Αποτελεί βαθιά μου πεποίθηση πως στην σύγχρονη πολιτική ιστορία πολλά σφάλματα του πολιτικού συστήματος και πολλές περιπέτειες για τη χώρα θα είχαν αποφευχθεί εάν οι κεντρικοί “παίκτες” της πολιτικής είχαν τη δυνατότητα με καλή διάθεση να συνομιλούν συχνά μεταξύ τους.
Όχι μόνο στη Βουλή. Αυτό έχει δοκιμαστεί αλλά συνήθως κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι (νομίζουν ότι) αξιοποιούν την ευκαιρία αυτή για να υψώνουν τους τόνους, να εκτοξεύουν την πόλωση και να αναλώνονται σε “ευφυολογήματα” και διχαστικές κορώνες.
Χρειάζεται μια άλλου τύπου επικοινωνία. Εκείνη η επικοινωνία που εκτός “κοινής θέας” μπορεί να διευκολύνει τις μικρές συγκλίσεις ή τουλάχιστον την αποφυγή δημιουργίας κλίματος που διχάζει την κοινωνία.
Είναι ελάχιστα και συνήθως εκτός του κρίσιμου χρόνου τα παραδείγματα τέτοιων προσπαθειών.
Ο Κώστας Καραμανλής, για παράδειγμα, κάλεσε στο Μέγαρο Μαξίμου τους πολιτικούς αρχηγούς και κυρίως τον Γιώργο Παπανδρέου την Άνοιξη του 2009 σε μια προσπάθεια εθνικής συνεννόησης. Ως κίνηση ήταν σωστή, έγινε, όμως, καθυστερημένα, όταν αρκετά πράγματα είχαν ήδη προδιαγραφεί για την πορεία της οικονομίας προς την χρεοκοπία- που επήλθε ένα χρόνο αργότερα.
Αλλά ακόμα και τότε, ο Γιώργος Παπανδρέου όχι μόνο δεν συναίνεσε -παρότι είχε ήδη λάβει τα αρνητικά μηνύματα από το εσωτερικό και το εξωτερικό- αλλά ενέτεινε το κλίμα πόλωσης καθώς έβλεπε πως σύντομα θα διεξάγονταν εκλογές τις οποίες και θα κέρδιζε. Όπερ και εγένετο με τα γνωστά αποτελέσματα.
Ο ίδιος ο Παπανδρέου δοκίμασε να καλέσει τον “αντίπαλό” του Αντώνη Σαμαρά σε συνεργασία, το καλοκαίρι του 2011, όταν είχε ήδη ενημερωθεί πως το μνημονιακό πρόγραμμα εκτροχιαζόταν και ήταν θέμα χρόνου να “αποκαθηλωθεί” από την Άγγελα Μέρκελ (κάτι που έγινε λίγους μήνες μετά, τη ντροπιαστική νύχτα της Συνόδου των Καννών). Και κατά τα ειωθότα στο πολιτικό μας σύστημα, και εκείνη η πρόκληση Παπανδρέου σε Σαμαρά κατέληξε στα αζήτητα, καθώς ο αρχηγός της Ν.Δ ανέμενε, απλώς, να έρθει “η δική του ώρα”.
Ακόμα κι όταν υπό τον εκβιασμό των δανειστών τοποθετήθηκε (δοτός) πρωθυπουργός ο Λουκάς Παπαδήμος και επήλθε η αναγκαστική συνύπαρξη ΠΑΣΟΚ- Ν.Δ- ΛΑΟΣ, ο κ. Σαμαράς έθετε αυστηρό χρονοδιάγραμμα προκήρυξης εκλογών.
Ο πρώην πρωθυπουργός, μάλιστα, έφθασε στο σημείο να μην υποδεχθεί τον Αλέξη Τσίπρα στο Μέγαρο Μαξίμου για να του παραδώσει τυπικά τη διακυβέρνηση και να τον ενημερώσει ουσιαστικά για τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει και την κατ΄ αυτόν πραγματική κατάσταση της οικονομίας και της χώρας.
Βεβαίως, και ο ίδιος ο κ. Τσίπρας είχε μείζονα ευθύνη όταν απέρριπτε κάθε προσπάθεια επικοινωνίας από την “άλλη πλευρά”, θεωρώντας τα “αντίπαλα” κόμματα περίπου μιαρά εκ του ότι υπέγραψαν και εφήρμοσαν σκληρά μνημόνια.
Όλα αυτά, όμως, έχουν παρέλθει. Υπό την έννοια, μάλιστα, ότι ουδείς είναι πλέον αναμάρτητος. Παρά, φυσικά, τις διαβαθμίσεις της “αμαρτίας”, αφού, όπως είναι λογικό, δεν μπορεί να κατηγορηθεί το ίδιο κάποιος που χρεοκόπησε την οικονομία με εκείνον που την παρέλαβε χρεοκοπημένη και με εσφαλμένους χειρισμούς επιδείνωσε την κατάσταση.
Σήμερα, όμως, βρισκόμαστε, πάλι, ενώπιον ενός Ρουβίκωνα. Και δεν μιλώ για την αξιολόγηση. Αυτό είναι μικρό μόνο τμήμα της γενικής εικόνας. Μιλώ για το μέλλον της χώρας. Για το πως θα βγει από την κρίση, πως θα επιστρέψει στην κανονικότητα, πως θα διαχειριστεί το μέλλον της σε μια Ευρώπη που αλλάζει ραγδαία και επί τα χείρω, πως θα αντιμετωπίσει τις μείζονες εθνικές προκλήσεις και απειλές, τα βαθιά κοινωνικά χάσματα που αφήνει η κρίση και πολλά άλλα.
