«Η εδώ και χρόνια αδύναμη κοινωνία πολιτών δυσκολεύεται να ανασυγκροτηθεί και να προβάλλει το αντίπαλον δέος αφενός στον ατομικισμό της πλειονότητας των πολιτών, και αφετέρου, στις πολλαπλές ανάγκες που δημιούργησαν η οικονομική κρίση, οι συνεχείς αφίξεις μεταναστών, οι φυσικές καταστροφές, κ.ά.»
της Ρόης Παναγιωτοπούλου
Ο όρος «κοινωνική συνοχή» επανήλθε δριμύτερος στο προσκήνιο της επικαιρότητας, αλλά και της πολιτικής εργαλειοποίησης (Υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειάς, ιδρύθηκε στις 23.6.2023) με αφορμή τα συνεχή βίαια ή καταστροφικά γεγονότα αυτού του καλοκαιριού που συντάραξαν την ελληνική κοινωνία και ανέτρεψαν ή θα ανατρέψουν αναπόφευκτα στο μέλλον καθημερινότητες, κοινωνικές ισορροπίες και βιοτικό επίπεδο, μεγάλης μερίδας πολιτών. Παράλληλα, ορισμένους εξέπληξε η αδυναμία, αδράνεια των πολιτών να αντιδράσουν να αντισταθούν, έστω και υποτονικά, στα τεκταινόμενα. Οι πολίτες πάλι στο ίδιο έργο θεατές: ανήμποροι, άβουλοι, κατακερματισμένοι.
Για να θέσουμε το πλαίσιο συζήτησης επιχειρούμε μια ενδεικτική απαρίθμηση ορισμένων γεγονότων: το ναυάγιο ανοικτά της Πύλου, στο οποίο πνίγηκαν εκατοντάδες μετανάστες, ένας διανομέας ξυλοκοπεί μέχρι θανάτου έναν πολίτη που του έκανε παρατήρηση, το συνεχές bulling και οι ξυλοδαρμοί σε σχολεία, γειτονιές από ανήλικους σε ανήλικους με τα περισσότερα κρούσματα χωρίς συνέπειες, το θανατηφόρο σπρώξιμο επιβάτη από τον καταπέλτη πλοίου, οι καταστροφικότατες πυρκαγιές σε Αττική, Μαγνησία, Φθιώτιδα, Λουτράκι, Κέρκυρα, Εύβοια και Ρόδο. Για να μην αναφερθούμε στον Έβρο, όπου ξέσπασε η μεγαλύτερη δασική πυρκαγιά στη σύγχρονη ιστορία της χώρας, αλλά και της ΕΕ με 28 νεκρούς. Φυσικά, -όπως πάντα-, δεν βρέθηκαν ούτε τα αίτια των πυρκαγιών ούτε οι τυχόν εμπρηστές ώστε να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα πρόληψης για τα μεν, και να τιμωρηθούν οι δε.
Ως επιστέγασμα όλων αυτών, ήρθαν οι πλημμύρες σε Θεσσαλία, Πήλιο και Βόλο, όπου οι ζημιές είναι ανυπολόγιστες τόσο για τους κατοίκους, όσο και για το γενικό πληθυσμό όταν καταστρέφεται πάνω από το ένα τρίτο της αγροτικής παραγωγής. Έτσι, αντιπλημμυρικά έργα που είχαν έγκριση χρηματοδότησης είτε δεν έγιναν ποτέ, είτε κατασκευάστηκαν ή επισκευάστηκαν πλημμελώς με εντελώς σαθρά υλικά, με αποτέλεσμα να καταρρεύσουν εκ νέου (γέφυρες, οδικό δίκτυο κλπ.).
Για όλα αυτά δεν έχουν αποδοθεί πολιτικές ή/και αστικές ευθύνες, ταυτόχρονα οι πολίτες έχουν πλέον εθιστεί στην ασυδοσία και ατιμωρησία, πόσο μάλλον έχουν αρχίσει να τις θεωρούν ως επιτυχημένο πρότυπο ζωής και ως επίτευγμα προς μίμηση όλων όσοι «μπορούν και τους παίρνει». Δηλαδή, ως ένα ιδεατό τρόπο ζωής που ευνοεί τους κοινωνικά ισχυρούς και τους κάθε είδους παραβάτες, «μάγκες». Με όλα τα παραπάνω οι πολίτες αισθάνονται ακόμα περισσότερο την ανασφάλεια και την φτωχοποίηση να τους περικυκλώνουν, αισθάνονται εγκαταλελειμμένοι και δεν ελπίζουν σε συστηματική κρατική συνδρομή για υποδομές, σε απόδοση δικαιοσύνης από ένα κράτος που θα εξισορροπούσε τις απώλειες και θα εξασφάλιζε ένα πιο σταθερό, ευοίωνο μέλλον για όλους.
