Φόρους και εισφορές ύψους 466 εκατομμυρίων ευρώ απόδωσε μεταξύ 2013 και 2017 στο ελληνικό κράτος η καπνοβιομηχανία ΣΕΚΑΠ, ενώ στο ίδιο χρονικό διάστημα κατάβαλε για μισθοδοσία περί τα 26 εκατ. ευρώ και πραγματοποίησε εξαγωγές ύψους 63 εκατ. ευρώ, σύμφωνα τουλάχιστον με στοιχεία που προκύπτουν από μελέτη της Deloitte για λογαριασμό του τοπικού Επιμελητηρίου.
Η μελέτη, με τίτλο «ΣΕΚΑΠ: Ο αντίκτυπος της εταιρείας στην ελληνική οικονομία και κοινωνία», εντάσσεται στο πλαίσιο πιλοτικής πρωτοβουλίας με αντικείμενο τις μεγάλες εταιρείες της περιοχής, που ανέλαβε η διοίκηση του Επιμελητηρίου Ξάνθης, με στόχο να αναδείξει τη θετική επίδραση της λειτουργίας μεγάλων επιχειρήσεων στην περιοχή.
«Στην Ξάνθη είμαστε από τους τελευταίους στην Ελλάδα στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ (σ.σ. 9.549 ευρώ στην Ξάνθη, έναντι μέσου όρου 16.249 ευρώ για τη χώρα το 2015) και από τους πρώτους σε ανεργία (σ.σ. 30,2% στoν νομό Ξάνθης στο πρώτο τρίμηνο του 2017, έναντι 23,5 στο σύνολο της χώρας, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ/Eurostat). Το 2008 οι επιχειρήσεις στην περιοχή μας απασχολούσαν πάνω από 7.500 άτομα και σήμερα αυτά έχουν μειωθεί σε λιγότερα από 3.500» σημειώνει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου Ξάνθης, Στυλιανός Μωραΐτης.
Ο ίδιος προσθέτει: «Αναλάβαμε αυτήν την πιλοτική πρωτοβουλία -κι εφόσον δούμε απτά αποτελέσματα θα την επεκτείνουμε με μελέτες και για άλλες μεγάλες επιχειρήσεις- προκειμένου να ενημερώσουμε όλους τους αρμόδιους ότι δεν μπορούμε να λέμε πως όταν κλείνει μια εταιρεία με 100 ή 200 εργαζομένους, χάνονται μόνο οι θέσεις εργασίας. Δεν μπορεί να τελειώνει εκεί το πράγμα, με τη λογική ότι οι άνθρωποι αυτοί ή θα μεταναστεύσουν στη Γερμανία ή θα γίνουν πένητες. Τα πολλαπλασιαστικά οφέλη από μία και μόνο θέση εργασίας είναι πάρα πολλά και πρέπει να προσέξουμε πάρα πολύ, γιατί δεν χάνονται μόνο θέσεις εργασίας, μα και άλλα, τεράστια μεγέθη». Η μελέτη της Deloitte πρόκειται, κατά τον κ.Μωραΐτη, να κοινοποιηθεί στην κυβέρνηση, τους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων, καθώς και στις αυτοδιοικητικές αρχές της περιοχής.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τη μελέτη, που έχει στη διάθεσή του το ΑΠΕ-ΜΠΕ, μεταξύ 2013 και 2017, μέσα σε μια πενταετία, η ΣΕΚΑΠ έχει καταβάλει (με βάση στοιχεία που η ίδια η επιχείρηση διέθεσε στη Deloitte) συνολικά 466 εκατ. ευρώ στο ελληνικό κράτος με τη μορφή φόρων και εισφορών (352 εκατ. σε ειδικό φόρο κατανάλωσης, 100 εκατ. σε ΦΠΑ, 10 εκατ. στο ΙΚΑ, συν τους παρακρατηθέντες φόρους για τους εργαζόμενους, τους επαγγελματίες και την ακίνητη περιουσία της). Όπως διευκρινίζεται, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καταλαμβάνει το 82% της συνολικής πώλησης του πακέτου που προπληρώνεται από τις καπνοβιομηχανίες κατά τη διαδικασία επισφράγισης των πακέτων, προτού διατεθούν στο εμπόριο και άρα ανεξαρτήτως πώλησης των τσιγάρων, τα έσοδα καταλήγουν στα δημόσια ταμεία.
Την τελευταία πενταετία η ιδρυθείσα εν έτει 1975 ΣΕΚΑΠ απασχόλησε ετησίως, κατά μέσο όρο, 190 εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης, με συνολικό κόστος μισθοδοσίας 25,8 εκατ. ευρώ. Μεταξύ 2013 και 2017, η εταιρεία προμηθεύτηκε περίπου 950 τόνους ελληνικού καπνού, εκ των οποίων περίπου 40% προερχόταν από παραγωγούς της Θράκης. Παράλληλα, συνεργάζεται με περίπου 100 εταιρείες διανομής σε όλη την Ελλάδα, συντηρώντας -σύμφωνα πάντα με τη μελέτη- σημαντικό ποσοστό του κύκλου εργασιών τους (στο 34% αυτών η ΣΕΚΑΠ έχει μερίδιο άνω του 50%) και συμβάλλοντας στη βιωσιμότητα πολλών εξ αυτών.
