Συνεχίζεται το «ράλι» των ελληνικών ομολόγων, με αποτέλεσμα η απόδοση του 10ετούς τίτλου να υποχωρεί σε νέο χαμηλό επίπεδο.
Συγκεκριμένα, το απόγευμα της Δευτέρας, το δεκαετές ομόλογο διαπραγματευόταν με απόδοση 3,71%, (από 3,81% που είχε κλείσει την Παρασκευή, 5 Ιανουαρίου, στο ΗΔΑΤ) την οποία είχε να καταγράψει το συγκεκριμένο ομόλογο από τον Ιανουάριο του 2006. Αναλόγως κινείται και η απόδοση διετών ομολόγων η οποία υποχώρησε στο 1,42%, καθώς και των πενταετών στο 3,21%.
Αυτή η εξέλιξη αποδίδεται στην επικείμενη ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης και την εκταμίευση που θα τη συνοδεύσει, καθώς και στην προοπτική αναβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τον διεθνή οίκο αξιολόγησης Standard & Poors στις 19 Ιανουαρίου.
Μετά και τη σημερινή άνοδο των τιμών των ελληνικών ομολόγων, το περιθώριο του δεκαετούς ομολόγου (δηλαδή η διαφορά απόδοσης από τον αντίστοιχο γερμανικό τίτλο με απόδοση 0,41%) περιορίζεται στο 3,3%. Σημειώνεται, ότι σε χώρες που εξήλθαν των μνημονίων, όπως η Πορτογαλία, το περιθώριο κυμαίνεται στο 1,4%.
Η Ελλάδα μπορεί να επιστρέψει αυτόνομα στις αγορές
Οκτώ χρόνια μετά τη μεγάλη κρίση που ξέσπασε στην καρδιά της Ευρώπης, η Ελλάδα θα μπορούσε τελικά να εγκαταλείψει τον υποχρεωτικό δρόμο των διεθνών διασώσεων και να επιστρέψει αυτόνομα στις αγορές. Οι ενδείξεις που έρχονται από τη χώρα, που βρίσκεται υπό την εποπτεία της τρόικας αρχίζουν να είναι ενθαρρυντικές, μεταδίδει το ιταλικό πρακτορείο ειδήσεων ΑΝSA.
Κατά τις πρώτες ημέρες διαπραγμάτευσης στις χρηματοπιστωτικές αγορές κατά το νέο έτος, η διαφορά μεταξύ των ελληνικών και των γερμανικών δεκαετών κρατικών ομολόγων μειώθηκε στις 336 μονάδες βάσης, το χαμηλότερο επίπεδο από τις αρχές του 2010, λίγο πριν από το ξέσπασμα της κρίσης που οδήγησε τη χώρα στο χείλος της αβύσσου. Αφού έφθασε στο ανώτατο σημείο των 3.440 μονάδων το 2012, η διαφορά είναι τώρα χαμηλότερη από εκείνη της 23ης Απριλίου 2010, όταν ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου ανακοίνωσε την ανάγκη προσφυγής στο πρώτο πακέτο διάσωσης. Ταυτόχρονα, τα επιτόκια μειώθηκαν στο 3,882%, πλησιάζοντας τα επίπεδα του 2005 και πάνω απ’ όλα άρχισε να καλύπτεται το τεράστιο χάσμα που μέχρι στιγμής χώριζε τη χώρα από τους εταίρους της ΕΕ.