Μήνυση εναντίον των προστατευόμενων μαρτύρων στην υπόθεση της Novartis κατάθεσε κι ο πρώην βουλευτής και πρώην πρόεδρος του ΕΟΦ Δημήτρης Λιντζέρης, το όνομα του οποίου εμπεριέχεται στις καταθέσεις των τριών προστατευόμενων μαρτύρων που διαβιβάστηκαν στη Βουλή.
Ο κ. Λιντζέρης στρέφεται κατά των τριών υπό προστασία μαρτύρων για τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμισης, αναφέροντας στην μήνυση, που υπέβαλε δια του δικηγόρου του Αντώνη Βγόντζα, ότι οι καταθέσεις τους είναι ανυπόστατες και ότι «βρίθουν ψευδών και συκοφαντικών ισχυρισμών» που θίγουν την τιμή και την υπόληψη του. Με τη μήνυση στρέφεται και κατά κάθε συνυπεύθυνου ή συμμέτοχου στις παράνομες πράξεις που διαπράχθηκαν -όπως υποστηρίζει- εις βάρος του, από τις οποίες «έχω υποστεί μέγιστη ηθική βλάβη, ουσιώδη μείωση και βαρύτατη προσβολή της προσωπικότητας, της τιμής και της υπόληψης μου και τέθηκε σε κίνδυνο το καλό μου όνομα και η επαγγελματική μου φήμη».
Στη μήνυση τονίζεται ότι ο κ. Λιντζέρης ως πρόεδρος του ΕΟΦ δεν είχε καμία αντικειμενική δυνατότητα να επηρεάσει την τιμή των φαρμάκων. Ο μηνυτής επισημαίνει επίσης ότι επί τον ημερών του για πρώτη φορά «όλες οι φάσεις, όλες οι διαδικασίες και όλες οι προτεινόμενες τιμές με αναλυτική αιτιολόγηση ανά φάρμακο αναρτώντο στην ιστοσελίδα του ΕΟΦ» πριν σταλούν στην αρμόδια επιτροπή του υπουργείου Υγείας.
Για τον ισχυρισμό ενός εκ των τριών μαρτύρων ότι “ο Λιντζέρης λειτουργεί ως ταμίας του Βενιζέλου στα θέματα του υπουργείου Υγείας” ο μηνυτής αναφέρει: «Η αλήθεια είναι ότι στη θέση του προέδρου του ΕΟΦ δεν με τοποθέτησε ο Ευάγγελος Βενιζέλος ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. Προτάθηκα από τον τότε υπουργό Υγείας και τοποθετήθηκα από την αρμόδια Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής. Επί της ουσίας υπήρξα πρόσωπο κοινής αποδοχής από την πλειονότητα των πολιτικών παρατάξεων… Ως εκ περισσού δηλώνω ότι ούτε ταμίας υπήρξα κανενός, ούτε εξυπηρετήσεις έχω προσφέρει, ούτε οποιοδήποτε χρηματικό ποσό έχω λάβει». Αποδίδει δε ο πρώην βουλευτής τη σύνδεση αυτή σε πολιτική σκοπιμότητα με στόχο «επικοινωνιακές εντυπώσεις» που αφορούν την πολιτική διαχείριση της όλης υπόθεσης.