«Πρώτη φορά γίνεται συστηματική αρχαιολογική έρευνα για τον Μεσαίωνα στην Τήνο», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο διευθυντής της Εφορείας Αρχαιοτήτων (ΕΦΑ) Κυκλάδων, Δημήτρης Αθανασούλης, με αφορμή την παρουσίαση των προκαταρκτικών αποτελεσμάτων του ερευνητικού προγράμματος «Βυζαντινή και Λατινοκρατούμενη Τήνος: Παλαιά και νέα αρχαιολογικά δεδομένα» (περίοδος 2019-2023), που έγινε στις 4/3/24 στο Αμφιθέατρο «Λεωνίδας Ζέρβας» του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ). Πρόκειται για ένα πρόγραμμα της ΕΦΑ Κυκλάδων του υπουργείου Πολιτισμού και του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του ΕΙΕ, που φέρνει στο φως νέα στοιχεία για την ιστορία της Τήνου.
Ένα από αυτά είναι η διάρκεια ζωής της Χώρας, το μεσαιωνικό τέλος της οποίας μετατίθεται αρκετούς αιώνες αργότερα από ό,τι έως σήμερα θεωρούνταν. «Με τη μελέτη της κεραμικής και των ευρημάτων από τις παλιές ανασκαφές της Χώρας, διευρύνεται ο ορίζοντας χρήσης του λιμανιού από τα υστερορωμαϊκά χρόνια, δηλαδή από τον 3ο και 4ο αι. μ.Χ., στον 8ο αιώνα. Δηλαδή, φαίνεται ότι το λιμάνι επιβιώνει και τη μεταβατική αυτή περίοδο και αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί μας δείχνει ότι η Τήνος εξακολουθούσε να διαθέτει ένα σημαντικό αγκυροβόλιο μέχρι τον πρώιμο Μεσαίωνα».
Το δεύτερο στοιχείο αφορά το Κάστρο της Αγίας Ελένης, που βρίσκεται στον επιβλητικό οχυρό λόφο του Ξώμπουργου στο κέντρο του νησιού. Σύμφωνα με τις νέες έρευνες επιβεβαιώνεται αυτό που ως τώρα υπήρχε μόνο ως υπόθεση, ότι δηλαδή η ακρόπολη της Αγίας Ελένης είναι το βυζαντινό φρούριο του 7ου αιώνα μ.Χ. «Για πρώτη φορά εντοπίστηκε η βυζαντινή φάση της Αγίας Ελένης, όπου υπάρχει ένας τετράγωνος περίβολος στην ακρόπολη με έναν μεγάλο πεντάπλευρο πύργο. Ουσιαστικά έχουμε το ίδιο μοτίβο με τα υπόλοιπα κάστρα στις Κυκλάδες που έχουμε εντοπίσει με τις πρόσφατες μελέτες μας. Δηλαδή, την εποχή της Αραβοκρατίας γίνεται μια μεγάλη επένδυση από την αυτοκρατορία για να προστατεύσει και να ελέγξει το Αιγαίο κι ένα από αυτά τα κάστρα βρίσκεται στην Τήνο», πληροφορεί το ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δ. Αθανασούλης, ο οποίος στην παρουσίαση των προκαταρκτικών αποτελεσμάτων αναφέρθηκε ιδιαίτερα στις κυκλαδικές οχυρώσεις των μεταβατικών αιώνων (7ος – 9ος αι.), οι οποίες απλώνονται σε όλα τα νησιά -καθένα διαθέτει τουλάχιστον ένα κάστρο- και υπηρετούν έναν σύνθετο σχεδιασμό.
«Αφενός, συγκροτούν ένα δίκτυο οπτικής επικοινωνίας που καλύπτει όλο το κεντρικό Αιγαίο, με τα παραθαλάσσια κάστρα να φυλάσσουν σημαντικά λιμάνια και αγκυροβόλια, ενώ όσα βρίσκονται σε κορυφές να εποπτεύουν τη νήσο, τα επίνεια και τις θαλάσσιες οδούς. Αφετέρου, διαθέτουν χώρους διαμονής φρουράς και φιλοξενίας των νησιωτών εν καιρώ κινδύνου, ενώ λειτουργούν και ως κρατικές αποθήκες για τη διαχείριση της αγροτικής παραγωγής και τη σίτιση του στρατού», επισημαίνει ο Έφορος Αρχαιοτήτων.
