Ένα νέο σενάριο πιθανών πολιτικών εξελίξεων, το αργότερο μέχρι τον Μάϊο του 2017, φαίνεται ότι βρίσκεται πίσω από τον περιβόητο προληπτικό διορθωτικό μηχανισμό –τον εκλαϊκευμένα αποκαλούμενο και δημοσιονομικό «κόφτη»- που συμφώνησε η κυβέρνηση με τους δανειστές και θα φέρει προς ψήφιση στη Βουλή, τις επόμενες ημέρες, μαζί με το πακέτο έμμεσων φόρων και την διευθέτηση των μη εξυπηρετούμενων αλλά και των εξυπηρετούμενων δανείων.
Στο Μέγαρο Μαξίμου επενδύουν πολιτικά στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης –η πρώτη από τον Μάϊο του 2014- και στην θεωρία του «συμπιεσμένου ελατηρίου» και βάζουν προσώρας στην άκρη κάθε πιθανότητα πρόωρων εκλογών. Ακριβέστερα, ο πρωθυπουργός κ. Αλέξης Τσίπρας φαίνεται ότι έχει εξασφαλίσει την πλήρη στήριξη των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ (το ίδιο αφορά και τον πρόεδρο των Αν.Ελ κ. Πάνο Καμμένο για τους δικούς του βουλευτές) εξηγώντας τους πως το κλείσιμο της εκκρεμότητας της αξιολόγησης θα επιφέρει μια μικρή κοσμογονία στην πραγματική οικονομία. Η αποπληρωμή μεγάλου μέρους των οφειλών (ανέρχονται σε κάτι περισσότερο από 6 δις) του Δημοσίου προς ιδιώτες, η απελευθέρωση της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ για τις ελληνικές τράπεζες και η απομάκρυνση κάθε ενδεχόμενου για Grexit, θεωρούνται πολύ σημαντικές εξελίξεις για την κυβέρνηση, ικανές να προκαλέσουν επιπρόσθετο ρυθμό ανάπτυξης έως και 1% και ίσως από 50-80.000 νέες θέσεις εργασίας.
Κάτι τέτοιο, όπως αναφέρουν συνεργάτες του κ. Τσίπρα στην «Ε», θα δώσει σημαντικές πολιτικές ανάσες στην κυβέρνηση και θα της δώσει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει εμφατικά ζητήματα της καθημερινότητας, όπως είναι η κατάσταση στην Παιδεία και την Υγεία.
Το γεγονός, μάλιστα, πως τόσο ο πρωθυπουργός, όσο και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, έκαναν λόγο τις τελευταίες ημέρες για «πόλεμο της καθημερινότητας» δείχνει πως το κέντρο βάρους της πολιτικής αντιπαράθεσης μετακινείται. Στο επιτελείο της Ν.Δ, μάλιστα, παρά το γεγονός ότι μιλούν για «τέταρτο μνημόνιο», γνωρίζουν πως το αίτημα για προκήρυξη πρόωρων εκλογών δεν είναι εύκολο, πλέον, να βρει ευήκοα ώτα στην κοινωνία.
Ουσιαστικά, η μάχη της οικονομίας μετατίθεται για την άνοιξη του 2017, όταν από τα στοιχεία που θα δώσει επίσημα τότε στη δημοσιότητα η Eurostat θα κριθεί εάν θα ληφθούν έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα ή όχι.
Ο χρόνος αυτός δεν αφορά μόνο την απόφαση εάν θα πρέπει να ληφθούν πρόσθετα μέτρα ή όχι αλλά και την έναρξη ουσιαστικών συζητήσεων για την απομείωση του χρέους. Τις τελευταίες ημέρες ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε παραπέμπει τις σχετικές αποφάσεις στο 2018, με τη λήξη, δηλαδή, του τρέχοντος προγράμματος. Δεν είναι τυχαίο. Το Βερολίνο επιδιώκει να μεταθέσει τη διευθέτηση του χρέους σε χρόνο μετά τις Γερμανικές εκλογές του 2017, αφού δεν είναι πολιτικά εφικτό να περάσει από τη Γερμανική Βουλή οποιοδήποτε σχέδιο που θα περιλαμβάνει έμμεσα ή άμεσα διαγραφή μέρους του χρέους.