Οι ευκαιριακές βοήθειες -κάθε είδους pass- και οι εξαγγελίες στήριξης που εξαντλούνται είτε σε ατέρμονες γραφειοκρατικές διαδικασίες, είτε στην απροθυμία της κυβέρνησης να συνδράμει ουσιαστικά τους παθόντες, δεν προσφέρουν λύσεις μακροπρόθεσμα.
Προϋπόθεση για την κοινωνική συνοχή αποτελούν οι δυναμικές διαδικασίες που εκφράζονται στη στάση των μελών μίας κοινωνικής ομάδας να παραμένουν ενωμένα μεταξύ τους με σκοπό να επιτύχουν κοινούς στόχους ή/και να ικανοποιήσουν συναισθηματικές τους ανάγκες (Αριστοτέλεια εκδοχή), ή έστω, να αισθάνονται ότι υπάρχει μια δύναμη που τους αποτρέπει από το να έλθουν μεταξύ τους σε σύγκρουση που θα θέσει σε κίνδυνο τη συνέχιση της κοινής συμβίωσης υπό την ισχύ κοινών θεσμών (Χομπσιανή εκδοχή).
Η συγκρότηση της κοινωνικής συνοχής προϋποθέτει ένα σύνθετο πλαίσιο αναφοράς που καλύπτει τη λειτουργία του συνόλου των θεσμών, κρατικών και ιδιωτικών. Είναι προφανές, ότι ο όρος χρησιμοποιείται τις περισσότερες φορές με συγκεχυμένο τρόπο και συχνά εργαλειακά από την εξουσία (βλέπε το ομώνυμο Υπουργείο). Οι παράγοντες που επιλέγονται να συνθέσουν την κοινωνική συνοχή συνεισφέρουν ο καθένας ξεχωριστά, αλλά ταυτόχρονα συγκροτούν από κοινού τη συλλογικότητα μίας κοινωνίας και διασφαλίζουν ένα κεκτημένο επίπεδο διαβίωσης.
Με δεδομένα τα παραπάνω, θα επιχειρήσουμε να καταγράψουμε ορισμένους κοινωνικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην αποσταθεροποίηση -πιθανώς αποδιάρθρωση- της κοινωνικής συνοχής στην ελληνική κοινωνία του 21ου αιώνα.
Πρώτος και βασικός παράγων η οικονομική κρίση και η εφαρμογή των μνημονίων: περικοπές μισθών και συντάξεων, ανεργία, ευέλικτες εργασιακές σχέσεις με σχεδόν συνολική αναίρεση των εργασιακών δικαιωμάτων (κατάργηση συλλογικών συμβάσεων και προστασίας απολύσεων, ευέλικτα ωράρια και συμβάσεις, κ.ά.), αύξηση φορολογίας, μείωση εισοδημάτων, συρρίκνωση κράτους πρόνοιας και κάθε είδους κοινωνικών παροχών, συμπίεση των μεσαίων στρωμάτων προς τα κάτω και συνακόλουθα αύξηση της κοινωνικής ανισότητας, φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού, αυξανόμενος κατακερματισμός των κοινωνικών ομάδων και κατά συνέπεια διάβρωση των ηθικών αξιών, και πολλά άλλα παρεπόμενα.
Οι μακροχρόνιες συνέπειες της λιτότητας αναφύονται σήμερα δραματικά, όταν όλες οι κρατικές υπηρεσίες υπολειτουργούν ή έχουν καταργηθεί επειδή λείπει προσωπικό, υλικοτεχνική υποδομή, δυνατότητα συντήρησης των υπαρχόντων υποδομών, κ.ά., ενώσο οι πολίτες έχουν στραφεί προς ένα μοντέλο επιβίωσης που περιορίζεται μόνον στο ατομικό συμφέρον χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις κοινωνικές συνθήκες και αναγκαιότητες που ενδεχομένως να τους εξασφάλιζαν καλύτερη διαβίωση. Η μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας από το μοντέλο του έντονου κρατικού παρεμβατισμού στη νεοφιλελεύθερη δημοκρατία με πλήρη απελευθέρωση της αγοράς και κατάλυση κάθε προστατευτικών ρυθμίσεων συντελείται βίαια, ραγδαία, επιλεκτικά και άναρχα.
