Για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια το θέμα της βίας στους αθλητικούς χώρους βρίσκεται στο επίκεντρο των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας. Ποδοσφαιρικά γήπεδα και κλειστά γυμναστήρια παραδόθηκαν στο έλεος των χούλιγκαν.
Γιάννης Γεωργάκης
Ανεξέλεγκτοι οι ανεγκέφαλοι της εξέδρας δεν φείδονται μέσων προκειμένου να επιβάλουν τη νίκη της ομάδας τους. Με το φαινόμενο της βίας ασχολήθηκε επανειλημμένως η Βουλή των Ελλήνων. Μέτρα εξαγγέλθηκαν, νόμοι ψηφίστηκαν, διατάξεις άλλαξαν, το τέρας της χουλιγκανικής βίας όμως απειλεί να αμαυρώσει ακόμη και τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. H Ελλάδα με τα καμώματα των οπαδών των ομάδων και την αδιαφορία των παραγόντων είναι πλέον δαχτυλοδεικτούμενη στην Ευρώπη. Οπως ήταν η Αγγλία τις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Εστω και αν προηγουμένως χρειάστηκε να θρηνήσουν εκατοντάδες θύματα, οι Αγγλοι κατάφεραν τελικά να βάλουν τάξη στα κακώς κείμενα των γηπέδων τους. Απέσυραν επί μία πενταετία τις ομάδες τους από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, εκσυγχρόνισαν τα γήπεδά τους, τροποποίησαν προς το αυστηρότερο τη νομοθεσία τους, μελέτησαν την ψυχολογία των χούλιγκαν και σήμερα με το αζημίωτο εξάγουν τεχνογνωσία. H πορεία από την κόλαση του «Χέιζελ» και του «Χίλσμπορο» στον παράδεισο του «Ανφιλντ», του «Ολντ Τράφορντ» και του «Στράμφορντ Μπριτζ» που παρουσιάζει σήμερα «Το Βήμα» θα είναι επίκαιρη όσο οι οπαδοί των ελληνικών ομάδων συνεχίζουν ανενόχλητοι το καταστροφικό τους έργο.
Δύο τραγωδίες στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ισοπέδωσαν τον ποδοσφαιρικό εγωισμό των Αγγλων υποχρεώνοντάς τους να αντιμετωπίσουν επιστημονικά όσο και δραστικά το φαινόμενο της βίας στα γήπεδα. Πρόκειται για εκείνη του «Χέιζελ» στον τελικό του τότε Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1985 (Λίβερπουλ – Γιουβέντους) με απολογισμό 39 νεκρούς και 400 τραυματίες και του «Χίλσμπορο» τέσσερα χρόνια αργότερα, στον ημιτελικό του Κυπέλλου Αγγλίας ανάμεσα στη Λίβερπουλ και στη Νότιγχαμ Φόρεστ, με 96 νεκρούς και 200 τραυματίες.
H κατάσταση μέσα και έξω από τα αγγλικά γήπεδα, όπου ο χουλιγκανισμός μετράει περισσότερα από 100 χρόνια ζωής, έγινε ανεξέλεγκτη τη δεκαετία του 1960, με τους φανατικούς να μαχαιρώνονται στους δρόμους των πόλεων και να εισβάλλουν ανενόχλητοι στους αγωνιστικούς χώρους. Στα χρόνια που ακολούθησαν η αστυνομία δεν μπόρεσε να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ πρόληψης και καταστολής. Μερικές φορές ενεργούσε υπερβολικά σκληρά και άλλοτε εντελώς ήπια. Οι χούλιγκαν, βλέποντας την αδυναμία της εξουσίας να επιβάλει την τάξη, πήραν το «παιχνίδι» στα χέρια τους. Και όπως έγραψαν στο βιβλίο τους με τίτλο «Ερχόμαστε» οι εκ των κορυφαίων χούλιγκαν της Γουότφορντ τη δεκαετία του ’80 αδελφοί Εντι και Ντούγκα Μπρίμσον, «η ποδοσφαιρική βία είναι σαν το τσιγάρο. Αν το δοκιμάσεις και δεν σου αρέσει, δεν θα το ξαναβάλεις στο στόμα σου. Αν όμως σου αρέσει, θα σε ακολουθεί στη ζωή σου επί μακρόν».
Με την Αγγλία να θρηνεί τον θάνατο 135 φιλάθλων και τον τραυματισμό άλλων 600, η κατάσταση στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχε φθάσει στα άκρα. Μετά την τραγωδία του «Χέιζελ» η κυβέρνηση της τότε σιδηράς κυρίας Μάργκαρετ Θάτσερ, εκτός του εκσυγχρονισμού των γηπέδων, υποχρέωσε τις ομάδες να εκδώσουν ταυτότητες στους οπαδούς. Το μέτρο δεν απέδωσε. Οι φανατικοί περνούσαν τον έλεγχο και δρούσαν ανεξέλεγκτοι στην εξέδρα γνωρίζοντας ότι θα μείνουν ατιμώρητοι.
