Μακρόν και Μέρκελ φέρονται να έχουν συμφωνήσει στο δίδυμο Μοσκοβισί- Βάϊντμαν. Το “colpo grosso” που επιδιώκει ο Σόϊμπλε και η επίδραση στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Ελάχιστοι το πρόσεξαν καθώς η ειδησεογραφία στοιχήθηκε πίσω από σημαντικότερες εξελίξεις, ωστόσο η από κοινού αναφορά (στη Σύνοδο Κορυφής της προηγούμενης εβδομάδας) της Άγκελα Μέρκελ και του Εμανουέλ Μακρόν στην πολιτική «κληρονομιά» των Χέλμουτ Κολ και του Φρανσουά Μιτεράν ουδόλως τυχαία ήταν.
Η κόρη του πάστορα από την Ανατολική Γερμανία που υιοθετήθηκε πολιτικά από τον «Καγκελάριο της Επανένωσης» και βρέθηκε γρήγορα από επικεφαλής της νεολαίας του CDU στο στενό επιτελείο της κομματικής ηγεσίας, κι από εκεί -παραμερίζοντας ευφυώς τις αρχηγικές φιλοδοξίες του Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε- έλαβε το χρίσμα της πρώτης υποψηφιότητας για την Καγκελαρία, είχε τους δικούς της λόγους.
Ο Εμανουέλ Μακρόν, από την άλλη, είχε τους δικούς του. Μέντοράς του είναι ο Ζακ Αταλί, ο Αλγερινής καταγωγής οικονομολόγος που διετέλεσε διευθυντής του γραφείου του Μιτεράν στο μέγαρο των Ηλυσίων. Εκεί αναδείχθηκαν υπό την επίβλεψή του και ο Φρανσουά Ολάντ και ο Πιερ Μοσκοβισί. Ο Αταλί «ανακάλυψε» το νεαρό Μακρόν και έπεισε τον Ολάντ να τον επιλέξει ως υπουργό Οικονομίας, μετά την θητεία του νυν προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας στον οίκο Rothschild. Και, εν συνεχεία, εκπόνησε το στρατηγικό σχέδιο που έφερε τον Μακρόν στο ύπατο αξίωμα.
Η αναβίωση του γαλλογερμανικού άξονα στο πρότυπο των Κολ και Μιτεράν αποτελεί, ως φαίνεται, κοινό στόχο της Γερμανίδας Καγκελαρίου και του Γάλλου προέδρου. Μόνο που αυτή η αναβίωση περνάει μέσα από μία ενδιαφέρουσα πολιτική συμφωνία που αφορά ολόκληρη την Ευρώπη και πιθανότατα έχει και ελληνικό χρώμα.
Στην πρώτη συμφωνία των «μεγάλων» της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής, ο Κολ «κέρδισε» την «αναίμακτη» επανένωση των δύο Γερμανιών και ο Μιτεράν την εγκατάλειψη της πολιτικής του «σκληρού μάρκου» και την προσχώρηση στο κοινό νόμισμα. Μέρος αυτής της συμφωνίας ήταν και ο συμβιβασμός, αρκετά χρόνια αργότερα, σχετικά με την Ευρωπαϊκή Κεντρική τράπεζα. Πρώτος πρόεδρός της, το 1999, ήταν ο «ουδέτερος» Ολλανδός Βιμ Ντόϊσενμπερχ. Το 2003, ακολούθησε ο Γάλλος Ζαν Κλοντ Τρισέ ( ο τραπεζίτης που έπαιξε μείζονα ρόλο στην υπαγωγή της Ελλάδας στο πρώτο μνημόνιο με δυσμενείς όρους, άνευ αναδιάρθρωσης του χρέους προς όφελος των γαλλικών και γερμανικών τραπεζών που ήταν εκτεθειμένες σε ελληνικά «τοξικά» ομόλογα). Την 1η Νοεμβρίου 2011, σε πείσμα των προβλέψεων, τη θέση ανέλαβε ο προερχόμενος από την Goldman Sachs, Ιταλός τραπεζίτης Μάριο Ντράγκι.
Μοσκοβισί έναντι Βάϊντμαν;
Αυτό που απασχολεί, τώρα, το Βερολίνο και το Παρίσι, είναι ποιος θα είναι ο διάδοχος του Ντράγκι. Εδώ υπεισέρχεται στην εξίσωση η «κληρονομιά» των Κολ και Μιτεράν. Οι πληροφορίες από τις Βρυξέλλες (που ήδη αποτυπώνονται σε δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου) θέλουν την Άγκελα Μέρκελ και τον Εμανουέλ Μακρόν να έχουν ήδη συγγράψει τις πρώτες παραγράφους της νέας γαλλογερμανικής πολιτικής συνθήκης για τη νέα αρχιτεκτονική της Ευρώπης.
Με τη Γαλλική οικονομία σε κακή κατάσταση (διασώζεται, λένε οι ειδικοί, επειδή ισχύει το “too big to fail”, ήτοι πολύ μεγάλη για να χρεοκοπήσει), ο Μακρόν θέλει όχι μόνο να παραμείνουν υπό τον έλεγχο της Κομισιόν οι εθνικοί προϋπολογισμοί και ο δημοσιονομικός «χάρτης» αλλά να υπάρξει Ευρωπαίος υπουργός Οικονομικών και, μάλιστα, Γάλλος. Σ’ αυτή τη θέση το Παρίσι έχει ήδη προτείνει τον επίτροπο Πιερ Μοσκοβισί που ήδη πραγματοποιεί «προεκλογική εκστρατεία» αμφισβητώντας το «δόγμα Σόϊμπλε», σύμφωνα με το οποίο οι αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πρέπει να περάσουν στον γερμανοκρατούμενο ESM.