Επιπρόσθετα, η αποσταθεροποίηση της κοινωνικής συνοχής ενισχύεται από την πλήρη επικράτηση της παγκοσμιοποίησης ως πάνδημης οικονομικής και εντέλει πολιτικής κυριαρχίας που, εκτός των άλλων, εμποδίζει τους πολίτες να κατανοήσουν τις αιτιακές σχέσεις που επιβάλλουν τα νέα όρια τα οποία υπερβαίνουν το εθνικό και τοπικό επίπεδο.
Οι οικονομικές αποφάσεις για την εξέλιξη – ευημερία των χωρών λαμβάνονται πλέον σε παγκόσμιο επίπεδο και από συστήματα εξουσίας που οι απλοί πολίτες δεν είναι εύκολο να κατανοήσουν ούτε να συναρτήσουν με τη δική τους καθημερινότητα. Για τις μικρές και φτωχές χώρες αλλάζουν τα δεδομένα χωρίς δυνατότητα συναπόφασης ή έστω κάποιας συμμετοχής των πολιτών, με αποτέλεσμα να μην απειλείται μόνον η ατομική, αλλά και η εθνική ευημερία.
Συνέπεια αυτής της εξέλιξης είναι σταδιακά να χάνουν τη λειτουργικότητα και τη συνεκτικότητά τους οι κοινωνικές αξίες, οι οποίες καθόριζαν στο παρελθόν τις κοινωνικές συμπεριφορές και να τις καθιστούν ανενεργές. Οι κοινωνικές σχέσεις γίνονται ολοένα και περισσότερο ρευστές χωρίς να αναφύονται προς το παρόν προοπτικές μιας νέας συνεκτικότητας ή κοινωνικής συνοχής.
Τα καταναλωτικά πρότυπα ακολουθούν κατά πόδας τις επιταγές της παγκοσμιοποίησης που προωθεί ένα παγκόσμιο μοντέλο ομογενοποιημένων καταναλωτικών αναγκών που με τη σειρά τους επηρεάζουν το αξιακό σύστημα κάθε κοινωνίας ανάλογα με τις εθνικές δυνατότητες κατανάλωσης. Το πρότυπο αυτό βασίζεται αποκλειστικά και μόνον στην εξατομικευμένη κατανάλωση, στην προβολή της μοναδικότητας της προσωπικότητας, ενώ παράλληλα καταδικάζει κάθε συλλογική δραστηριότητα ή οργανώσεις που υπερασπίζονται κοινωνικά–πολιτικά αιτήματα.
Κοντολογίς, κυριαρχεί η σύγχρονη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία που εξυψώνει το άτομο και καταβαραθρώνει τη συλλογική δράση, εξυμνεί την ατομική «επιτυχία» και επιβραβεύει την εξόντωση του «ανταγωνιστή». Έτσι η κοινωνική συνοχή μετατρέπεται από μέσο κοινωνικής συνύπαρξης και συνεκτικότητας σε εργαλείο πραγμάτωσης συστημικών λειτουργιών και συμφερόντων σε διαιρεμένες κοινωνίες.
Η δικαιοσύνη υπολειτουργεί, ενώ πλήθος παραβατικών δραστηριοτήτων ή/και συμπεριφορών παραμένουν ατιμώρητες ή λιμνάζουν οι διαδικασίες απόδοσης δικαιοσύνης. Τα πολιτικά κόμματα εξακολουθούν να πορεύονται με γνώμονα την ακραία πολιτική πόλωση, τις πελατειακές σχέσεις και χρησιμοποιούν κάθε πρόσφορο επικοινωνιακό μέσο για να διχάζουν τους πολίτες και για να συγκροτούν «στρατούς» οπαδών και ψηφοφόρων εθισμένων στον άγριο πολιτικό λόγο και στην ακραία συγκρουσιακή πολιτική πρακτική.
Η αχνή ελπίδα να εκφραστούν οι πολίτες μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης συνθλίβεται καθημερινά σ’ αυτό το πλαίσιο των ατελέσφορων ιδεολογικών συγκρούσεων. Η εδώ και χρόνια αδύναμη κοινωνία πολιτών δυσκολεύεται να ανασυγκροτηθεί και να προβάλλει το αντίπαλον δέος αφενός στον ατομικισμό της πλειονότητας των πολιτών, και αφετέρου, στις πολλαπλές ανάγκες που δημιούργησαν η οικονομική κρίση, οι συνεχείς αφίξεις μεταναστών, οι φυσικές καταστροφές, κ.ά.