Στην Τήνο, σε αυτό το οικοδομικό πρόγραμμα εντάσσεται το κάστρο του Ξώμπουργου. «Σε αντίθεση με τις παραθαλάσσιες οχυρώσεις, όπως της Κύθνου, της Μυκόνου και ιδίως της Πάρου και της Νάξου, το Ξώμπουργο ιδρύεται στην ενδοχώρα. Όπως συμβαίνει και με άλλα μεσόγεια κάστρα, όπως του Απαλίρου στη Νάξο, ο ρόλος του είναι η προστασία της αγροτοκτηνοτροφικής παραγωγής της νήσου και, ταυτόχρονα, η εποπτεία της Τήνου και των θαλασσίων οδών πέριξ αυτής. Η ανάλυση ορατότητας από την ακρόπολη επιβεβαιώνει αυτό τον ρόλο. Από το Ξώμπουργο μπορούσε να έχει κανείς οπτική επαφή με μεγάλο τμήμα του κυκλαδικού αρχιπελάγους. Στη θέση αυτή θα υπήρχε η βυζαντινή φρουρά της νήσου και θα λειτουργούσε ως χώρος αποθήκευσης της παραγωγής και καταφύγιο για τους Τηνιακούς σε ώρα κινδύνου. Μολονότι δεν έχουν ανασκαφεί τα κτήρια που θα υπάρχουν μέσα στα τείχη, η κεραμική από τον χώρο επιβεβαιώνει μία τέτοια χρήση», ανέφερε στην παρουσίασή του ο Δ. Αθανασούλης.
Όσο για τους Ενετούς, μετά την έλευσή τους εξακολουθούν να χρησιμοποιούν το Ξώμπουργκο και στην ακρόπολη της Αγίας Ελένης υπερυψώνουν τις οχυρώσεις των μεταβατικών αιώνων. «Αμελείς τοιχοποιίες με μικρές συνήθως πέτρες διαμορφώνουν τις ενετικές προσθήκες που ξεχωρίζουν έντονα από τη βυζαντινή οχύρωση. Στην περίπτωση του μεγάλου πεντάπλευρου πύργου αλλοιώνεται το γεωμετρικό σχήμα του και η οξύληκτη απόληξη δίνει τη θέση της ψηλότερα σε αποστρογγυλευμένη γωνία. Άλλωστε», όπως σημείωσε ο συνομιλητής του ΑΠΕ-ΜΠΕ στην εκδήλωση, «μπορεί να διακρίνει κανείς περισσότερες της μίας επεμβάσεις, δηλωτικό της διαρκούς χρήσης της ακρόπολης».
Το τρίτο σημαντικό στοιχείο των ερευνών είναι η ανασκαφή στην Αγία Αναστασία στη θέση «Ρέντια», που για πρώτη φορά αποκαλύπτει μια πολύ πρωιμότερη φάση. «Η Αγία Αναστασία είναι ένας δίκλιτος ναός του 16ου αιώνα, κάτω από τον οποίο αποκαλύπτουμε μια παλαιοχριστιανική βασιλική του 5ου αι. μ.Χ. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί πρόκειται για την παλαιότερη εκκλησία που έχει χτιστεί στο νησί και η οποία συνεχίζει να χρησιμοποιείται έως τα τέλη του 7ου αι. Μετά από ένα κενό στη χρήση, η εκκλησία ξαναχρησιμοποιείται και τη μεσοβυζαντινή περίοδο (12ο αι.) και αργότερα, τον 16ο αι., ανακατασκευάζεται σε δίκλιτη», ενημερώνει το ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δ. Αθανασούλης.
Το ερευνητικό πρόγραμμα «Βυζαντινή και Λατινοκρατούμενη Τήνος: Παλαιά και νέα αρχαιολογικά δεδομένα», που διενεργήθηκε από το 2019 έως το 2023, θα συνεχιστεί. Επίκεντρο οι παραπάνω θέσεις, όπως και άλλες στις οποίες έχουν γίνει πρόδρομες εργασίες. Μια από αυτές είναι η Παλιόκκλησα στην περιοχή της Ζωδεμένης, «επίσης μία από τις πιο παλιές εκκλησίες του νησιού, αν και νεότερη από την παλαιοχριστιανική της Αγίας Αναστασίας. Πρόκειται για έναν μεγάλων διαστάσεων ναό, ο οποίος στεγαζόταν με λίθινη επικλινή στέγη, μία ιδιαίτερα σπάνια λύση που απαντά σε ένα μόνο ακόμη μνημείο των Κυκλάδων. Η θέση είναι ενταγμένη για περαιτέρω έρευνα από το πρόγραμμά μας, το οποίο προφανώς δημιουργεί και τις προϋποθέσεις για ανάδειξη, αν και ακόμα είμαστε στη φάση της έρευνας», καταλήγει ο Δ. Αθανασούλης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.