Η πρόταση του επικεφαλής του ESM Κλάους Ρένγκλινγκ, άλλωστε, εκεί ακριβώς αποσκοπεί: σε μια ελάφρυνση χρέους που θα περιοριστεί, όμως, στο πλαίσιο του Μηχανισμού Σταθερότητας, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ, ώστε να μην απαιτηθούν αποφάσεις εθνικών κοινοβουλίων.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αλλά και ορισμένοι στην Ευρώπη εκτιμούν πως ο λογαριασμός των 5,4 δις είναι δύσκολο να βγει, ενώ και η σχετική έκθεση του ESM προβλέπει μικρότερους ρυθμούς ανάπτυξης απ’ αυτούς που αναμένει η Αθήνα. Εάν επιβεβαιωθούν αυτές οι προβλέψεις η κυβέρνηση θα βρεθεί αντιμέτωπη με την ανάγκη αυτόματης ενεργοποίησης του «κόφτη» σε ένα χρόνο από σήμερα.
Ο υπουργός Εργασίας κ. Γιώργος Κατρούγκαλος, μιλώντας στα «Παραπολιτικά 90,1» άφησε να εννοηθεί πως, σε μία τέτοια περίπτωση, η «διόρθωση» δεν θα προέλθει από περικοπές σε μισθούς και συντάξεις αλλά είτε από μειώσεις στους κωδικούς των υπουργείων, είτε από αύξηση των εισφορών και της φορολογίας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το πολιτικό κόστος ενός πρόσθετου πακέτου μέτρων θα είναι εξαιρετικά βαρύ.
Από το Μέγαρο Μαξίμου επισημαίνουν τις αναφορές του πρωθυπουργού ότι «δεν πρόκειται να υπάρξουν μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις», ενώ ο κ. Κατρούγκαλος ήταν ακόμα πιο σαφής όταν έλεγε πως «μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να λάβει τέτοια μέτρα».
Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα πως ο πρωθυπουργός σκοπεύει να αξιοποιήσει εις το έπακρο τον πολιτικό χρόνο και τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος που του δίνει το κλείσιμο της αξιολόγησης και αφήνει τις αποφάσεις ακόμα και για πρόωρες εκλογές για την άνοιξη του 2017.
Εάν, δηλαδή, τα οικονομικά μεγέθη δεν τον ευνοούν σε εκείνη τη στιγμή και πρέπει να λάβει έκτακτα σκληρά μέτρα, τότε ίσως αποφασίσει να προσφύγει στις κάλπες στο πλαίσιο μιας τεχνητής κρίσης με τους δανειστές.
Σε όλα αυτά πρέπει να λάβει κανείς υπόψη του και τις εξελίξεις για την ελάφρυνση του χρέους. Είναι προφανές πως η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα δεν πήρε όσα προσδοκούσε σχετικά με το θέμα αυτό. Βεβαίως, σχεδόν όλοι αποδέχονται τώρα πως το χρέος δεν είναι βιώσιμο και πρέπει να διευθετηθεί, όμως προσώρας ουδείς μιλά για το «κλείδωμα» των χαμηλών επιτοκίων δανεισμού και οι όποιες ουσιαστικές παραμετρικές αλλαγές μετατίθενται κι αυτές για την περίοδο μετά το τέλος του προγράμματος (2018).
Εδώ προκύπτουν συγκεκριμένα ζητήματα. Πρώτον, μένει να δούμε εάν η κυβέρνηση θα κληθεί να υπογράψει, στο πλαίσιο της νέας συμφωνίας, την οριστική παραίτηση της Ελλάδας από το αίτημα περί διαγραφής του χρέους. Δεύτερον, θα ζητηθεί από την κυβέρνηση να μονιμοποιηθεί και για μετά το 2018 η ύπαρξη του προληπτικού διορθωτικού μηχανισμού; Κορυφαίοι υπουργοί λένε τις τελευταίες ημέρες πως ο «κόφτης» θα λειτουργεί μόνο μέχρι το τέλος του προγράμματος. Κάτι τέτοιο ίσως ακυρώσει, όμως, τις προϋποθέσεις για ελάφρυνση του χρέους, κι αυτό διότι, όπως λένε γνωστοί Έλληνες και ξένοι οικονομολόγοι, ο μόνος τρόπος για να συμβεί κάτι τέτοιο είναι να μετατραπεί εκ νέου μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους από δημόσιο που είναι σήμερα (μετά και το PSI του 2012) σε ιδιωτικό.
Για να αγοραστούν, όμως, ελληνικά ομόλογα από ιδιώτες πρέπει οι αγορές να είναι βέβαιες πως η ελληνική οικονομία δεν θα ξανακυλήσει σε ελλείμματα ( το παράδειγμα της Πορτογαλίας που ενώ βγήκε από το μνημόνιο αναγκάζεται τώρα να λάβει έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα εξαιτίας του εκτροχιασμού της οικονομίας της είναι ενδεικτικό). Κι αυτό, λένε οι ειδικοί, μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με τη μονιμοποίηση του προληπτικού διορθωτικού μηχανισμού.
Δημοσιεύτηκε στην Επένδυση