Έμφαση στη ρύθμιση του χρέους και τα χαμηλά πλεονάσματα δίνει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους, στην έκθεσή για τον προϋπολογισμό του 2017.
«Τους επόμενους μήνες θα αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία η αναθεώρηση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα προς τα κάτω και η οριστική “διευθέτηση” του χρέους. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση μάλλον συμφωνούν στον στόχο αυτό και έχουν ως σύμμαχο το ΔΝΤ» υπογραμμίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού.
«Ο προϋπολογισμός 2017, όπως αποτυπώνεται στην Εισηγητική Έκθεση, έχει βραχυπρόθεσμα υφεσιακές τάσεις, μολονότι η υφεσιακή επίπτωση μπορεί να εξουδετερωθεί με την αλλαγή του οικονομικού κλίματος λόγω ολοκλήρωσης των αξιολογήσεων» επισημαίνεται από το Γραφείο Προϋπολογισμού.
Παράλληλα σημειώνονται και οι προϋποθέσεις για την «επιστροφή μεσοπρόθεσμα στον ενάρετο κύκλο της ανάπτυξης». Οι σπουδαιότερες είναι: «η συνεπής εφαρμογή του νέου προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας, σε συνδυασμό με τη σταδιακή χαλάρωση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και την πρόοδο στους τομείς της διευθέτησης μη εξυπηρετούμενων δανείων και δομικών αλλαγών, αναμένεται να οδηγήσει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία».
Το Γραφείο Προϋπολογισμού εκτιμά ότι ο προϋπολογισμός του 2017 έχει «βραχυπρόθεσμα υφεσιακές τάσεις», αλλά «η υφεσιακή επίπτωση μπορεί να εξουδετερωθεί με την αλλαγή του οικονομικού κλίματος λόγω ολοκλήρωσης των αξιολογήσεων». Σε κάθε περίπτωση ο προϋπολογισμός «υπηρετεί ρητά την «επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, που αποτελούν διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας», γεγονός που «επιβεβαιώνει τη βούληση της κυβέρνησης να εφαρμόσει το πρόγραμμα προσαρμογής».
Αναλυτικά, τα κυριότερα σημεία της έκθεσης, έχουν ως εξής:
* Κρίσιμες προβλέψεις, όπως για παράδειγμα ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ, εξαρτώνται από αρκετούς όρους έτσι ώστε η πραγματοποίησή τους να είναι επερωτήσιμη. Ο Προϋπολογισμός 2017, όπως αποτυπώνεται στην Εισηγητική Έκθεση, έχει βραχυπρόθεσμα υφεσιακές τάσεις μολονότι η υφεσιακή επίπτωση μπορεί να εξουδετερωθεί με την αλλαγή του οικονομικού κλίματος λόγω ολοκλήρωσης των αξιολογήσεων
* Η Εισηγητική Έκθεση αφορά στο 2017 και έχει ως εκ τούτου βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα. Δεν εντάσσεται σε μια μεσο ή μακροπρόθεσμη προοπτική αφού η κυβέρνηση δεν έχει ακόμα καταρτίσει το «Μεσοπρόθεσμο», του οποίου η μη-κατάρτιση καθιστά δύσκολη την εκτίμηση για την προοπτική που υπηρετεί ο προϋπολογισμός.
* Ο Προϋπολογισμός του 2017, όπως αποτυπώνεται στην Εισηγητική Έκθεση, έχει βραχυπρόθεσμα υφεσιακή επίπτωση σύμφωνα πάντοτε με τη συμβατική ανάλυση: Μειώνει τις δαπάνες και επιζητεί να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα. Μειώσεις δαπανών και αυξήσεις φόρων αναπόφευκτα λειτουργούν υφεσιακά
* Ο Προϋπολογισμός του 2017, όπως αποτυπώνεται στην Εισηγητική Έκθεση, χαρακτηρίζεται από φοροκεντρική λιτότητα που προβλέπεται να δημιουργήσει ένα πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ σύμφωνα με τη μεθοδολογία Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης. Συγκεκριμένα, προβλέπεται για το 2017 οριακή μείωση δαπανών κατά € 153,4 εκατ. και εκτεταμένη αύξηση εσόδων κατά € 2,447 δισ.
* Το σημαντικότερο είναι ότι οι αυξήσεις φόρων αποθαρρύνουν την εργασία και την επιχειρηματικότητα (από την πλευρά της προσφοράς) και επομένως θολώνουν τις προοπτικές ανάκαμψης. Όμως, «αντισταθμιστικές ενέργειες», κυρίως της κυβέρνησης, είναι δυνατόν να περιορίσουν σημαντικά τις υφεσιακές επιπτώσεις της φοροκεντρικής πολιτικής προσαρμογής. Οι «ενέργειες» αυτές, σε συνδυασμό μάλιστα με ένα φιλικό προς την ανάπτυξη (και κοινωνικά δίκαιο) σχέδιο περικοπής πρωτογενών δαπανών, μπορεί να οδηγήσουν σε «επεκτατική δημοσιονομική προσαρμογή» (expansionary fiscal consolidation). Αντισταθμιστικό αποτέλεσμα θα έχουν και οι προβλέψεις για πληρωμές ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων.
* Οι ανωτέρω προβλέψεις πάντως για την ιδιωτική κατανάλωση, τις επενδύσεις και τις εξαγωγές μπορούν να χαρακτηριστούν αισιόδοξες. Η προσέγγισή τους θα γίνει υπό προϋποθέσεις. Επίσης, όπως επισημαίνει η ίδια η Εισηγητική Έκθεση, υπάρχουν κίνδυνοι – εσωτερικοί και εξωτερικοίπου απειλούν την πραγματοποίησή τους.
