Διατεθειμένη να βρεθεί το σημείο εκείνο συμβιβασμού που θα αφήνει όλους εν μέρει ικανοποιημένους (με εκατέρωθεν δηλαδή, υποχωρήσεις) είναι η ελληνική κυβέρνηση, και μάλιστα επιδιώκει την επίτευξη της συμφωνίας το συντομότερο δυνατόν. Υπό έναν όρο, όμως, που η κυβέρνηση δεν συζητά καν: Ό,τι η συμφωνία δεν θα περιλαμβάνει την εκ των προτέρων νομοθέτηση μέτρων που ζητά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Η θέση αυτή μεταφέρθηκε από τον πρωθυπουργό στην Άγκελα Μέρκελ -προκειμένου για να συζητήσει εκείνη με τη σειρά της με τον Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε- αλλά και στον Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ με τον οποίο ο Αλέξης Τσίπρας είχε τηλεφωνική επικοινωνία. Την ίδια θέση έχει “επικοινωνήσει” ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και στους ομολόγους του, ενώ ειδική συζήτηση έχει γίνει με τον Μισέλ Σαπέν και τον Γερούν ΝτάΪσελμπλουμ.
Ήταν, ίσως, η πιο εμφατική φράση από όσα έλεγε κυβερνητικός αξιωματούχος στους δημοσιογράφους, από το Βερολίνο (σήμερα το μεσημέρι ολοκληρώνεται η διήμερη παρουσία, εδώ, του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, με ομιλία στο Συνέδριο του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς). Όπως έλεγε ο εν λόγω αξιωματούχος, τα μέτρα που αξιώνει το Ταμείο είναι «πολιτικά αδιανόητα, κοινωνικά καταστροφικά και οικονομικά παράλογα». Για να προσθέσει η ίδια πηγή, «από εκεί και πέρα συζητάμε το συμβιβασμό». Συνεπώς, θα πρέπει να γίνει κατανοητό από όλες τις πλευρές ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν πρόκειται να υποχωρήσει στο θέμα αυτό, όσες πιέσεις και αν της ασκηθούν.
Η επισήμανση του κυβερνητικού αξιωματούχου που συνόδευε τον πρωθυπουργό στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο οδηγεί εκ των πραγμάτων στο συμπέρασμα πως η κυβέρνηση επιμένει στη δέσμευση του “κόφτη”: να μην περιγράψει, δηλαδή, εκ των προτέρων μέτρα που ίσως απαιτηθούν -ίσως και όχι- μετά το 2018, αλλά να συμφωνηθεί από τώρα η χρονική επέκταση του δημοσιονομικού “κόφτη”, οπότε εφόσον δεν επιτευχθούν τα πλεονάσματα να ληφθούν τότε έκτακτα μέτρα.
Καθώς δε, πολλές φορές στο παρελθόν ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, έχει εξάρει την υπευθυνότητα που έχει επιδείξει η καγκελάριος Μέρκελ σε ευρωπαϊκά ζητήματα (το προσφυγικό επί παραδείγματι), η ελληνική κυβέρνηση έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι και τη φορά αυτή, το Βερολίνο θα αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και δεν θα επιτρέψει το μπλοκάρισμα της διαδικασίας όσον αφορά στην αξιολόγηση.
Με την Ευρώπη να διανύει μια γενικότερη φάση αποσταθεροποίησης (προσφυγικό, θέματα ασφάλειας, οικονομικά ζητήματα) σε μια εκλογική μάλιστα, χρονιά (το 2017) για τις σημαντικότερες χώρες της ηπείρου μας, το εύλογο είναι ότι η γερμανική κυβέρνηση δεν θα επιθυμεί την αναζωπύρωση της ελληνικής κρίσης, κατά τρόπο τεχνητό μάλιστα, εκτιμούν πηγές της ελληνικής κυβέρνησης.