Τον Σεπτέμβριο του 2017 –σε δέκα πέντε μήνες από σήμερα- που θα διεξάγονται οι γερμανικές εκλογές, ο Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε θα διανύει το 75ο έτος της ηλικίας του. Ολοένα και περισσότερο, το τελευταίο διάστημα, δημοσιογράφοι του θέτουν την ερώτηση εάν θα είναι εκ νέου υποψήφιος και ποιες είναι οι πολιτικές του φιλοδοξίες. Προσώρας, αφενός παραπέμπει στον Κόνραντ Αντενάουερ που έγινε Καγκελάριος στα 73 του, αφετέρου επιμένει πως το 2018, εάν και εφόσον συμφωνηθεί τότε η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, δεν θα είναι εκείνος υπουργός των Οικονομικών. Αυτά ερμηνεύονται από πολλούς με δύο διαφορετικούς τρόπους : ή ότι ο κ. Σόϊμπλε θα κλείσει τον πολιτικό του κύκλο και θα αποσυρθεί, ή πως δεν αποκλείεται να διεκδικήσει ακόμα και την Καγκελαρία, εφόσον βεβαίως το CDU κερδίσει τις εκλογές και σχηματίσει κυβέρνηση.
Η αλήθεια είναι πως ο αποκαλούμενος και «Λύκος του Βερολίνου» (εκ του πρώτου συνθετικού του ονόματός του- Wolf) θα μπορούσε να είχε γίνει Καγκελάριος εδώ και πολλά χρόνια. Ήταν ο «αγαπημένος δεύτερος» του Χέλμουτ Κολ, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η Άνγκελα Μέρκελ είχε «προδώσει» τον μέντορά της (με μια επιστολή- καταπέλτη στον γερμανικό Τύπο), διαφοροποιούμενη δυναμικά στην υπόθεση του σκανδάλου χρηματισμού του πανίσχυρου τότε ηγέτη των Χριστιανοδημοκρατών.
Ο Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε ήταν εκείνος που είχε παραλάβει, σε ξενοδοχείο της Ζυρίχης, βαλίτσα με «μαύρο» πολιτικό χρήμα για να τα μεταφέρει στο κρυφό δεύτερο λογιστήριο του CDU και είχε κινηθεί σε βάρος του τότε δικαστική και κοινοβουλευτική διαδικασία. Η εμπλοκή του στο σκάνδαλο και η αναπηρία του –μετά τη δολοφονική απόπειρα σε βάρος του- του στέρησαν την ανέλιξή του στο ύπατο πολιτικό αξίωμα της Γερμανίας. Αυτή υπήρξε πάντοτε μια σκιά στις σχέσεις του Σόϊμπλε με τη Μέρκελ. Ο πιστός (στον Κολ) Βόλφγκανγκ παρέμεινε πίσω από την άπιστη Ανγκελα.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών συνέδεσε τα τελευταία χρόνια το όνομά του με τις σκληρότερες –σχεδόν εμμονικές- πολιτικές λιτότητας που επιβλήθηκαν στην Ευρωζώνη. Έδρασε ανασχετικά στις πολιτικές υπέρ της ανάπτυξης που υπάκουαν στο γνωστό ρουσβελτικό (μετά τη Μεγάλη Ύφεση) μοντέλο που μετ’ επιτάσεως εισηγείται η Ουάσιγκτον βλέποντας πως η αστάθεια στην Ευρωζώνη προκαλεί domino effect στην παγκόσμια οικονομία.
Στο τελευταίο Eurogroup ο Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε κέρδισε άλλη μια μάχη, αυτή τη φορά έναντι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Η υπόθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους παραπέμφθηκε στις καλένδες του 2018, ήτοι μετά τις γερμανικές εκλογές, και ο Σόϊμπλε δεν κρύβει την ελπίδα να μην ταυτίσει ποτέ το όνομά του με μία κυβίστηση απ΄ όσα λέει εδώ και χρόνια.
Ο άνθρωπος που κατηγορούσε την Αθήνα για εμπλοκή του ελληνικού προγράμματος στον «πολιτικού – εκλογικού κύκλου» υποθηκεύει την ευρωπαϊκή προοπτική στον εκλογικό κύκλο της Γερμανίας.
Όμως, ο Σόϊμπλε κινδυνεύει να εγγραφεί στην ιστορία ως ο πολιτικός που θα συνδεθεί με την οριστική και ίσως αμετάκλητη παρακμή της Ευρώπης. Η εκρηκτική άνοδος της ακροδεξιάς –ακόμα και στη Γερμανία με το AfD να εγγράφει δημοσκοπικά πολύ υψηλά ποσοστά-, η αποτυχία του μοντέλου της λιτότητας στην Ελλάδα, την Πορτογαλία (που παρότι βγήκε από το μνημόνιο καλείται να εφαρμόσει νέα αυστηρά δημοσιονομικά μέτρα), την Ισπανία, την Ιταλία, ακόμα και στη Γαλλία των κοινωνικών εκρήξεων, η διάλυση της ευρωπαϊκής συνοχής που διαπιστώθηκε και στο προσφυγικό είναι συμπτώματα της προτεσταντικής προσομοίωσης του πειράματος Σόϊμπλε σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Μια πολιτική απουσία Σόϊμπλε δεν σημαίνει αυτομάτως την άρση αυτού του μοντέλου πολιτικής σκέψης. Η Γερμανία είναι μεγάλη δύναμη και θα παραμείνει. Ίσως, όμως, με αυτό τον τρόπο ξαναβρεί ένα κομμάτι της ψυχής της, το οποίο ο «Λύκος του Βερολίνου» το έχει προ πολλού πουλήσει στον Διάβολο…