Μια εφημερίδα όχι απλώς δικαιούται, υποχρεούται να σχολιάζει κριτικά,και γιατί όχι και με “καχυποψία”, τις εξελίξεις. Μια εφημερίδα της Αριστεράς ακόμα περισσότερο. Διερωτάται, λοιπόν, και δικαίως η “Αυγή”, με αφορμή τα 60χρονα από τη Συνθήκη της Ρώμης και τη νέα Διακήρυξη των “27”: Ευρωπαϊκή Ένωση ή Ρωμαϊκή αρένα;
Ρητορικό το ερώτημα αφού όλοι γνωρίζουμε πως οι λυσσαλέες μάχες εξουσίας και ηγεμονισμού που εδώ και χρόνια -μεσούσης της οικονομικής κρίσης- εξελίσσονται στην Ε.Ε παραπέμπουν αναμφίβολα στο δεύτερο. Εκείνο που δεν επισημαίνεται αρκούντως είναι πως οι αδύναμες και πτωχότερες χώρες είναι αυτές που παίζουν το ρόλο του χριστιανού που ρίχνεται στα λιοντάρια της αρένας ή του εξασθενημένου μονομάχου που καλείται να αντιμετωπίσει τον πανίσχυρο και εκπαιδευμένο “εκλεκτό” του αυτοκράτορα. Κι ο τελευταίος διατηρεί πάντοτε το προνόμιο, εκ του προτεσταντικού θρόνου του να γυρίσει προς τα κάτω τον αντίχειρα για να διατάξει το τον θάνατο, ένα …-exit, μια καθυστέρηση κάποιας αξιολόγησης ή οτιδήποτε άλλο.
Εκείνο, ωστόσο, που δεν επισημαίνεται αλλά δρα υποδορίως είναι η έστω ρητορική ερώτηση διαθέτει απάντηση. Ή εάν υπονομευτικά μπορεί να οδηγεί σε άλλα συμπεράσματα. Εάν, δηλαδή, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ρωμαϊκή αρένα, όπως είναι σήμερα, και το Κολοσσαίο τοποθετείται, όχι στη Ρώμη αλλά στις Βρυξέλλες, και ο αυτοκράτορας δεν είναι Ρωμαίος αλλά Γερμανός, τι κάνει κανείς;
Θα σας πω ποιο είναι το πρώτο πράγμα που ΔΕΝ κάνει. Δεν τρέφει αυταπάτες πως όλα μπορούν να αλλάξουν σε πραγματικό πολιτικό χρόνο. Σε real time, που λένε.
Ο Αλέξης Τσίπρας, για παράδειγμα, αγωνίστηκε να εξασφαλίσει την παραδοχή ότι το ευρωπαϊκό κεκτημένο περί την αγορά εργασίας ισχύει απαρέγκλιτα για όλα τα κράτη-μέλη, άρα και για την Ελλάδα. Και το κατάφερε και δεν το κατάφερε. Η περιγραφή της καλής πρόθεσης υπάρχει, μένει, όμως, να δούμε τι θα ισχύσει, τελικά, όπως επιφυλακτικά το επισήμανε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός.
Πιστεύει, όμως, κανείς πως η ευρωπαϊκή αγορά εργασίας δεν θα απορρυθμιστεί έτι περαιτέρω επειδή οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές διακήρυξαν την ανάγκη επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην Ελλάδα και ξόρκισαν το “κακό” ΔΝΤ; Ή πιστεύει κανείς πως η συγκεκριμένη αναφορά στην Διακήρυξη των “27” θα παρεμποδίσει τον Τόμσεν και τη Βελκουλέσκου από το απαιτούν αύξηση του ορίου απολύσεων, συνδικαλιστικό νόμο και ακόμα πιο ελαστικές μορφές εργασίας;
Η δέσμευση, άλλωστε, του ευρωπαϊκού παράγοντα υπήρχε. Γιουνκέρ, Μοσκοβισί, ακόμα και Ντάϊσελμπλουμ είχαν τοποθετηθεί επί των συλλογικών διαπραγματεύσεων αλλά το ΔΝΤ, είτε στο Χίλτον, είτε στις Βρυξέλλες, συνέχισε να λέει τα δικά του.
Αναφέρω το συγκεκριμένο παράδειγμα διότι παρατηρείται ενίοτε μια προσήλωση στη θεωρητική (απολύτως ορθή) προσέγγιση ενός ζητήματος που αφορά τη διαπραγμάτευση και μας ξεφεύγει το πρακτικό μέρος. Τι θα κάνει η Έφη Αχτσιόγλου, για παράδειγμα, στην επόμενη συνάντηση με τη Βελκουλέσκου; Θα της τρίψει στη μούρη της Διακήρυξη των “27” ή θα τις υπενθυμίσει τις δηλώσεις του Τζεντιλόνι;
Υπάρχουν, πολλές τέτοιες μικρές “μυθολογίες” που είχαν όλα τα προηγούμενα χρόνια οι ελληνικές κυβερνήσεις σχετικά με την πορεία των διαπραγματεύσεων. Στηρίχθηκαν σε συμμαχίες, πίστεψαν στον ρόλο κάποιων προσώπων, επαναπαύτηκαν σε δεσμεύσεις. Σχεδόν τίποτε απ΄ όλα αυτά δεν ίσχυσε. Ενίοτε, η αναμονή ότι οι συσχετισμοί θα βελτιωθούν υπερ ημών λειτούργησε υπονομευτικά και χειροτέρεψε την θέση μας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι εγκαταλείπει κανείς τη μάχη. Ότι σταματά τη διαπραγμάτευση. Το αντίθετο.
Πρέπει, όμως, να γνωρίζει τι μπορεί, πράγματι, να διασωθεί και ποια μάχη δεν έχει νόημα να δωθεί. Καλύτερα να σώσεις κάτι άλλο από το να προσπαθείς επί μακρόν να σώσεις κάτι που δεν σώζεται. Γιατί, εν κατακλείδι, συνήθως αυτό που επιδιώκεις να κατοχυρώσεις ως ευρωπαϊκό κεκτημένο αντιλαμβάνεσαι με καθυστέρηση πως πρόκειται για ευρωπαϊκό (σου) απωθημένο…