Το 2017, όπως έχει χαρακτηρισθεί, αναμένεται να είναι μία καθοριστική χρονιά για τις σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Google, μία από τις μεγαλύτερες αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας. Κυριότερη αιτία αποτελεί η κατοπινή αντιπαράθεση ανάμεσα στην εν λόγω εταιρεία τεχνολογίας και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς η πρώτη βρίσκεται αντιμέτωπη με μία βαρύνουσας σημασίας μομφή αναφορικά με την παραβίαση των κανόνων ελεύθερου ανταγωνισμού, κατηγορούμενη ότι τεχνηέντως προωθεί τα προϊόντα της σε βάρος των ανταγωνιστών της.
Σύμφωνα με πρόσφατη δήλωση του Επιτρόπου Ανταγωνισμού της Ε.Ε., Joaquin Almunia, επαρκείς κρίθηκαν οι νέες προτάσεις της Google που είχαν υποβληθεί προς συμμόρφωση της εταιρείας με τις συστάσεις της Επιτροπής, τονίζοντας ότι επετεύχθη ένα καθοριστικό βήμα ουσιαστικής προόδου. Παρά τις αρνητικές αντιδράσεις τόσο των εναγόντων στις εκκρεμείς -περί αθεμίτου ανταγωνισμού- προσφυγές, όσο και των ενώσεων καταναλωτών, ο Επίτροπος Almunia δήλωσε αισιόδοξος για την επίτευξη τελικής συμφωνίας. Μολαταύτα, η τελική διάσκεψη της Commission επί του θέματος αναμένεται να διεξαχθεί σύντομα, διότι οι προτάσεις του επικοινωνιακού κολοσσού θα πρέπει, εν πρώτοις, να αξιολογηθούν ενδελεχώς.
Η Google αποτελεί μία εταιρεία που, ανά διαστήματα, μονοπωλεί το ενδιαφέρον των αρχών -δικαστικών, φορολογικών, προστασίας προσωπικών δεδομένων και άλλων-, ιδίως στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο λόγος είναι αν μη τι άλλο πασιφανής, καθώς πρόκειται για μια εξαιρετικά κερδοφόρα επιχείρηση εξαιτίας της διαδικασίας πώλησης προσωπικών δεδομένων των χρηστών σε διάφορες άλλες εταιρείες, με σκοπό την εκμετάλλευση των συγκεκριμένων δεδομένων προς προβολή στοχευμένων διαφημίσεων, σχετικών με τα ενδιαφέροντά τους.
Η -αυξανόμενη με τον καιρό- οικονομική ισχύς της έχει δημιουργήσει έντονες ανησυχίες τόσο στις ανταγωνίστριες εταιρείες, όσο και στις αρμόδιες αρχές ελέγχου του απορρήτου και διασφάλισης προσωπικών δεδομένων, ενώ οι ιδιαίτερα καινοτόμες μέθοδοι που δύναται να προσφέρει στο ευρύ κοινό -επί παραδείγματι, το μοντέλο διάθεσης λειτουργικού συστήματος, που κυριαρχεί σήμερα στον κόσμο των φορητών συσκευών-, έχουν προκαλέσει ισχυρές αντιδράσεις τόσο από υποστηρικτές της, όσο και από ανταγωνιστές της.
Πλην, όμως, των προστίμων που κατά καιρούς επιβάλλονται στη Google από εθνικές αρχές, οι δραστηριότητές της έχουν πολλάκις τεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και των Ευρωπαϊκών Αρχών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία της λειτουργίας της αγοράς και του ανταγωνισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση – όπως, για παράδειγμα, η Αρχή Εποπτείας Ε.Ζ.Ε.Σ. (E.F.T.A. Surveillance Authority) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού (European Competition Authority, European Competition’s Network). Ως απότοκος των προαναφερθέντων παρουσιάζεται η επίσημη έρευνα που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διενεργεί αναφορικά με τη Google κατά τα τελευταία τρία χρόνια, με στόχο την απόδειξη της «κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης» στην αγορά του διαδικτύου. Αφού προηγήθηκε μία σειρά άκαρπων προτάσεων και προσπαθειών, φαίνεται πως οι δύο πλευρές κατέληξαν σε έναν πρώτο, αλλά αρκετά σημαντικό συμβιβασμό. Συγκεκριμένα, η Google κατέθεσε τις νέες προτάσεις της, από τις οποίες προκύπτει ότι συμφωνεί να αλλάξει τον τρόπο που εμφανίζονται τα αποτελέσματα στις αναζητήσεις στον Ευρωπαϊκό χώρο, προς όφελος των ανταγωνιστών της.
Ο εν λόγω συμβιβασμός μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μία win-win situation για τη Google, κυρίως γιατί κατάφερε να αποφύγει την επιβολή εις βάρος της βαρύτερων προστίμων, τα οποία θα της επιβάλλονταν μετά από ενδεχόμενη καταδίκη σε -εκκρεμείς σε βάρος της- υποθέσεις αθέμιτου ανταγωνισμού (antitrust cases), και θα ανέρχονταν σε ποσοστό έως και 10% των ετησίων εσόδων της – δηλαδή στο ποσό των 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, κατά προσέγγιση.
Εντούτοις, προκειμένου να αποτελέσει η εν λόγω συμφωνία έναν δίκαιο «συμβιβασμό», η Google δεσμεύθηκε να εμφανίζει αποτελέσματα από τουλάχιστον τρεις ανταγωνιστές της, με τρόπο παρόμοιο με αυτόν που προωθεί και τις δικές της εξειδικευμένες υπηρεσίες, όπως το Google shopping ή τις αναζητήσεις για ξενοδοχεία. Παράλληλα, η Google θα διαχωρίζει πλέον με επαρκή και αναλυτικό τρόπο τα αποτελέσματα που αφορούν τις δικές της υπηρεσίες, έτσι ώστε να διακρίνονται από τα συνολικά αποτελέσματα. Απόρροια αυτού είναι το γεγονός ότι οι ανταγωνιστές της θα πληρώνουν στη Google ένα συγκεκριμένο ποσό κάθε φορά που κάποιος κάνει click σε ορισμένες σελίδες με τα παραπάνω αποτελέσματα, ενώ η όλη διαδικασία θα επιβλέπεται από ανεξάρτητο παρατηρητή, με έξοδα που θα επιβαρύνουν την ίδια τη Google.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, κατά την παρούσα χρονική περίοδο, τα αποτελέσματα των ανταγωνιστών της Google δεν εμφανίζονται καθόλου στις εξειδικευμένες αναζητήσεις. Ως εκ τούτου, οι υπηρεσίες που προωθούνται από την ίδια κατέχουν πρωταρχική θέση στις αναζητήσεις και, κατά συνέπεια, εμφανίζονται στις πρώτες θέσεις των αποτελεσμάτων. Συν τοις άλλοις, η δημοφιλέστερη μηχανή αναζήτησης καταφέρνει να μεγιστοποιήσει τα έσοδά της μέσω μίας πρακτικής που αφορά τις λεγόμενες χορηγίες για τις διαφημίσεις (sponsored ads), οι οποίες επιλέγονται με βάση ειδικό αλγόριθμο της Google. Όπως είναι φυσικό, η εν λόγω μέθοδος κατακρίνεται από μία ισχυρή μερίδα ανταγωνιστών και καταναλωτών ως «κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης» που κατέχει η εταιρεία στην ηλεκτρονική αγορά.
Ωστόσο, η αλλαγή στην παρουσίαση των αποτελεσμάτων δεν είναι η μοναδική παραχώρηση από μεριάς της Google. Σύμφωνα με τη νέα καταρτισθείσα πρόταση, ο αμερικανικός τεχνολογικός όμιλος θα προσφέρει στους παρόχους υλικού (content providers) τη δυνατότητα αποχώρησης (opt-out) από τις εξειδικευμένες υπηρεσίες αναζήτησης, χωρίς να επιβάλλει ποινές που θα επηρεάζουν την κατάταξή τους στα αποτελέσματα των αναζητήσεων. Μάλιστα, η Google δεσμεύτηκε να αποσύρει τις ρήτρες αποκλειστικότητας από τις συμφωνίες της, διευκολύνοντας με αυτόν τον τρόπο τη διαδικασία για όποιον επιθυμεί να μεταφέρει τη διαδικτυακή καμπάνια του σε κάποια ανταγωνιστική -προς τη Google- εταιρεία.
Ο συγκεκριμένος συμβιβασμός έχει εξέχουσα σημασία για την Ευρωπαϊκή ηλεκτρονική αγορά, καθώς αποτελεί ένα αδιάσειστο παράδειγμα επίρρωσης της θεωρίας που υποστηρίζει ότι οι εξωδικαστικοί συμβιβασμοί μπορούν να αποβούν πιο επικερδείς -οικονομικά και χρονικά- από τις δαπανηρές, μακροχρόνιες και συχνά ατελέσφορες δικαστικές διαμάχες.
Επιπλέον, εάν και εφόσον επιτευχθεί τελική συμφωνία μεταξύ της Επιτροπής και της Google, οι ρυθμίσεις για το νέο μοντέλο εμφάνισης των αποτελεσμάτων θα γίνουν δεσμευτικές για τα 28 κράτη-μέλη της Ε.Ε. μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, μέσω οδηγίας που θα εκδοθεί από το Ε.Κ. Γίνεται λόγος, λοιπόν, για μια συμφωνία που αναμένεται να αλλάξει την υπάρχουσα αντίληψη των χρηστών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών μέσω διαδικτύου. Οι εκπρόσωποι της εταιρείας, με έδρα την Καλιφόρνια, διαμηνύουν τη συντέλεση καίριων μεταβολών στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η Google στην Ευρωπαϊκή αγορά, στην οποία -σημειωτέον- κατέχει το 90% των αναζητήσεων στο διαδίκτυο, σε αντίθεση με το 70% που κατέχει αντίστοιχα στις Η.Π.Α.
Βέβαια, και η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου των Η.Π.Α. (F.T.C.) είχε διεξαγάγει παλαιότερα έρευνα για τη Google αναφορικά με αντίστοιχες κατηγορίες, αποφασίζοντας, όμως, εν τέλει να μην προχωρήσει σε λήψη μέτρων εναντίον της. Η κίνηση αυτή ερμηνεύτηκε από πολλούς σαν διαφορετική προσέγγιση των ορίων της οικονομικής ελευθερίας, ενώ από κάποιους πιο διστακτικούς χαρακτηρίστηκε ως αναμενόμενο αποτέλεσμα της αυξανόμενης επιρροής του τεχνολογικού κολοσσού.
Περαιτέρω Συμπεράσματα
Ο συμβιβασμός μεταξύ της Επιτροπής και της Google προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια πολλών εταιρειών και ενώσεων καταναλωτών. Ακριβέστερα, εκπρόσωποι ισχυρών ειδικών ομάδων ενδιαφέροντος (lobbies) του ηλεκτρονικού εμπορίου καταδίκασαν την απόφαση ως εξαιρετικά προσοδοφόρα για τη Google, ενώ ενώσεις καταναλωτών σε Ε.Ε. και Η.Π.Α. εξέφρασαν την πλήρη απογοήτευσή τους για το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων.
Οι μομφές επικεντρώθηκαν στο ότι η συμφωνία διατηρεί τα αθέμιτα πλεονεκτήματα της Google εις βάρος τόσο των ανταγωνιστών της όσο και του καταναλωτικού κοινού, ενώ στο στόχαστρο βρέθηκε, εν τέλει, και ο Επίτροπος Ανταγωνισμού της Ε.Ε., Joaquin Almunia. Ο Ισπανός Επίτροπος, ο οποίος είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην επίτευξη συμφωνίας, κατηγορήθηκε ότι «βιάζεται να προβεί σε ανακοίνωση συμφωνιών, χωρίς να έχει τη γνώμη όλων των μερών». Επιπρόσθετα, η χρονική περίοδος του συμβιβασμού δεν θεωρήθηκε τυχαία, καθώς συνέπεσε με τη λήξη της θητείας του, το φθινόπωρο. Ταυτόχρονα, πληθαίνουν οι απορίες σχετικά με τις υποτιθέμενες μυστικές συναντήσεις του Επιτρόπου Almunia με τον Πρόεδρο της Google, Eric Schmidt, ενώ ζητήματα διαφάνειας και αποδοτικότητας των μέτρων της συμφωνίας έχουν τεθεί και από αρκετούς Ευρωβουλευτές.
Απαντώντας σε όλα τα παραπάνω, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προχώρησε σε επίσημη ανακοίνωση σχετικά με την επιβολή των Ευρωπαϊκών κανονισμών στις εταιρείες διαδικτυακής αναζήτησης, αναφέροντας -μεταξύ άλλων- ότι «η διαδικτυακή αγορά αναζήτησης έχει ιδιαίτερη σημασία για τη διασφάλιση συνθηκών ανταγωνισμού στην ενιαία ψηφιακή αγορά», και εκφράζοντας την ικανοποίησή του για τις δεσμεύσεις της Επιτροπής για περαιτέρω διερεύνηση των πρακτικών των μηχανών αναζήτησης.
Από τα προαναφερθέντα γίνεται αντιληπτό πως, στον κόσμο των επιχειρήσεων, ο ανταγωνισμός στοιχειοθετεί συνήθη πρακτική, με βασική κοινή φιλοδοξία την αύξηση των πιθανών πελατών ή καταναλωτών, χωρίς, ωστόσο, να διεξάγεται πάντα με θεμιτά μέσα. Αυτού του είδους ο ανταγωνισμός έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την αντίθεση των εν λόγω πράξεων στα χρηστά ήθη, στα οποία βασίζεται -ως επί το πλείστον- η υγιής ανάπτυξη των σύγχρονων οικονομιών και κοινωνιών. Παρ’ όλα αυτά, αποτελεί κοινή παραδοχή ότι, εν τέλει, η χρήση του νόμου περί αθέμιτου ανταγωνισμού, ειδικά στο πλαίσιο των τεχνολογικών εταιρειών, συνιστά μάλλον επικουρική λύση, καθώς τέτοιου είδους αξιώσεις ικανοποιούνται μέσω ειδικότερων διαδικασιών – για παράδειγμα με την προστασία εμπορικού-διαδικτυακού σήματος, κ.λ.π.
Πηγή: Powerpolitics