Μπορεί η (παγκόσμια) δραστηριότητα να επιστρέφει στην κανονικότητά της μετά τις εορτές, ωστόσο στο μέτωπο της αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος από τους Θεσμούς δεν παρουσιάζεται ιδιαίτερη κινητικότητα παρά τις επαφές στο παρασκήνιο.
Όλα τώρα προσανατολίζονται στη σύσκεψη του Euro Working Group (12.01), ημέρα που θα πραγματοποιείται και η πολυμερής για το Κυπριακό στη Γενεύη, και το Eurogroup (26.01), οπότε και ελπίζει η κυβέρνηση να έχει αποσαφηνιστεί το πλαίσιο για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, παρά το γεγονός ότι εξετάζονται ακόμα και τα “κακά σενάρια”.
Όπως σημειώνει και το cnn.gr, στις 9 Φεβρουαρίου συνεδριάζει το ΔΣ του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον, με κύριο αντικείμενο την παραμονή του ή όχι στο ελληνικό πρόγραμμα.
Ήδη η Ντέλια Βελκουλέσκου έχει έτοιμη την έκθεσή της για την ελληνική οικονομία, που ουσιαστικά υποστηρίζει την ανάγκη για περικοπές στις συντάξεις και περιορισμό του αφορολόγητου στα 5.000 ευρώ.
Ακόμα, η έκθεση, θα «φωτογραφίζει» την ανάλυση βιωσιμότητας του ΔΝΤ για το ελληνικό χρέος (DSE) που εξαρτάται από τα βραχυπρόθεσμα που ανακοινώθηκαν καθώς και από τα επικείμενα μεσοπρόθεσμα μέτρα, αλλά και τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το τέλος του προγράμματος (Αύγουστος 2018).
Ένα ερώτημα που συζητείται έντονα, πλέον, μεταξύ των αξιωματούχων των Θεσμών είναι η εξαιρετικά ρευστή κατάσταση που επικρατεί σχετικά με τις πραγματικές προθέσεις του ΔΝΤ. Η “απουσία” της Κριστίν Λαγκάρντ (φωτό επάνω από εξώφυλο του Time, όταν πολλοί αναρωτιόνταν εάν η Λαγκάρντ μπορεί να σώσει την Ευρώπη), μετά την πρόσφατη καταδίκη της (άνευ ποινής) στη Γαλλία, είναι εμφανής και αφήνει περιθώριο κινήσεων στους πιο σκληρούς του Ταμείου και κυρίως στον Πολ Τόμσεν. Θα παρέμβει, όμως, τελικά η Λαγκάρντ; Ή θα αναμένει να αποσαφηνιστούν οι προθέσεις του μεγαλύτερου μετόχου του ΔΝΤ, των ΗΠΑ, μετά την ανάληψη των καθηκόντων από τον Ντόναλντ Τραμπ; Ο νέος αμερικανός πρόεδρος, όμως, είναι ένας απρόβλεπτος “παίκτης” και ουδείς μπορεί να είναι βέβαιος πότε θα ξεκαθαρίσει τη θέση του στο ελληνικό ζήτημα, όσον αφορά τη συμμετοχή του Ταμείου. Έτσι, η Λαγκάρντ γίνεται ένα κρίσιμο πρόσωπο για την πορεία της αξιολόγησης και όλοι ελπίζουν να μην είναι και μοιραίο.
Τα μηνύματα, πάντως, από το ΔΝΤ δεν είναι και τόσο ενθαρρυντικά, καθώς προειδοποιεί πως εάν δεν υιοθετηθούν οι θέσεις του για την Ελλάδα θα υπάρξει αδιέξοδο μετά το 2018 με λιτότητα έως 2024. Πρόβλεψη σίγουρα αντιφατική με την απαίτηση Σόιμπλε για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% για δέκα χρόνια, μέχρι το 2029, δηλαδή,με την οποία όμως εσχάτως συμπλέει το Ταμείο. Το ΔΝΤ, λοιπόν, επιμένει ότι πρέπει να υπάρξουν δημοσιονομικά μέτρα, ύψους 4,2 δισ. ευρώ έως 4,5 δισ. ευρώ, προκειμένου να υπάρχουν πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% για μετά το 2018. Διαφορετικά, σημειώνει ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί ακόμη έξι χρόνια σκληρής λιτότητας.
Καμιά κυβέρνηση, όμως, δεν μπορεί εύκολα να δεχτεί και άλλα μέτρα.
Πιθανώς είναι πιο εύκολο να δεχθεί δομικές μεταρρυθμίσεις,όπως ο εξορθολογισμός στη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών.
Η οικονομία έχει συρρικνωθεί κατά 25% και δεν αντέχει κανένα περαιτέρω «πρόγραμμα προσαρμογής».
Γι’ αυτό, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κανένας λόγος να επιστρέψουν οι θεσμοί στην Αθήνα για τις γνωστές διαβουλεύσεις, όπως εκτιμούν στο κυβερνητικό επιτελείο. Και το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα επιστρέψουν, εφόσον δεν υπάρξουν δραματικές εξελίξεις.
Οι διαφορές,φαίνεται ότι πλέον, δεν μπορούν να λυθούν σε επίπεδο υπουργών Οικονομικών. Σ’ αυτό το επίπεδο έχουν εξαντληθεί οι συζητήσεις και έχουν σαφέστατα καθοριστεί οι διαχωριστικές γραμμές.
Μόνο με πολιτική συμφωνία σε ορισμένα κρίσιμα και καθοριστικά θέματα την οποία μόνο οι ηγέτες των χωρών που εμπλέκονται μπορούν να πάρουν είναι δυνατόν να αρθεί το αδιέξοδο. Θα πρέπει, όπως ελπίζουν στην κυβέρνηση, να δώσουν, δηλαδή, «καθαρή εντολή» για να κλείσουν τα εργασιακά και το δημοσιονομικό κενό.
Στα επιχειρήματα της κυβέρνησης είναι η κακή οικονομική κατάσταση σε μια σειρά από χώρες της ευρωζώνης: Ιταλία, Πορτογαλία (που βρίσκεται λίγο πριν το τέταρτο μνημόνιο), Γαλλία, Ισπανία.
Αν δε, η Ιταλία, αποχωρήσει από την ευρωζώνη, θα συμπαρασύρει και άλλες χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Πρόεδρου του Ινστιτούτου Ifo (Ifo Institute for Economic Research), Clemens Fuest.
Ταυτόχρονα, το Ifo εκφράζει την ανησυχία του για την αυξανόμενη αποστασιοποίηση χωρών (της Ανατολικής Ευρώπης) από την ΕΕ.
Πηγή: cnn.gr