Από όλες τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις (και στις τελευταίες Τάσεις της MRB) μπορεί να εξάγει κανείς δύο βασικά συμπεράσματα.
Πρώτον, την αναμφισβήτητα μεγάλη φθορά του ΣΥΡΙΖΑ η οποία εκδηλώνεται (ποιοτικά και ποσοτικά) με την περιχαράκωση περίπου του ¼ των ψηφοφόρων του (Σεπτέμβριος 2015) στην «ασφαλή νωθρότητα» της αδιευκρίνιστης ψήφου και με την μετακίνηση ανάλογου ποσοστού είτε προς τη Ν.Δ, είτε προς τη ΔΗΣΥ και άλλα μικρότερα κόμματα στα αριστερά του.
Δεύτερον, τον συνωστισμό μεγάλης μερίδας πολιτών στον ευρύτερο και αρκετά «θολό» χώρο του Κέντρου, είτε με κεντροδεξιά, είτε με κεντροαριστερά αντανακλαστικά.
Το Κέντρο, όμως, δεν είναι απλώς μια γεωγραφική τοποθεσία στην κλίμακα Αριστερά- Δεξιά. Μετά από 7 χρόνια μνημονίων και συρρίκνωσης έως του σημείου του αφανισμού ορισμένων κοινωνικών τάξεων (με πρώτη την λεγόμενη «μεσαία τάξη» που πρωταγωνίστησε στις εποχές της σαθρής ευμάρειας), η διαφαινόμενη επιστροφή στο Κέντρο ισοδυναμεί, απ΄ ότι φαίνεται, με την αναζήτηση ενός νέου ορθολογισμού.
Η βίαιη μετατόπιση της κοινωνίας, από την «ελευθερία» της δανεικής οικονομικής ευφορίας στο χάος και την κατάθλιψη μετά το 2010, αναδεικνύει ενστικτωδώς την ανάγκη για ορθό λόγο και αποκατάσταση της δικαιοσύνης.
Αυτά είναι και τα ζητούμενα της διακυβέρνησης. Ο Αλέξης Τσίπρας διαχειρίστηκε αναγκαστικά και επώδυνα την μετάβαση από τον ριζοσπαστισμό της περιόδου πριν το 2015 στο σημερινό πλαίσιο απαιτήσεων.
Το επόμενο διάστημα οφείλει να οικοδομήσει αυτόν το νέο ορθολογισμό. Εκεί θα κριθεί και η αντιπαράθεση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Στην πραγματική οικονομία, για παράδειγμα, ορθολογισμός πρέπει να είναι η μείωση των φόρων με συγκεκριμένο σχεδιασμό.
Όλα δείχνουν ότι μπορεί να κερδίσει τη μάχη των αριθμών μέσα από το μονοπάτι της εξόδου στις αγορές που φθάνει στο τέλος του τρίτου μνημονίου σε περίπου ένα χρόνο από σήμερα. Αυτό, όμως, δεν αρκεί. Η ευημερία των αριθμών δεν μπορεί να είναι πραγματική δίχως την σταδιακή αποφορολόγηση και την ανάκαμψη της αγοράς και της καθημερινότητας.
Αναδημοσίευση από τη Νέα Σελίδα