημοκρατίας». Η πιο ανησυχητική εξέλιξη, μάλιστα, αφορά την αποκαλούμενη “αποκτήνωση της πολιτικής”, την απουσία δηλαδή κάθε στοιχείου ενσυναίσθησης, μείωσης της διάχυτης βίας και συμπερίληψης των ατόμων στους θεσμούς. Στο πλαίσιο αυτό, τονίζουν την επείγουσα ανάγκη για επιστροφή του «δήμου». Την ανάγκη οι πολίτες να επηρεάζουν άμεσα τις πολιτικές αποφάσεις και, συνεπώς, να ασκούν ουσιαστικά τα πολιτικά τους δικαιώματα ώστε να ενισχύεται η δυνατότητα ριζικής αναδιαμόρφωσης των δημοκρατικών θεσμών.
Σε παρόμοιο τόνο, αναλύουν τον χειραφετητικό χαρακτήρα της τέχνης. Πρωταρχικός στόχος της τέχνης δεν είναι η επιβεβαίωση ή η ταύτιση με όσα ήδη γνωρίζουμε, αλλά η διαμόρφωση νέων πολιτικών υποκειμένων από τη δράση των οποίων θα αναδειχθούν εναλλακτικά μοντέλα κοινωνικής συνύπαρξης, πέρα από τα κυρίαρχα μοντέλα του νεοφιλελευθερισμού τα υποταγμένα στα συμφέροντα της ελεύθερης αγοράς και του ιδιωτικού συμφέροντος. Αυτή ακριβώς η διαδικασία παραγωγής ταυτοτήτων έχει σήμερα μπλοκαριστεί, για πολλούς λόγους, κυρίως όμως με την κυριαρχία του φόβου και των πρόσφατων θανατοπολιτικών, την περιχαράκωση των ατόμων στον εαυτο τους. Στο σημείο αυτό παρεμβαίνει η τέχνη προμηθεύοντας τις εικόνες, τα πάθη- συναισθήματα και τα ηθικά μοντέλα για την διέλευση των εσωτερικών μας ορίων, την άρση του εσωτερικού αποκλεισμού και την έξοδο προς τους άλλους και την ανακατασκευή του κοινωνικού δεσμού. Μέσα από τη δημιουργία νέων μορφών κοινωνικής συνεύρεσης που καταργούν την ξενοφοβία και τη ρητορική μίσους του (ακρο)δεξιού λαϊκισμού, η τέχνη μπορεί να μας εισάγει σε μια κοινωνία περισσότερο δημοκρατική, όπως υποστηρίζει η Βελγίδα φιλόσοφος Σαντάλ Μουφ.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο χώρος του πολιτισμού πρωτοστατεί, όπως οφείλει, σε παρόμοιες αντιδράσεις ενάντια στις αυταρχικές πολιτικές της παρούσας κυβέρνησης. Από τις αντιδράσεις στις κερκίδες των θεάτρων για την υπόθεση Λιγνάδη έως τις μαχητικές διαμαρτυρίες για την υποβάθμιση των δραματικών σχολών, μέσα από πρωτοβουλίες όπως αυτή των SupportArtWorkers, όσο και μέσα από κινήματα όπως αυτό του ελληνικού #metoo, σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας, οι εργάτες της τέχνης απέδειξαν ότι αναλαμβάνουν την ευθύνη που τους αναλογεί σχετικά με την επανασύσταση του «δήμου» και την ενδυνάμωση της δημοκρατίας.
Συνοπτικά, και κατά συνέπεια αρκετά σχηματικά, τέτοιες αντιδράσεις αποκαλύπτουν το κενό της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας. Τα τελευταία είκοσι χρόνια παρατηρείται μια ανασύνταξη των φορέων και μηχανισμών πολιτιστικής διαχείρισης πέρα από τους επίσημους κρατικούς φορείς των Υπουργείων Πολιτισμού και Παιδείας. Η ανασύνταξη αυτή κινείται ταυτόχρονα προς δύο κατευθύνσεις: από τη μια, πρωτοβουλίες μη κρατικών ιδρυμάτων παρέχουν ένα οριζόντιο πλαίσιο χρηματοδότησης και προώθησης ποικίλων καλλιτεχνικών δράσεων συχνά παρεμβαίνοντας (ορισμένες φορές με τρόπο οριακά ελεγκτικό)ακόμα και σε δράσεις κοινωνικού ή ακτιβιστικού τύπου. Αυτό συμβαίνει τη στιγμή που γινόμαστε μάρτυρες, κατά την τριετή διάρκεια της πανδημίας, των αποκαλυπτικών προθέσεων της παρούσας διακυβέρνησης για εγκατάλειψη του κλάδου του πολιτισμού από το κράτος ενώ ενισχύονταν άλλες επιχειρήσεις και αυτοαπασχολούμενοι. Οι δυο παραπάνω όψεις είναι σαφώς αρθρωμένες: η πρώτη οργανώνει αιχμαλωτίζοντας την παραγωγή των πολιτιστικών αγαθών ενώ η δεύτερη απαξιώνει επιθετικά οτιδήποτε θεσμικό είχε κατακτηθεί στον τομέα του πολιτισμού. Πρόκειται για μια πολιτική με πρωτεύουσα σημασία όσον αφορά την επιτυχία της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας, που δεν αφορά μόνο στον πολιτισμό. Στην περίπτωση Λιγνάδη βέβαια αποκαλύφθηκαν, περισσότερο από ποτέ άλλοτε ίσως, οι αδύναμοι κρίκοι της εν λόγω διαχείρισης καθώς αποδομείται εκ βάθρων το περίφημο τρίπτυχο «αριστεία-ιδιωτικοποίηση- πρόταση νέου τρόπου ζωής». Ταυτόχρονα, όμως, κι αυτό είναι καίριας σημασίας, η ανασύνταξη του κλάδου του πολιτισμού παίρνει τη μορφή μιας εξαιρετικά σημαντικής συλλογικής αυτο-οργάνωσης, μιας οργάνωσης που συμβάλλει δραστικά στη δημιουργία κοινών δίνοντας μορφή σε μια άλλη δημοκρατία.