Η εξέλιξη των τεχνολογιών της πληροφόρησης και της επικοινωνίας επηρεάζει πολλές από τις υπάρχουσες κοινωνικές αξίες και συνήθειες και επαναπροσδιορίζει τις ατομικές προτεραιότητες. Η δικτύωση και η επικοινωνία των ατόμων καθίστανται πιο εύκολες. Αντ’ αυτού, η διαπροσωπική επαφή γίνεται όλο και πιο δύσκολη, πιο σπάνια.
Οι παλαιές κοινωνικές σχέσεις και οι δεσμοί περνούν σε άλλο επίπεδο και δεν επηρεάζονται πλέον τόσο έντονα από τη χωρική διάσταση, αλλά ούτε και από τη δια ζώσης παρουσία και τον κοινωνικό έλεγχο των παλαιότερων κοινωνιών. Επίσης δημιουργούν το λεγόμενο χάσμα γενεών, εφόσον οι πιο ηλικιωμένοι δεν μπορούν να ακολουθήσουν την ταχύτητα με την οποία βιώνεται ο χρόνος -ιδιαίτερα ο ψηφιακός-, δηλαδή η δυνατότητα να συνάπτονται κοινωνικές επαφές σε πολλούς και διαφορετικούς κοινωνικούς κόσμους ταυτόχρονα, η αποσπασματικότητα και το υψηλό ρίσκο στην επιλογή των συναναστροφών, συνεργασιών και συναλλαγών. Η κοινωνική συνοχή μεταβάλλεται άρδην αφού δεν ισχύουν πλέον οι σταθερές που καθόριζαν τη διαβίωση στο παρελθόν και τις κοινωνικές σχέσεις τουλάχιστον σε τοπικό-εθνικό επίπεδο.
Παγκόσμιας εμβέλειας προβλήματα, όπως η κλιματική αλλαγή, η σταδιακή εξάντληση των φυσικών πόρων, η γήρανση του πληθυσμού, η αύξηση της φτώχειας σε πολλές περιοχές της γης με συνέπεια τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, και τέλος η πανδημία COVID-19 δημιουργούν αισθήματα ανασφάλειας, φόβου, αδυναμίας αντίδρασης και εντέλει άκριτης αποδοχής του πεπρωμένου.
Θα μπορούσαν να γραφούν πολλά ακόμα για τους παράγοντες που έχουν επιδράσει στη συρρίκνωση της κοινωνικής συνοχής στη χώρα μας καθώς και για τα ιδανικά της απόλυτης εξατομίκευσης της καθημερινής ζωής στις σύγχρονες κοινωνίες. Όταν όμως η ατμόσφαιρα «μυρίζει μπαρούτι» επειδή η κατακρήμνιση του βιοτικού επιπέδου, η καταπίεση και εκμετάλλευση της πλειονότητας των πολιτών εγγίζουν επικίνδυνα όρια, τότε ανασύρονται διάφοροι κοινωνιολογικοί όροι με συνήθως δύσκολα προσδιορίσιμο περιεχόμενο για να «ερμηνεύσουν» καταστάσεις και να λειτουργήσουν ως ιδεολογική πανάκεια στα επερχόμενα δεινά.
Ο μόνος δρόμος για την ανάκτηση μιας εκ των ων ουκ άνευ συλλογικότητας και κοινωνικής συνοχής περνάει αναγκαστικά μέσα από την κοινή συνειδητοποίηση των προβλημάτων και συνακόλουθα την κοινή δράση.
Για τη χώρα μας η σελίδα που αφορά την κοινωνική συνοχή τουλάχιστον στο επίπεδο των συλλογικών επιδιώξεων, ηθικών προταγμάτων και αξιακών σχέσεων θα πρέπει να ξαναγραφεί.
Σίγουρα επιβάλλεται να επαναπροσδιοριστεί και η νέα ισορροπία ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις που προκύπτει αναπόφευκτα από τις ταξικές ανισότητες και τις κοινωνικές συγκρούσεις. Το σκληρό μάθημα επιβίωσης που ξεκίνησε εδώ και πάνω από μια δεκαετία με τα μνημόνια και τη λιτότητα καταδεικνύει ότι η πορεία προς την έξοδο από την κρίση δεν προϋποθέτει μόνον οικονομική προσπάθεια, αλλά και επώδυνη αλλαγή προτύπων κοινωνικής συμπεριφοράς, διεκδικήσεων και προτεραιοτήτων και εν τέλει τον επαναπροσδιορισμό και την εδραίωση της κοινωνικής συνοχής.
*Ομότιμη καθηγήτρια Κοινωνιολογίας, Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών