Ο Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε δεν είναι κάποιος τυχαίος πολιτικός. Έχει επιζήσει μιας απόπειρας δολοφονίας, ενός τεραστίων διαστάσεων σκανδάλου διαφθοράς με μεταφορά “μαύρου” χρήματος στα ταμεία του CDU, από την ηγεμονία του Χέλμουτ Κολ και από την απώλεια της ηγεσίας των Χριστιανοδημοκρατών και την Καγκελαρία. Όλα αυτά θα τσάκιζαν ψυχολογικά κάθε πολιτικό και θα τον οδηγούσαν στο περιθώριο ή τον εξοστρακισμό και τη δημόσια χλεύη.
Ο Σόϊμπλε όχι μόνο επέζησε (κυριολεκτικά και πολιτικά) αλλά στη Γερμανία θεωρείται πολιτικά ισοδύναμος της Άγκελα Μέρκελ (η οποία ετοιμάζεται να γίνει η μακροβιότερη Καγκελάριος στη σύγχρονη ιστορία της Γερμανίας) ή στην χειρότερη περίπτωση ένα αναγκαία συμπλήρωμά της. Όπως οι μπαταρίες σε ένα περίτεχνο τρενάκι.
Όταν, λοιπόν, μιλάει ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών έχει πάντοτε δεύτερες σκέψεις. Κάθε λέξη του υπακούει σε ένα γενικότερο σχέδιο. Κάθε αναφορά είναι μία ψηφίδα σε ένα παζλ που συνήθως δεν βλέπουν οι αντίπαλοί του. Κι όταν αποκαλύπτει τις προθέσεις του είναι γιατί θέλει να τις αποκαλύψει. Κι αυτό ακόμα υπηρετεί ένα σκοπό. Και, φυσικά, συχνά δεν διστάζει να πει ψέματα ή να περιγράψει τα γεγονότα κατά πως τον βολεύουν. Ο σκοπός (του) αγιάζει τα μέσα.
Κατά τα χρόνια της κρίσης ο Σόϊμπλε δεν συμπάθησε κανέναν Έλληνα πρωθυπουργό. Ούτε τον Γιώργο Παπανδρέου, ούτε, φυσικά, τον Αλέξη Τσίπρα. Ακόμα και τον Αντώνη Σαμαρά τον ανέχθηκε. Κι αυτό διότι είχε δημιουργήσει κώδικες επικοινωνίας με τον Γιάννη Στουρνάρα και τον Βαγγέλη Βενιζέλο.
Όταν, λοιπόν, ο Σόϊμπλε πλέκει τόσο χοντροκομμένα το εγκώμιο του Ευκλείδη Τσακαλώτου και “θάβει” τον Τσίπρα έχει προφανώς στόχο. Όταν διατυπώνει προσβλητικά σχόλια για τον πρωθυπουργό μιας ευρωπαϊκής χώρας, λέγοντας ότι “τηλεφωνεί όλη την ώρα στη Μέρκελ κι αυτή τον στέλνει στον ίδιο” είναι επίσης προφανές πως όλα αυτά προετοιμάζουν το έδαφος για την επόμενη κίνησή του. Στο Eurogroup και μετά από αυτό. Αλλά και ενισχύουν την εικόνα του ανθρώπου που μπορεί να χλευάζει πρωθυπουργούς και “άτακτους Έλληνες”, κάτι χρήσιμο για τη δημοτικότητά του ενόψει γερμανικών εκλογών σε ένα εκλογικό σώμα των χριστιανοδημοκρατών, αρκετοί από τους οποίους θέλουν ακόμα την Ελλάδα να περνά από τα καυδιανά δίκρανα του τροπαιούχου γερμανικού ηγεμονισμού.
Όμως, ο Σόϊμπλε κάνει τη δουλειά του. Μπορεί να χλευάζει, να προσβάλλει, να λέει ψέμματα για ξένους ηγέτες. Και δεν σκεφθεί, φυσικά, εάν η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων πήρε το μέρος της Γερμανίας όταν προ μηνών ο Ερντογάν τους αποκαλούσε “ναζί”. Δεν τον ενδιαφέρει γιατί δεν περιλαμβάνεται στο σχέδιό του. Είναι περιττή πληροφορία.
Όλοι αυτοί, όμως, που επιχαίρουν (στα social media και στην αντιπολίτευση) για όσα είπε ο Σόϊμπλε για τον Τσίπρα (και για κάθε Τσίπρα, και για κάθε Έλληνα (εκλεγμένο) πρωθυπουργό), τι σκοπό ακριβώς υπηρετούν; Γιατί χαχανίζουν και περιφέρουν τον ενθουσιασμό τους που η Μπόχουμ “τσάκισε” τον Πανελευσινιακό;
Και με ποια λογική δέχονται εκ προοιμίου ως ειλικρινείς τις αναφορές Σόϊμπλε; Πως ακριβώς τα εξηγούν και τα ερμηνεύουν όλα αυτά; Τι λένε; Ε, αφού το είπε ο Σόϊμπλε έτσι θα ναι; Και η αντιπάθειά τους στον Τσίπρα δικαιώνει το όποιο σκοτεινό σχέδιο (τρεις φορές πρότεινε Grexit, το ξεχάσαμε;) του κυρίου;
Τόσο πολύ τυφλώθηκαν ορισμένοι; Τόσο πολύ; Μιθριδατισμός; Βόλφγκανγκ γερά;
Σ.Κ