Η ελονοσία είναι λοιμώδης νόσος που προκαλείται από το παράσιτο «πλασμώδιο» της ελονοσίας και μεταδίδεται κυρίως από το τσίμπημα μολυσμένου ανωφελούς κουνουπιού. Στην Ελλάδα η νόσος εκριζώθηκε το 1974, μετά από εντατικό και επίπονο πρόγραμμα καταπολέμησης (1946–1960). Έκτοτε, καταγράφονται στην Ελλάδα ετησίως περίπου 30-50 περιπτώσεις που σχετίζονται στην πλειοψηφία τους με ταξίδι ή παραμονή σε ενδημική για την ελονοσία χώρα…
Η ελονοσία ενδημεί σε περισσότερες από 100 χώρες, κυρίως της υποσαχάριας Αφρικής και της Ασίας.
Το καλοκαίρι του 2011, εμφανίστηκε συρροή περιστατικών ελονοσίας σε κατοίκους του Δήμου Ευρώτα Λακωνίας, ενώ σποραδικά περιστατικά χωρίς αναφερόμενο ιστορικό ταξιδιού σε ενδημικές χώρες εμφανίστηκαν σε άλλες 4 γεωγραφικές περιοχές.
Το 2012 διαγνώστηκαν στην Ελλάδα συνολικά 59 κρούσματα ελονοσίας εκ των οποίων τα 48 ήταν εισαγόμενα σε περιοχές της Λακωνίας, της Ξάνθης, το Μαρκόπουλο, τον Μαραθώνα, και τη Βοιωτία, τα οποία και αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς.
Το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων από το Μάρτιο 2011 στην προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η νόσος, χρηματοδοτεί πρόγραμμα χαρτογράφησης κουνουπιών με έμφαση στους χώρους αναπαραγωγής τους. Στα πλαίσια του προγράμματος έχουν τοποθετηθεί πάνω από 250 παγίδες συλλογής κουνουπιών, τα οποία προωθούνται προς εξέταση στο Εργαστήριο Παρασιτολογίας της ΕΣΔΥ. Επιπλέον, προχωρά σε επείγουσες κωνωποκτονίες σε διάφορες περιοχές της χώρας, συμπεριλαμβανομένων αυτών που έχουν δηλώσει κρούσματα ελονοσίας, ενώ βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία με τους επαγγελματίες υγείας και το κοινό σε όλες τις περιοχές στις οποίες έχουν εμφανιστεί κρούσματα ελονοσίας.
Τα συμπτώματα της νόσου, έντονο ρίγος, υψηλός πυρετός, εφύδρωση, γενική αδιαθεσία, πονοκέφαλος και μυϊκοί πόνοι εμφανίζονται από μία έως τρεις εβδομάδες μετά τη μόλυνση και συνήθως παρουσιάζονται υποτροπές, έως και πέντε χρόνια μετά τη νόσο, ωστόσο η νόσος είναι ιάσιμη, καθώς υπάρχουν αποτελεσματικές θεραπείες.