Στις 27 Απριλίου 1941 η Βέρμαχτ εισέβαλε στην Αθήνα. Η γερμανική μετάφραση του βιβλίου του διπλωμάτη Άρη Ραδιόπουλου για τις επανορθώσεις συνεισφέρει πολύτιμα ντοκουμέντα.
Ξημερώματα 27ης Απριλίου του 1941, Αθήνα. Τα παράθυρα των σπιτιών ήταν καλά σφαλισμένα, δεν κυκλοφορούσε ψυχή, η έλευση της Βέρμαχτ που ήδη είχε προελάσει στη βόρεια και κεντρική Ελλάδα ήταν αναμενόμενη, λένε μαρτυρίες της εποχής. Η σβάστικα υψώθηκε στην Ακρόπολη και ακολούθησαν οι απαραίτητες διαδικαστικές ανακοινώσεις στο ράδιο κλείνοντας με τον ναζιστικό χαιρετισμό Heil Hitler, θυμόταν συχνά ο Μανώλης Γλέζος, ήρωας της αντίστασης. Η πιο μαρτυρική περίοδος της σύγχρονης Ελλάδας ξεκινούσε εκείνο το πρωινό του Απριλίου.
Η φρίκη της κατοχής στην Ελλάδα έχει εμποτίσει τη μνήμη πολλών γενιών μέχρι σήμερα. Είναι οι ιστορίες για την πείνα, τις κακουχίες, τις φυλακίσεις και εκτελέσεις, τις δολοφονίες αμάχων, τον αφανισμό των Ελλήνων Εβραίων, την καταναγκαστική εργασία, τις ασύλληπτες καταστροφές και λεηλασίες. Είναι οι ζωντανές αναμνήσεις γηραιών Ελληνίδων και Ελλήνων, που έχασαν ευκαιρίες εκπαίδευσης και αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν λίγες δεκαετίες μετά τον πόλεμο στη Γερμανία. Μια γενιά που βίωσε την εξαθλίωση του πολέμου και μεγάλωσε τα παιδιά της με το «ποτέ ξανά», η οποία όμως δεν είδε δικαίωση για τα ναζιστικά εγκλήματα που διαπράχθησαν στην Ελλάδα.
Οι αξιώσεις για πολεμικές αποζημιώσεις και επανορθώσεις έναντι της Γερμανίας παραμένουν ενεργές για την Ελλάδα σύμφωνα με την πάγια θέση όλων των μεταπολεμικών ελληνικών κυβερνήσεων, σε αντίθεση με την επίσης πάγια γερμανική θέση ότι το θέμα είναι νομικά λήξαν. Το ελληνικό υπ. Εξωτερικών βλέπει τη διεκδίκηση επανορθώσεων σταθερά και διαχρονικά ως «ζήτημα αρχής». Φέτος, από το Βερολίνο, η ΠτΔ Κατερίνα Σακελλαροπούλου υπογράμμισε στην DW ότι «τα βάρη του παρελθόντος δεν διαγράφονται μονομερώς» και ότι στο μέλλον «θα μπορούσε στο μέλλον, με διάλογο και καλή διάθεση, να εξευρεθεί μια λύση. Πριν από λίγες ημέρες και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας από τη γερμανική πρωτεύουσα, επανέλαβε ότι το ζήτημα των επανορθώσεων παραμένει «ανοιχτό», ιδίως το θέμα του κατοχικού δανείου». Επίκαιρες πολιτικές ψηφίδες μιας συζήτησης που πάει πίσω στον Απρίλιο του 1941.
Πολύτιμο βιβλίο για την κατανόηση των ελληνικών διεκδικήσεων
Πριν από λίγους μήνες εκδόθηκε στα γερμανικά το ογκώδες βιβλίο του διπλωμάτη Άρη Ραδιόπουλου για τις ελληνικές αξιώσεις για επανορθώσεις και αποζημιώσεις έναντι της Γερμανίας (Die Griechische Reparationsforderungen gegenüber Deutschland) από τις εκδόσεις Metropol. Πρόκειται για μια λεπτομερέστατη έρευνα σε άγνωστα διπλωματικά και ιστορικά αρχεία του ελληνικού υπ. Εξωτερικών καθώς και γερμανικές πηγές, την οποία ο ίδιος εκπόνησε διατελώντας διπλωματικός υπάλληλος πριν από κάποια χρόνια στη γερμανική πρωτεύουσα. Η νέα έκδοση μάλιστα παρουσιάστηκε τον περασμένο χειμώνα στο Βερολίνο, το Ντίσελντορφ και άλλες γερμανικές πόλεις, σε κατάμεστες αίθουσες, με ζωηρές συζητήσεις με ειδικούς, πολιτικούς αλλά κι ένα ελληνογερμανικό κοινό που ήθελε να μάθει περισσότερα γι αυτό το σύνθετο ζήτημα. Είχε προηγηθεί, πριν από λίγα χρόνια, επίσης εκτενής ελληνική έκδοση από τις εκδόσεις Νεφέλη (Η διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών προς την Ελλάδα από τον Α’ και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέσα από έγγραφα του αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών).