Περαιτέρω, για κάθε ένα ευρώ δαπάνης της ΣΕΚΑΠ σε προμηθευτές της στην Ελλάδα, η εταιρεία συντηρεί 1,6 ευρώ αμοιβών σε προσωπικό, 3,9 ευρώ παραγόμενου προϊόντος, 1,9 ευρώ προστιθέμενης αξίας και 28 ευρώ δημόσιων εσόδων. Επιπλέον, συντηρεί 330 θέσεις εργασίας ετησίως, με το μεγαλύτερο μέρος αυτών να αφορά στην τοπική οικονομία.
Με βάση το επιχειρηματικό σχέδιο της εταιρείας, για το 2018 προβλέπεται ανάπτυξη 10% και αύξηση των εξαγωγών (σήμερα περίπου το 70% των συνολικών πωλήσεων) μέσω της επέκτασης σε νέες αγορές (Αφρική, Μέση Ανατολή, Νοτιοανατολική Ασία). Σύμφωνα με δημοσιευμένα στοιχεία, η εταιρεία έκλεισε το 2016 με κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA), ύψους 3,3 εκατ. ευρώ, ενώ στο διάστημα 2013-2017 πραγματοποίησε εξαγωγές ύψους 63 εκατ. ευρώ. Στην εταιρεία έχει καταλογισθεί πρόστιμο 38 εκατ. ευρώ για τελωνειακές παραβάσεις προ της ιδιωτικοποίησής της, για το οποίο η εταιρεία έχει καταθέσει προσφυγή.
Υπενθυμίζεται ότι εντός του Φεβρουαρίου, αναμένεται η απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Κομοτηνής για την αίτηση αναστολής, την οποία κατέθεσε η καπνοβιομηχανία ΣΕΚΑΠ κατά των αναγκαστικών μέτρων είσπραξης, που κίνησε το Τελωνείο της Ξάνθης, με αφορμή τις εξελίξεις σε υπόθεση λαθρεμπορίας τσιγάρων του 2009. Η αίτηση αναστολής συζητήθηκε στις 17 Ιανουαρίου με τη συμμετοχή στη διαδικασία -για πρώτη φορά- και των εργαζομένων. Στο πλαίσιο της διαδικασίας, η ΣΕΚΑΠ είχε υποστηρίξει για ακόμη μία φορά την παύση όλων των μέτρων σε βάρος της, υποστηρίζοντας ότι «η διασφάλιση του εθνικού συμφέροντος επιτυγχάνεται με τη συνέχιση της ομαλής λειτουργίας της καπνοβιομηχανίας στην περιοχή».
Τον περασμένο Δεκέμβριο, το Τελωνείο Ξάνθης είχε κοινοποιήσει στη ΣΕΚΑΠ ατομική ειδοποίηση πληρωμής προστίμου ύψους 38 εκατ. ευρώ (έχει φτάσει στα 44 εκατ. ευρώ αν συνυπολογιστούν οι προσαυξήσεις), για την υπόθεση του 2009, χρόνια πριν την εξαγορά της εταιρείας από τη Donskoy Tabak του ομίλου Σαββίδη το 2013, που σήμερα καλείται να το πληρώσει. Η καπνοβιομηχανία άσκησε αμέσως ανακοπή και αίτηση αναστολής στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Κομοτηνής, όπου στις 29 Δεκεμβρίου συζητήθηκε -με θετική για την καπνοβιομηχανία έκβαση- αίτημα προσωρινής αναστολής όλων των αναγκαστικών πράξεων σε βάρος της ΣΕΚΑΠ (με ισχύ έως τις 17 Ιανουαρίου).
Η ατομική ειδοποίηση είχε σταλεί από το Τελωνείο μετά από την πρόσφατη (8/12/2017) απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Κομοτηνής να επικυρώσει το εν λόγω πρόστιμο. Μετά την επικύρωση από το Διοικητικό Εφετείο Κομοτηνής, το τελωνείο «μπλόκαρε» τη διανομή προϊόντων της ΣΕΚΑΠ στην ελληνική αγορά, αλλά έπειτα από τη θετική απόφαση του Πρωτοδικείου, η οποία έδωσε στην εταιρεία προσωρινή «ανάσα» μέχρι σήμερα, ξεκίνησε εκ νέου η διακίνησή τους.
Η εταιρεία «ποντάρει» πολλά σε μια θετική απόφαση, καθώς αν η αίτησή της γίνει δεκτή, τότε η κατάσταση με τη διακίνηση των προϊόντων της θα εξομαλυνθεί οριστικά. Πάντως, για το διάστημα του ενός μηνός μέχρι την έκδοση της απόφασης, τα προϊόντα θα διακινούνται κανονικά και το πρόστιμο δεν θα είναι απαιτητό, διευκρίνιζαν οι ίδιες πηγές.