Αρκετοί ήταν εκείνοι που υποδέχθηκαν θετικά τον προ μηνών ανασχηματισμό της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα. Η αλλαγή του Πάνου Σκουρλέτη στο κρίσιμο υπουργείο Ενέργειας από τον Γιώργο Σταθάκη, η ανάληψη του χαρτοφυλακίου της Ανάπτυξης με τον “αμερικανοτραφή” και άνθρωπο των αγορών Δημήτρη Παπαδημητρίου, η τοποθέτηση στο ίδιο υπουργείο του Στέργιου Πιτσιόρλα κλπ εξελήφθησαν ως “σήματα” για ταχύτερη υλοποίηση των συμφωνηθέντων με τους δανειστές και ως ενίσχυση του μεταρρυθμιστικού προφίλ της κυβέρνησης, με έμφαση στην προσέλκυση επενδύσεων και τις αποκρατικοποιήσεις. Βασικός στόχος αυτής της “task force” του Αλέξη Τσίπρα θεωρήθηκε ότι ήταν η γρήγορη ολοκλήρωση της αξιολόγησης και η υλοποίηση του σχεδιασμού για έξοδο στις αγορές. Από αυτόν τον σχεδιασμό έλλειπε εντελώς οποιαδήποτε πρόθεση για πρόωρες εκλογές αφού κάτι τέτοιο θα ανέτρεπε τη στρατηγική και θα βύθιζε τη χώρα σε εσωστρέφεια αναζωπυρώνοντας τα πιο ακραία σενάρια.
Όμως, η αισιοδοξία που εξέπεμπαν τότε τα κυβερνητικά στελέχη και ο ίδιος ο πρωθυπουργός για κλείσιμο της αξιολόγησης μέχρι το τέλος του 2016 διαψεύστηκε. Από το τέλος Δεκεμβρίου οδεύουμε προς το τέλος Ιανουαρίου ή τον Φεβρουάριο, με ανοικτά, πλέον, όλα τα ενδεχόμενα. Ακόμα και την πιθανότητα να συρθεί η υπόθεση της αξιολόγησης μέχρι και τον Ιούνιο. Οι δηλώσεις του εκπροσώπου του ΔΝΤ Τζέρι Ράϊς ότι μέχρι το τέλος της άνοιξης δεν υπάρχουν σοβαρές χρηματοδοτικές ανάγκες (για την αποπληρωμή οφειλών που λήγουν) και η αναφορά του Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε στην πιθανότητα μη συμμετοχής του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα με αντικατάστασή του από τον ESM ύστερα από αναπροσαρμογή του σχεδιασμού μέσω πολύμηνων διαπραγματεύσεων ήρθαν να ενισχύσουν αυτούς τους φόβους.
Εάν στο πλαίσιο της πρώτης αξιολόγησης ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είχε πει “εάν φθάσουμε στον Μάϊο (του 2016)…καήκαμε”, τι μπορεί να συμβεί, τώρα, εάν χρειαστεί να φθάσουμε στον Μάϊο του 2017 για να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση; Ουδείς μπορεί να το προβλέψει με σαφήνεια, είναι βέβαιο, όμως, πως μια οικονομία και μια κοινωνία σε κατάσταση πλήρους αβεβαιότητας εύκολα μπορεί να πέσει θύμα “αυτοεκπληρούμενων προφητειών” και σεναρίων καταστροφής.
Το χειρότερο, ίσως, είναι πως η ελληνική οικονομία έχει εισέλθει σε έναν επικίνδυνο κύκλο παρόμοιο με εκείνο όταν κυνηγούσε ασθμαίνοντας την επόμενη δόση (χρηματοδότησης). Τώρα δείχνει να κυνηγάει την επόμενη αξιολόγηση. Κι όταν η ολοκλήρωσή της καθυστερεί τόσο, οι θετικές αναζωογονητικές επιδράσεις της στην οικονομία συρρικνώνονται μέσα στην αβεβαιότητα που δημιουργεί η καθυστέρηση. Ιδιαίτερα, όταν τα δεδομένα που επηρεάζουν διαμορφώνονται ενίοτε ερήμην των προθέσεων των κυβερνώντων στην Αθήνα.
Όλα αυτά δημιουργούν ένα ανατροφοδοτούμενο σπιράλ αστάθειας. Η αναμονή σχετικά με το εάν το ΔΝΤ θα συμμετάσχει ή όχι στο πρόγραμμα, οι άγνωστες προθέσεις του Ντόναλντ Τραμπ για την Ευρώπη, ο εκλογικός κύκλος της Γερμανίας και οι πιρουέτες του Σόϊμπλε μεταξύ της ανάγκης να παραμείνει το ΔΝΤ και της νέας θέσης ότι “η Ευρώπη έχει τα εργαλεία να αντιμετωπίσει μόνη της το ελληνικό ζήτημα, δημιουργούν εύλογες απορίες για το πως θα εξελιχθεί η κατάσταση.
Από την άλλη, η χώρα πορεύεται για 8ο χρόνο χωρίς εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο και με μια διοίκηση που σχεδιάζει ή δεσμεύεται για πράγματα που στην πορεία ανακαλύπτει ότι δύσκολα μπορεί να επιτύχει. Το τελευταίο παράδειγμα της αντίδρασης των συστημικών τραπεζών στην ιδιωτικοποίηση του ΑΔΜΗΕ αφού κάτι τέτοιο θα επηρέαζε αρνητικά τα περιουσιακά στοιχεία της ΔΕΗ που λειτουργούν ως εγγυήσεις για τον δανεισμό της -πάνω από 2 δις- στις τράπεζες αυτές, είναι μία μόνο παράμετρος της απουσίας πρόβλεψης και τεκμηριωμένου σχεδιασμού.
Οι εκλογές, προφανώς, δεν αποτελούν λύση. Ακόμα και η συζήτηση για ένα τέτοιο ενδεχόμενο ενισχύει την αστάθεια. Όμως από την άλλη η μεταρρυθμιστική κόπωση της κυβέρνησης είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού.Το ίδιο και η αδυναμία της να υλοποιήσει πολιτικές σε συγκεκριμένα πεδία διακυβέρνησης. Όσο πιο αδύναμοι αισθάνονται στην κυβέρνηση τόσο πιο ευάλωτοι γίνονται σε σχεδιασμούς τρίτων εκτός Ελλάδας. Οι αντοχές ελαττώνονται, οι εναλλακτικές στερεύουν και οι σύμμαχοι μειώνονται.
Με έναν μνημονιακό λογαριασμό που αναμφίβολα “δεν βγαίνει”, οι λύσεις μπορεί, τελικά, να είναι μόνο πολιτικές. Αυτό, όμως, απαιτεί εσωτερική συνεννόηση και από κοινού διεκδίκηση έναντι των δανειστών. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν φαίνεται…