Θα πορευτούμε, λοιπόν, με τον ίδιο τρόπο; Με σώου πόλωσης και καταστροφολογία; Με διχαστικές αντιλήψεις;
Καμία προσπάθεια εξόδου από την κρίση δεν μπορεί να καταστεί εφικτή και ακόμα περισσότερο αποτελεσματική εάν δεν συνοδευτεί από μία ουσιαστική ανανέωση των θεσμών και της νοοτροπίας που διέπει το πολιτικό σύστημα. Μια επανάσταση νοοτροπίας και πολιτικού πολιτισμού.
Κανείς δεν δικαιούται για παράδειγμα να κουνά το δάχτυλο στους σημερινούς κυβερνώντες, όταν ο ίδιος και το κόμμα του επί περισσότερο από δύο δεκαετίες συνήργησε στη διαφθορά της πολιτικής, των θεσμών και της κοινωνίας. Κανείς δεν μπορεί να θεωρεί εαυτόν ικανό να δικάσει τους άλλους, όταν συμμετείχε σε διεφθαρμένα συστήματα διακυβέρνησης που χρεοκόπησαν τη χώρα. Και κανείς εκ των κυβερνώντων δεν μπορεί να απορρίπτει άνευ συζητήσεως οποιαδήποτε άλλη άποψη θεωρώντας “μιαρό” τον αντίπαλο στη βάση μιας παρωχημένης, πλέον, αντίληψης μνημόνιο- αντιμνημόνιο ή ακόμα περισσότερο της εμμονής περί “καθαρότητας” της Αριστεράς έναντι του ιδεολογικού αντιπάλου.
Παρατηρούσα, τις προάλλες, τις φωτογραφίες του πρωθυπουργού και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κατά την τελετή παράδοσης του Κέντρου Πολιτισμού “Σταύρος Νιάρχος” στο Δημόσιο. Δύο νέοι άνθρωποι που μπορούν να συνομιλούν και ταυτόχρονα να μάχονται για τις διαφορετικές απόψεις τους.
Και διερωτώμαι, πόσο ευκολότερα θα ήταν ίσως τα -ούτως ή άλλως πολύ δύσκολα- πράγματα εάν ο κ. Τσίπρας (ως πρωθυπουργός πρέπει να έχει την πρωτοβουλία) επιδίωκε ανά τακτά διαστήματα να συνομιλεί εκτός “κοινής θέας” αλλά πάντως θεσμικά με τον κ. Μητσοτάκη; Όχι για να δημιουργήσουν αφορμές για δηλώσεις μετά τη συνάντηση που θα αυξήσουν την ένταση αλλά για τη δημιουργία “κοινών τόπων”. Και, ακόμα, για την εκπομπή μηνυμάτων προς την κοινωνία ότι αφού αυτοί μπορούν να μιλούν, μπορούν και οι πολίτες να συγκλίνουν και να μην διχάζονται…
Αυτή η επαφή γίνεται ακόμα περισσότερο αναγκαία όταν οι εξελίξεις είναι ραγδαίες. Δεν θα έπρεπε, για παράδειγμα, ο πρωθυπουργός να ενημερώνει -στο βαθμό που εκείνος αξιολογεί ότι πρέπει να το κάνει- για το περιεχόμενο συναντήσεων ή επικοινωνίας του με ξένους ηγέτες; Δεν θα έπρεπε ο κ. Μητσοτάκης να ενημερώσει τον κ. Τσίπρα για τις πρόσφατες επαφές του στο Βερολίνο και τι εκείνος αποκόμισε;
Αυτό το τόσο απλό γίνεται εθνικά αναγκαία στις κρίσιμες περιόδους που διανύουμε. Με την Τουρκία να προκαλεί και ένας Θεός ξέρει μέχρι που θα φτάσει, με τον γεωπολιτικό περίγυρο να αλλάζει ραγδαία, με την Ευρώπη σε προϊούσα κατάρρευση και με το μείζον ζητούμενο για ένα νέο παραγωγικό μοντέλο για τη χώρα να αποτελούν τα μεγάλα ανοικτά θέματα.
Η αρχή εύκολα μπορεί να γίνει. Με ένα τηλεφώνημα του πρωθυπουργού στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Μια πρώτη συνάντηση. Και, μετά, καθένας είναι υπεύθυνος για το πως θα αξιοποιήσει θετικά για τη χώρα ή θα εκμεταλλευτεί προς μικροπολιτική κατανάλωση μία τέτοια πρωτοβουλία. Καθένας θα είναι υπεύθυνος για τη στάση του.
Δίχως αυτό να σημαίνει ότι παύει η αντιπαράθεση ή καταργείται η ευθύνη της διακυβέρνησης και η υποχρέωση ελέγχου της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ή μπαίνουν κάτω από το χαλάκι πιθανά σκάνδαλα ή ευθύνες του χθες και του σήμερα…
Εν κατακλείδει, πολιτικοί αντίπαλοι είναι, όχι εχθροί. Εικόνα και εντύπωση που δυστυχώς καλλιεργούν συνεργάτες (τους) και μέσα ενημέρωσης που δρουν ως βασιλικότεροι του Βασιλέως…