Τις τελευταίες μέρες ο Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε μετακινήθηκε με εξοργιστική “ευελιξία” από τη θέση ότι η Ευρώπη μπορεί να διαχειριστεί την ελληνική υπόθεση και χωρίς το ΔΝΤ (μέσω ESM) στο τελεσίγραφο προς την Αθήνα να υποκύψει σε όλες τις απαιτήσεις του Ταμείου προκειμένου αυτό να παραμείνει στο πρόγραμμα. Ήταν δε τόσο κυνικές και προσβλητικές οι τοποθετήσεις του που ο μεν αντιπρόεδρος των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) αναγκάστηκε να του απαντήσει, ο δε ηγέτης της Γερμανικής Αριστεράς Γκίζι τον χαρακτήρισε “αναιδή”.
Το παιχνίδι του Σόϊμπλε είναι εύκολα ερμηνεύσιμο. Είναι, ουσιαστικά, ένα blame game ενόψει της πολύ πιθανής απόφασης του Ταμείου (6 Φεβρουαρίου) να μείνει εκτός του χρηματοδοτικού σκέλους του ελληνικού προγράμματος και της διαχείρισης που οφείλει να κάνει έναντι του κόμματός του και του κυβερνητικού εταίρου, του GSU, αφού, σε μία τέτοια περίπτωση, θα αποδειχθεί ανακόλουθος (λίγους μήνες πριν τις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου κι ενώ το CDU είναι σε δημοσκοπική πτώση) σε όσα είχε δεσμευτεί παλαιότερα, όταν ζητούσε την έγκριση της Γερμανικής Βουλής στην συμμετοχή στο 3ο μνημόνιο υπό τον όρο της συμμετοχής του ΔΝΤ.
Σ’ αυτό το blame game οι ευθύνες πρέπει -κατά τον Σόϊμπλε- να επιρριφθούν στην Ελλάδα. Τι θα μπορούσε, άλλωστε, να πει; Στην μεν βασική απαίτηση του Ταμείου για μεγάλη απομείωση του ελληνικού χρέους δεν θέλει να υποκύψει, στη δε αλλαγή στρατηγικής της Ουάσιγκτον μετά την ανάληψη των προεδρικών καθηκόντων από τον Ντόναλντ Τραμπ δεν μπορεί να ασκήσει κριτική.
Ο Σόϊμπλε εστιάζει, ως εκ τούτου, την πίεσή του στην Ελλάδα, διεκδικώντας ένα πλαίσιο υποχωρήσεων της Αθήνας (“κόφτης”, δέσμευση για πρόσθετα μέτρα με μείωση αφορολόγητου, περικοπή συντάξεων κ.ά) που να κρατήσουν το ΔΝΤ στο παιχνίδι. Η ανάγκη του να διαχειριστεί τον εκλογικό κύκλο στη Γερμανία τον οδηγεί σε έναν ακόμα εκβιασμό, σε μία ακόμα επίδειξη του γνωστού κυνισμού του που έχει προκαλέσει αναταραχή σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Το ερώτημα, όμως, δεν είναι τόσο τι θα κάνει ο Σόϊμπλε. Το ζητούμενο είναι τι μπορεί και τι πρέπει να κάνει η Αθήνα.
Η κυβέρνηση εμφανίζεται διατεθειμένη να εξαντλήσει τα περιθώρια υποχωρητικότητας υπό τη δαμόκλειο σπάθη να χαθεί η τελευταία ευκαιρία ένταξης στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης του Μάριο Ντράγκι και να εξαντληθεί ο ζωτικός χρόνος, εκεί περί τα τέλη Φεβρουαρίου, όταν η Ολλανδία (μία από τις χώρες από το κοινοβούλια των οποίων πρέπει να περάσει οιαδήποτε αλλαγή στο ελληνικό πρόγραμμα) θα μπει στην τελευταία φάση της προεκλογικής της περιόδου, οπότε θα ανασταλούν οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες.
Όλα αυτά, βεβαίως, αποτελούν ευθύνη της κυβέρνησης, αλλά όχι μόνο. Ο Σόϊμπλε γνωρίζει πως ασκεί πίεση έναντι μιας κυβέρνησης σε δημοσκοπική και πολιτική αποδρομή, με την ελληνική οικονομία να εξαντλεί τα χρονικά περιθώρια πριν περιέλθει σε συγκυρία ασφυξίας ρευστότητας (στις αρχές του καλοκαιριού πρέπει να αποπληρωθούν δανειακές οφειλές άνω των 6 δις) και με μία αντιπολίτευση -κυρίως η αξιωματική- που ζητά καθημερινά εκλογές.
Η στιγμή είναι κρίσιμη. Αφορά, κυρίως, την κυβέρνηση αλλά αφορά, ταυτόχρονα, το σύνολο του πολιτικού συστήματος. Το 98% των μέτρων που συνδέονται με την β΄ αξιολόγηση έχουν υλοποιηθεί ή δρομολογηθεί, όπως διαπιστώνουν οι ίδιοι οι Θεσμοί. Ως εκ τούτου, το δίλημμα δεν αφορά τις καθυστερήσεις ή τις παλινωδίες (που υπήρξαν και υπάρχουν) αλλά μια κατάσταση που υπερβαίνει τη χώρα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δικαίως ασκεί σκληρή κριτική. Όμως, καμία αντιπαράθεση με τον Αλέξη Τσίπρα και καμία επιθυμία του να έλθει γρήγορα στην εξουσία δεν δικαιολογεί τη διακινδύνευση της πορείας της ίδιας της χώρας. Τα ίδια ακριβώς διλήμματα θα είχε, άλλωστε, να αντιμετωπίσει και ο ίδιος εάν διεξάγονταν εκλογές την προσεχή Κυριακή και την επόμενη Δευτέρα σχημάτιζε μια δική του αυτοδύναμη κυβέρνηση. Ούτε το Ταμείο θα του χαριζόταν, ούτε ο Σόϊμπλε θα γινόταν από τίγρης γατάκι…
Γι αυτό και είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαίο να υπάρξει συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων έναντι του πολιτικού και οικονομικού αδιεξόδου που διαμορφώνουν οι απαιτήσεις του ΔΝΤ για πρόσθετα μέτρα 4,5 δις και του εκβιασμού του Σόϊμπλε ενόψει γερμανικών εκλογών. Η στάση του πολιτικού κόσμου πρέπει να είναι ενιαία και κρυστάλλινη. Εάν επέλθει καταστροφή, θα την χρεωθεί, αναμφισβήτητα, πολιτικά η κυβέρνηση, θα κληθεί, όμως, να τη διαχειρισθεί με τους δυσμενέστερους όρους και η επόμενη κυβέρνηση. Μπορεί, ως εκ τούτου, το ζητούμενο να είναι μόνο η διεξαγωγή εκλογών;
Ο πρωθυπουργός οφείλει να αναλάβει τώρα την πρωτοβουλία να συναντηθεί με τους πολιτικούς αρχηγούς, να εξηγήσει τους εκβιασμούς και τα διλήμματα, να περιγράψει τα περιθώρια υποχώρησης και τις διεξόδους και να ζητήσει κοινή στάση. Και οι πολιτικοί αρχηγοί να αξιολογήσουν την ειλικρίνειά του και τη δυσκολία της περίστασης και να ομονοήσουν στη διαμόρφωση εθνικής στάσης.