* Με δεδομένη την εφαρμογή επιπλέον μέτρων από 1/1/2017, (αυξήσεις σε έμμεσους όρους, περιορισμός των δικαιούχων του ΕΚΑΣ, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών κ.α.) η προβλεπόμενη αύξηση της Ιδιωτικής Κατανάλωσης κατά 1,8% κρίνεται επίσης αισιόδοξη. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την προβλεπόμενη μείωση της ανεργίας και την σημαντική θετική αντιστροφή του δείκτη Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης υπάρχουν οι βάσεις πραγματοποίησης αυτής της εκτίμησης.
* H προβλεπόμενη αύξηση των Επενδύσεων κατά 9,1% μπορεί να θεωρηθεί εφικτή λόγω της χαμηλής βάσης του 2016 και εφόσον γίνει ορθή χρήση των ευρωπαϊκών «εργαλείων» (ΕΣΠΑ, Πακέτο «Γιούνκερ» κ.α.), ολοκληρωθούν σημαντικές αποκρατικοποιήσεις στις υποδομές που συνδέονται με νέες επενδύσεις, αποδώσει ο νέος Αναπτυξιακός Νόμος κ.ά. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να καταβληθούν σημαντικές περαιτέρω προσπάθειες για τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος -πραγματικάφιλικού για τις επιχειρήσεις, με παρεμβάσεις για μείωση της γραφειοκρατίας (π.χ. νέο πλαίσιο αδειοδότησης), την εξασφάλιση συνέχειας στις εφαρμοζόμενες πολιτικές, τη δυνατότητα χρηματοδότησης, καθώς τα τελευταία στοιχεία για τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά
* Τέλος, ο εξαγωγικός τομέας της ελληνικής οικονομίας κρίνεται αναγκαίο να στηριχθεί, κυρίως μέσω μέτρων για τη χαλάρωση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και τις επιστροφές φόρων
* Συγκεκριμένα, μόνο το Μεξικό φαίνεται να έχει καταφέρει να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα μεγαλύτερο του 3,5% του ΑΕΠ για -τουλάχιστον μια δεκαετία (1983 – 1992), ενώ μεγαλύτερο του 3% κατέστη εφικτό στο Βέλγιο (1994 – 2004) και στη Φινλανδία 1975 – 1990). Επίσης, από τις διεθνείς συγκρίσεις προκύπτει ότι οι μεγάλης έκτασης δημοσιονομικές προσαρμογές ανατρέπονται εύκολα και γρήγορα. Τότε, τα πρωτογενή πλεονάσματα μετατρέπονται σε πρωτογενή ελλείμματα, ειδικά αν το πρωτογενές πλεόνασμα υπερβαίνει το 3,5% του ΑΕΠ.
* Ωστόσο, το 2016 η αναλογία των νέων παρεμβάσεων στα έσοδα σε σχέση με αυτών στις δαπάνες ήταν 0,75, ενώ το 2017 η αναλογία αυτή αυξήθηκε στο 15,9. Σωρευτικά στη διετία 2016-2017 ο λόγος εσόδων προς δαπάνες διαμορφώνεται στο 3,17.
* Η υπερφορολόγηση θα εξακολουθεί να λειτουργεί ιδιαιτέρως στρεβλωτικά στο οικονομικό περιβάλλον αποτελώντας εμπόδιο στην επίτευξη θετικών ρυθμών ανάπτυξης και τελικά έχει την τάση να προκαλεί μείωση των εσόδων από άμεσους και έμμεσους φόρους τόσο σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη όσο και με τους στόχους που έχουν τεθεί στα πλαίσια των συγκεκριμένων παρεμβάσεων. Η απόλυτη πολιτική και οικονομική προτεραιότητα θα πρέπει αδιαμφισβήτητα να δοθεί στη κατεύθυνση της βελτίωσης του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και της αντιμετώπισης της παραοικονομίας στο πλαίσιο του ισχύοντος φορολογικού καθεστώτος.
* Λόγω της συνέχισης της δημοσιονομικής προσαρμογής, αλλά και του εν γένει στενού δημοσιονομικού πλαισίου που διαμορφώνεται από το 3ο Πρόγραμμα της Ελλάδας, οι δαπάνες του Προϋπολογισμού δεν είναι εφικτό να αυξηθούν, προκειμένου να υπάρξει ουσιαστικότερη στήριξη των πιο αδύναμων κοινωνικών ομάδων. Ως εκ τούτου, η μόνη δυνατότητα της κυβέρνησης στην παρούσα φάση, που δε θα διατάρασσε τη δημοσιονομική ισορροπία, είναι η ανακατανομή δαπανών.
* Η αναμενόμενη ανάκαμψη κινδυνεύει να αναβληθεί αν δεν εφαρμοσθούν οι μεταρρυθμίσεις του Μνημονίου και αν δεν γίνουν ικανές επενδύσεις τόσο του κράτους (μέσω κοινοτικών προγραμμάτων και χρηματοδοτήσεων) όσο και του ιδιωτικού τομέα.
* Το επαναλαμβανόμενο έργο παρατεταμένης διαπραγμάτευσης και συμφωνίας την τελευταία στιγμή, οφείλεται μεν σε πραγματικές διαφορές απόψεων και φιλοσοφίας με τους εταίρους, αλλά απειλεί κάθε φορά να εξουδετερώσει τις θετικές επιπτώσεις της συμφωνίας που επιτυγχάνεται τελικά.