Το Σαββατοκύριακο, ωστόσο, σε δηλώσεις του ο Μοσκοβισί δεν απέκλεισε να διεκδικήσει και την προεδρία της Κομισιόν, όταν το 2019 λήξει η θητεία του Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ. Εάν δεν προχωρήσει το σχέδιο για Ευρωπαίο υπουργό Οικονομικών το Παρίσι ίσως ανταλλάξει την προεδρία της ΕΚΤ με την προεδρία της Κομισιόν κι εκεί ο νυν επίτροπος οικονομικών υποθέσεων ίσως αποδειχθεί μία ικανή υποψηφιότητας από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.
Από την άλλη, η Άγκελα Μέρκελ φαίνεται ότι θα «κερδίσει» την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Τον Οκτώβριο του 2019 λήγει η θητεία του Μάριο Ντράγκι, ο οποίος είναι «κόκκινο πανί» για το Βερολίνο εξαιτίας της στάσης που έχει τηρήσει σχετικά με την ποσοτική χαλάρωση, την επιτοκιακή του πολιτική που επηρεάζει τα μάλλα τις γερμανικές τράπεζες και ειδικότερα τη στάση του σχετικά με την κλονιζόμενη Deutsche Bank αλλά και την ελαστικότητά του να μην εφαρμοστεί η ευρωπαϊκή πολιτική του bail in στις ιταλικές και άλλες ημιχρεοκοπημένες τράπεζες του Νότου.
Έτσι, το μεν Παρίσι επιδιώκει να δει τον σοσιαλδημοκράτη Πιέρ Μοσκοβισί (που έχει διαδραματίσει θετικό ρόλο στη διαχείριση του ελληνικού ζητήματος) με το χαρτοφυλάκιο του Ευρωπαίου Υπουργού Οικονομικών, το δε Βερολίνο να στείλει τον Γερμανό κεντρικό τραπεζίτη Γενς Βάϊντμαν (ισχυρότατο μέλος του δ.σ της ΕΚΤ) στη Φραγκφούρτη.
Γενς Βάϊντμαν
Πιερ Μοσκοβισί
Η «κρυφή» επιδίωξη του Σόϊμπλε
Στα κυβερνητικά γραφεία του Βερολίνου, ωστόσο, υπάρχει και μία δεύτερη σκέψη. Εάν οι Χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ κερδίσουν τις εκλογές του Σεπτεμβρίου (24/9) με μεγάλη διαφορά -οι δημοσκοπήσεις δίνουν προβάδισμα έως και 15 μονάδες από το SPD του Μάρτιν Σουλτς που έχασε το προ μηνών θετικό momentum-, θα προκριθεί η συνεργασία με το σκληρά φιλελεύθερο FDP του νεαρού και ανερχόμενου Κριστιάν Λίντνερ. Εφόσον συμβεί αυτό δεν τινάζεται μόνο στον αέρα ένας πολιτικός συμβιβασμός για μια ηπιότερη οικονομική πολιτική στην Ευρώπη που θα εξασφάλιζε η επανάληψη του «μεγάλου συνασπισμού», αλλά είναι σφόδρα πιθανό να παραμείνει στο υπουργείο Οικονομικών ο Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε.
Λέγεται, μάλιστα, πως ο τελευταίος, παρά τα 74 χρόνια του, ίσως στοχεύσει να βρεθεί αυτός αντί του Βάϊντμαν στη θέση του Μάριο Ντράγκι (μετακινούμενος για κάποιο διάστημα, μέχρι το φθινόπωρο του 2019 στο υπουργείο Εσωτερικών) και δι αυτού του τρόπου να ελέγξει σε μεγάλο βαθμό την δομή του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Τα μείζονα θέματα, άλλωστε, τα επόμενα χρόνια θα είναι οι ανακεφαλαιοποιήσεις των ευρωπαϊκών τραπεζών και η διαχείριση της κρίσης χρέους. Κάτι τέτοιο (είτε υπό τον Βάϊντμαν, είτε υπό τον Σόϊμπλε), σε συνδυασμό με την γερμανική επιδίωξη για αναβάθμιση του ρόλου του ESM σε ένα ευρωπαϊκό ΔΝΤ είναι το “colpo grosso” που επιδιώκει ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών.
Σε αντιδιαστολή ο Εμανουέλ Μακρόν θα επιδιώξει να εξασφαλίσει την αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους των κρατών (η Γαλλία αντιμετωπίζει, άλλωστε, σοβαρό θέμα και χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία, το Βέλγιο, η Κύπρος κ.ά επίσης) μέσω του περίφημου ευρωομολόγου. Θα το κατορθώσει ή όχι ο Γάλλος πρόεδρος είναι ένα κεντρικό ερώτημα που θα απασχολήσει την ατζέντα των διαπραγματεύσεών του με την Άγκελα Μέρκελ.
Σεραφείμ Π. Κοτρώτσος, Αναδημοσίευση από τη Νέα Σελίδα