H σημασία όμως της νέας, επαυξημένης γερμανικής έκδοσης έγκειται στο ότι για πρώτη φορά παρουσιάζεται στο γερμανικό κοινό με ιστορική ακρίβεια, -μολονότι ο συγγραφέας δεν είναι ιστορικός- αλλά και υπό το πρίσμα ενός έμπειρου διπλωμάτη το χρονικό της αδιάλειπτης μεταπολεμικά ελληνικής διεκδίκησης πολεμικών επανορθώσεων, αποζημιώσεων, όπως και του κατοχικού δανείου: από τη Διάσκεψη των Παρισίων του 1945 -1946, την πυκνή σε γεγονότα δεκαετία του 1950, την περίοδο της Γερμανικής Επανένωσης και της Συνθήκης 2+4 μέχρι την περίοδο μετά το 1995, φτάνοντας ως την έκθεση του ελληνικού κοινοβουλίου του 2019 και τη συζήτηση στη γερμανική βουλή στις 2 Μαρτίου 2020 για τις πολεμικές επανορθώσεις.
Κι όλα αυτά βάσει άγνωστων μέχρι σήμερα διπλωματικών αρχείων και εκθέσεων, που παρουσιάζονται πλέον στο γερμανικό αναγνωστικό κοινό αποτελώντας -δυνητικά- ιστορικά αλλά και νομικά ερείσματα για τις ελληνικές διεκδικήσεις. Χωρίς ιδεολογικό πρόσημο, αλλά με την αποστασιοποίηση του ερευνητή που παραθέτει αντικειμενικά στοιχεία για τα ναζιστικά εγκλήματα που τελέστηκαν επί ελληνικού εδάφους και τις παρεπόμενες οφειλές της Γερμανίας, το συγκεκριμένο βιβλίο αναζητά δικαιωματικά τουλάχιστον μια θέση στο τραπέζι του ελληνογερμανικού διαλόγου ως εγχειρίδιοι αναφοράς.
Καταγραφή του εύρους και του είδους των απωλειών
Αρκεί ένα ξεφύλλισμα του δεύτερου μέρους του βιβλίου των 602 σελίδων για να καταλάβει ο αναγνώστης -εν προκειμένω ο Γερμανός αναγνώστης- περί τίνος πρόκειται. Μέσα από 112 πολυσέλιδα αρχεία μπορεί κανείς να αποκομίσει μια καλή εικόνα για το εύρος, το είδος αλλά και το ύψος των πολύπλευρων απωλειών που υπέστη η Ελλάδα την περίοδο της κατοχής. Τα αρχεία που ερευνώνται ξεκινούν από την 30η Δεκεμβρίου 1941. Ουσιαστικά όμως η πρώτη αποτίμηση των ζημιών που υπέστη η Ελλάδα από τους ναζί έρχεται την 1η Οκτωβρίου του 1945 με μια συνολική επισκόπηση του ελληνικού υπ. Εξωτερικών που προετοιμάστηκε για τη Διάσκεψη των Παρισίων.
Μέχρι σήμερα, το ακριβές ύψος των ελληνικών διεκδικήσεων για πολεμικές αποζημιώσεις, επανορθώσεις και το κατοχικό δάνειο ποικίλει ανάλογα με τη μέθοδο υπολογισμού που ακολουθείται λαμβάνοντας υπόψιν νομισματικές μεταβολές, επιτόκια και άλλα στοιχεία. Σε γενικές γραμμές πάντως οι μέχρι τώρα υπολογισμοί συγκλίνουν σε ένα ποσό που κυμαίνεται γύρω στα 300 δις ευρώ -με άλλους υπολογισμούς να το ανεβάζουν ακόμη παραπάνω. Αλλά αυτό δεν είναι ίσως το πιο κρίσιμο στοιχείο – η λογιστική αποτίμηση του τελικού ποσού είναι η τελευταία πράξη, θα έλεγε κανείς διαβάζοντας το βιβλίο. Σε ένα πρώτο επίπεδο, είναι σημαντικό να καταστεί ευκρινής η καταγραφή των ελληνικών απωλειών τόσο σε ανθρώπινο επίπεδο όσο και σε επίπεδο υλικών καταστροφών: εκατοντάδες χιλιάδες θάνατοι, τραυματισμοί, ακρωτηριασμοί αμάχων και στρατιωτών αλλά και ασύλληπτες καταστροφές σε δημόσιες υποδομές, όπως σιδηροδρόμους, λιμάνια, αποθήκες πρώτων υλών, δρόμους, αλυκές και βέβαια σε ιδιωτικές περιουσίες αλλά και στο σύνολο σχεδόν της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής της εποχής.
Τα ντοκουμέντα που παρατίθενται μιλούν από μόνα τους και αφηγούνται τη δική τους ηχηρή αλήθεια.Όπως και το χρονικό των αδιάλειπτων ελληνικών ενεργειών σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο για διευθέτηση του ζητήματος, παρά τη γερμανική άρνηση. Χωρίς να αγγίζει το πεδίο των πολιτικών και ιδεολογικών αντοπαραθέσεων στις δύο χώρες, το ανά χείρας βιβλίο καταγράφει και παρακολουθεί μέσα στον χρόνο την εξέλιξη της συζήτησης, τόσο σε ελληνογερμανικό όσο και σε διεθνές επίπεδο μέσα από ομιλίες, επιστολές, δημόσιες διατυπώσεις, επαφές, διπλωματικές πρωτοβουλίες ρίχοντας εμμέσως αλλά και αναπόφευκτα φως στις προθέσεις και τα κίνητρα κάθε πλευράς.
Σε κάθε περίπτωση το βιβλίο του Ραδιόπουλου αποτελεί ένα σημαντικό και χρήσιμο εργαλείο για έναν ανανεωμένο ελληνογερμανικό διάλογο στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού, της κατανόησης της ιστορικής πραγματικότητας για την οποία μιλά η Ελλάδα και εν τέλει της ειλικρινούς αποτίμησής της σε όλα τα εφικτά επίπεδα.
Πηγή: DW – Δήμητρα Κυρανούδη, Βερολίνο