Ο «δήμος» που επανεμφανίζεται στις κερκίδες και στις πλατείες των θεάτρων διαδρώντας θετικά στις επιτελέσεις- παρεμβάσεις των καλλιτεχνών στους δημόσιους χώρους αποτελεί μέρος αυτής της οργάνωσης. Και αυτό το γνωρίζουν καλά, τόσο η κα Υπουργός όσο και οι υπόλοιποι κατέχοντες την εξουσία, αλλά το τρέμουν κιόλας. Και αυτό γιατί το 2015 είδαν, μετά από πολλές δεκαετίες, ότι ο «δήμος» και ξέρει και μπορεί να είναι το «κράτος». Μπορεί να μην είναι εύκολη η νίκη απέναντι στις βαθιά διαπλεκόμενες δομές δεκαετιών, μπορεί να έχουμε ακόμα δρόμο μπροστά μας αλλά το σημαντικό πρώτο βήμα έγινε. Κι αυτό ήταν κάτι που δεν το περίμεναν. Για αυτό και επέστρεψαν με τόσο απειλητική αγριότητα. Για να μην υπάρξει άλλη παρόμοια εμφάνιση του δήμου στην πολιτική ζωή της χώρας.
Στο αντίποδα του μίσους αυτού, τα διαρκή κύματα αντίστασης των artworkers με την θετική ανταπόκριση που συναντούν, αποτελούν έκφραση μιας συσσωρευμένης οδύνης των ευάλωτων, μια πρόταση «Αγάπης για τη Δημοκρατία», μια πρόταση επανενεργοποίησης του «δήμου», μια χειραφετημένη στάση απέναντι στη δυστοπία του (ακρο)δεξιού σχήματος που μας κυβερνά. Όπως και οι ίδιες οι παραστατικές τέχνες, μπορεί μεν να αποτελούν φευγαλέες εμφανίσεις του «δήμου» όμως δεν υποχωρούν. Αντιθέτως, πολλαπλασιάζονται διαρκώς με την χαρακτηριστική επίδραση της επιτέλεσης στους δημόσιους χώρους, της διατομικής διέγερσης και κινητοποίησης των παθών και συναισθημάτων, των επινοητικών ψηφιακών και ενσώματων δράσεων, προτείνοντας νέους τρόπους δημιουργίας δημόσιου χώρου και χρόνου. Ίσως οι μορφές αντίστασης στην εποχή των πλατειών και του Γκεζί που δεν είχαν εμφανιστεί καλά καλά τότε στην Ελλάδα να επανέρχονται τώρα, ίσως να ήρθε η ώρα των ενσώματων πρακτικών “μερισμού του αισθητού”, η ώρα μιας πολιτιστικής πολιτικής της χειραφέτησης, της επανέμ-πνευσης της πολιτικής, η ώρα μιας πολιτικής ηθικής.
Ο Γάλλος φιλόσοφος Ζακ Ρανσιέρ έχει μιλήσει για το «Μίσος για τη Δημοκρατία», ως το μίσος που έχουν όλοι όσοι προορίζονται να κυβερνήσουν λόγω καταγωγής, κοινωνικοπολιτικής ή οικονομικής δύναμης στη βάση μιας «άριστης» γνώσης που συχνά, πέρα από επικίνδυνα ημιμαθής ή αδαής, αποδεικνύεται και κακοποιητική, βαθιά συντηρητική και αυταρχική, όπως στην περίπτωση του -από ότι φαίνεται- αμετανόητου Δ. Λιγνάδη και όχι μόνο. Δημοκρατία, όμως, σύμφωνα με τον Ρανσιέρ, δεν είναι η εκλεγμένη ολιγαρχία των ισχυρών, αλλά ένα σύστημα διακυβέρνησης «του καθενός», του κάθε ατόμου που δεν έχει καμία άλλη περγαμηνή για να κυβερνήσει πέρα από το ότι αποτελεί μέρος του «δήμου». Αυτό ακριβώς τρέμουν και μισούν οι ισόβια χρησμένοι κυβερνώντες.
Οι εργάτες του πολιτισμού έχουν πιάσει από καιρό σκληρή δουλειά, τόσο στον φυσικό όσο και στον ψηφιακό δημόσιο χώρο, σμιλεύοντας τον κοινωνικό ιστό με τα εργαλεία της τέχνης ανοίγοντας εκ νέου, σε μια ιστορική στιγμή, τη δυνατότητα ηθικής και πολιτιστικής ανανέωσης της δημοκρατίας και της πολιτικής από τα «έτερά» της στοιχεία: την τέχνη και την πνευματική σκέψη.
Επιστροφή δεν υπάρχει.
Και αυτό ακριβώς είναι που η κα Υπουργός φοβάται. Ελπίζουμε σύντομα να αποχωρήσει και από το Υπουργείο Πολιτισμού παίρνοντας μαζί της κι όλο το κυβερνητικό σκοτάδι που την περιβάλλει.
* Ο Μιχάλης Μπαρτσίδης είναι επιστ. Διευθυντής Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς και Διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο