Η νίκη του “αριστερού” Μπενουά Αμόν έναντι του Μανουέλ Βαλς στα προκριματικά για το χρίσμα στις Γαλλικές προεδρικές εκλογές αποτέλεσε, αναμφίβολα, έκπληξη και μία ακόμα διάψευση των δημοσκοπήσεων που έδιναν την πρωτιά στον πρώην πρωθυπουργό του Φρανσουά Ολάντ.
Αποτελεί, όμως, όπως λένε και αρκετοί αναλυτές, δείγμα μιας “στροφής” του εκλογικού σώματος σε πιο κεντροαριστερές επιλογές, σε αντίβαρο των δύο κεντρικών προσωπικοτήτων αυτής της προεδρικής κούρσας: της ακροδεξιάς Μαρί Λεπέν και του ηγέτη της κεντροδεξιάς Φρανσουά Φιγιόν, ο οποίος κινείται ακραία συντηρητική σε θέματα όπως το προσφυγικό και σκληρά νεοφιλελεύθερα στην οικονομία και τις κοινωνικές πολιτικές.
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν τη Λεπέν να προηγείται με περίπου 26%, τον Φιγιόν να κινείται στο 24% και τον Εμανουέλ Μακρόν, πρώην υπουργό Οικονομίας του Ολάντ που κατέρχεται αυτόνομα με το σύνθημα “ούτε Αριστερά ούτε Δεξιά”, κοντά στο 20%. Τέταρτος έρχεται ο επιεκφαλής της Γαλλικής Αριστεράς Ζαν Λυκ Μελανσόν (έχει τη στήριξη του Κομμουνιστικού Κόμματος) και πέμπτος ο υποψήφιος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, όποιος κι αν είναι τελικά αυτός.
Ορισμένοι προεξοφλούν ότι στο δεύτερο γύρο θα βρεθούν οι Λεπέν και Φιγιόν με τον ηγέτη της κεντροδεξιάς να κερδίζει τις προεδρικές εκλογές. Όμως, τα τελευταία 24ωρα, διαμορφώνεται μία άλλη προσέγγιση από αρκετούς αναλυτές. Λένε πως οι “κοινοί τόποι” Λεπέν και Φιγιόν είναι τόσοι που διαμορφώνουν την ανάγκη για μια εναλλακτική λύση. Αυτή μπορεί τελικά να είναι ο Μακρόν. Ο τελευταίος υπόσχεται μια “γαλλική” προσέγγιση με οικονομική πολιτική υπέρ της ανάπτυξης και όχι προσδεδεμένη στο γερμανικό άρμα, όπως αφήνει να εννοηθεί πως θα κάνει ο Φιγιόν.
Η δημοσκοπική τάση του Μακρόν βαίνει αυξάνουσα και εάν κατορθώσει να περάσει στον δεύτερο γύρο αντί του Φιγιόν τότε είναι εξαιρετικά πιθανό να κερδίσει την κούρσα. Ιδιαίτερα εφόσον οι ψηφοφόροι της Αριστεράς και των Σοσιαλιστών κινηθούν υπέρ του, όπως είναι και το πιθανότερο.
Η νίκη του Μπενουά Αμόν, άλλωστε, αποκαλύπτει μία τάση των Σοσιαλιστών σε πιο κεντροαριστερές επιλογές, κάτι που ίσως ευνοήσει τον μακρόν.
Το αουτσάϊντερ Αμόν
Μπορεί να ξεκίνησε την κούρσα ως αουτσάιντερ, αλλά ο Μπενουά Αμόν, ο ηγέτης της αριστερής πτέρυγας των Γάλλων σοσιαλιστών, που θέλει να θεσπίσει έναν ελάχιστο εγγυημένο μισθό, να νομιμοποιήσει τη χρήση της ινδικής κάναβης και να φορολογήσει τη χρήσει ρομπότ στις βιομηχανίες, έχει βάλει πλώρη για το χρίσμα του κόμματός του για τις προεδρικές εκλογές μετά τη χθεσινή επικράτησή του στον πρώτο γύρο των προκριματικών.
Απέναντί του θα βρει στο β’ γύρο τον πρώην πρωθυπουργό Μανουέλ Βαλς, υπέρμαχο της ελεύθερης αγοράς.
Ο πιο αριστερός απ’ τους συνολικά επτά υποψήφιους των Γάλλων Σοσιαλιστών και θαυμαστής του Μπέρνι Σάντερς έλαβε άνω του 36% των ψήφων, περίπου πέντε ποσοστιαίες μονάδες μονάδες μπροστά απ’ τον Μανουέλ Βαλς, τον ισχυρό άνδρα της δεξιάς πτέρυγας του κόμματος, υπέρμαχο του νόμου και της τάξης και του οικονομικού φιλελευθερισμού.
«Η νίκη μου στέλνει ένα σαφές μήνυμα ελπίδας κι ανανέωσης», είπε ο Αμόν υποστηρίζοντας ότι «μπορεί να ξαναγράψει μια σελίδα της ιστορίας της Αριστεράς και της Γαλλίας» κι ότι σηματοδοτεί το τέλος παλαιών προσεγγίσεων, που δεν εξυπηρετούν πλέον την Αριστερά.
Ο αντίπαλός του έσπευσε να επιτεθεί στον Αμον, χαρακτηρίζοντάς τον ιδεαλιστή, που δεν μπορεί να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές και εμφάνισε εαυτόν ως τη φωνή της σοβαρής Αριστεράς στην κυβέρνηση. «Υπάρχει τώρα μια πολύ ξεκάθαρη επιλογή ανάμεσα στη βέβαιη ήττα και την πιθανή νίκη, ανάμεσα στις ανεδαφικές υποσχέσεις και μια αξιόπιστη αριστερά που αναλαμβάνει ευθύνες», δήλωσε ο Βαλς.
Σύγκρουση ιδεών
Η τελική μάχη μεταξύ των δύο πολιτικών θα είναι μια σκληρή αναμέτρηση μεταξύ δύο παρατάξεων του σοσιαλιστικού κόμματος, που έχει διχαστεί στη διάρκεια της γεμάτης προβλήματα προεδρίας Ολάντ. Ο 49χρονος Αμόν, πρώην υπουργός Παιδείας, αποπέμφθηκε απ’ την κυβέρνηση το 2014 επειδή αντιτάχθηκε στην φιλο-επιχειρηματική οικονομική πολιτική του Ολάντ και του Βαλς.
Η χαμηλή για προκριματικές εκλογές προσέλευση των ψηφοφόρων -κυμάνθηκε γύρω στο 1,5 εκατομμύριο- ήρθε να ενισχύσει τους φόβους ότι το Σοσιαλιστικό Κόμμα -μια απ’ τις κύριες πολιτικές δυνάμεις της Γαλλίας εδώ και δεκαετίες- πασχίζει να παραμείνει στο προσκήνιο λόγω της λαϊκής δυσαρέσκειας, οργής κι απογοήτευσης απ’ την προεδρία Ολάντ. Ο τελευταίος -ο λιγότερο δημοφιλής πρόεδρος μεταπολεμικά με μόλις 4% των ερωτηθέντων στις δημοσκοπήσεις να δηλώνουν ικανοποιημένοι απ’ το έργο του – παραδέχθηκε τον περασμένο μήνα ότι δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει μια νέα θητεία.