H κατάσταση άλλαξε προς το καλύτερο μετά την έρευνα για τα αίτια της τραγωδίας του «Χίλσμπορο», η οποία ανατέθηκε στον δικαστή Πίτερ Τέιλορ. Στην έκθεσή του ο κ. Τέιλορ χαρακτήρισε ανόητο το σύστημα των ταυτοτήτων υποχρεώνοντας την κυρία Θάτσερ να αναγνωρίσει το λάθος της κυβέρνησής της ζητώντας δημοσίως συγγνώμη. Οι υποδείξεις του απετέλεσαν τον μπούσουλα επάνω στον οποίο οικοδομήθηκε η νέα ποδοσφαιρική κουλτούρα της Αγγλίας.
* Και μυστικοί πράκτορες
H αναμόρφωση του συστήματος ασφαλείας των αγγλικών γηπέδων, σύμφωνα με την έκθεση του κ. Τέιλορ, προϋπέθετε τη συνεργασία της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας, των ομάδων και της αστυνομίας. Στο υπουργείο Εσωτερικών της Αγγλίας δημιουργήθηκε ειδικό τμήμα το οποίο συντόνιζε τις ενέργειες που αφορούσαν τη δράση των οργανωμένων οπαδών. Το συγκεκριμένο τμήμα λογοδοτεί αποκλειστικά σε τρεις ανθρώπους: στον υπουργό Εσωτερικών, στον υπουργό Αθλητισμού και στον πρωθυπουργό της χώρας όποτε αυτό επιβάλλεται. Στον τομέα των ευθυνών του υπάγονται η εφαρμογή της ποδοσφαιρικής νομοθεσίας, η παρακολούθηση του έργου της κυβερνητικής επιτροπής η οποία είναι επιφορτισμένη με την απαγόρευση των τιμωρημένων οπαδών να παρακολουθούν αγώνες, ο έλεγχος των επιχειρήσεων της αστυνομίας σε αεροδρόμια και σταθμούς λεωφορείων και τρένων, η παρακολούθηση των κινήσεων των χούλιγκαν αλλά και η συνεργασία με το τμήμα ποδοσφαίρου των μυστικών υπηρεσιών της Βρετανίας, το οποίο διαθέτει μυστικούς πράκτορες σε κάθε ομάδα, κρυφές κάμερες σε όλα τα γήπεδα και ανταλλάσσει πληροφορίες με τα αντίστοιχα τμήματα άλλων χωρών.
Ανώτατος σύμβουλος της αγγλικής ομοσπονδίας σε θέματα ασφαλείας είναι σήμερα ο Ντουγκ Χόπκινς, με 32 χρόνια προϋπηρεσίας στα σώματα ασφαλείας και δοκιμασμένος στην πράξη καθώς από το 1987 ως το 1992 ηγείτο του αστυνομικού τμήματος το οποίο είχε αναλάβει την τήρηση της τάξης στο γήπεδο «Χάιμπουρι» της Αρσεναλ. Με τη νέα του ιδιότητα ο κ. Χόπκινς παρακολούθησε ποδοσφαιρικούς αγώνες υψηλής επικινδυνότητας σε 35 χώρες της Ευρώπης, της Αφρικής και της Ασίας, ενώ το 2001 το υπουργείο Εσωτερικών της Βρετανίας τον τοποθέτησε επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας για τη συμπεριφορά των φανατικών.
Το αγγλικό μοντέλο αστυνόμευσης των γηπέδων αποτελεί πρότυπο για πολλές ομοσπονδίες ευρωπαϊκών χωρών. Ορισμένες, μεταξύ των οποίων και η ελληνική, προσπαθούν να αντιγράψουν τεχνογνωσία.
* Το φακέλωμα των φανατικών
Ο κ. Χόπκινς δεν κρύβει ότι η υπηρεσία του χρησιμοποιεί ακόμη και μυστικά κονδύλια για να πληροφορηθεί τα σχέδια δράσης των φανατικών και να προλάβει αντικοινωνικές συμπεριφορές. Πρόσφατα είχε συνάντηση εργασίας με ρωσική αντιπροσωπεία, τα συμπεράσματα της οποίας φιλοξένησε η εφημερίδα «Σπορτ Εξπρές». Συγκρινόμενα με όσα διαδραματίζονται στα ελληνικά γήπεδα παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Σύμφωνα με τον κ. Χόπκινς, ο μέσος άγγλος χούλιγκαν είναι ένας κλασικός λούμπεν τύπος. Είναι λευκός, ηλικίας από 18 ως 45 χρόνων, έχει χαμηλά εισοδήματα ή συντηρείται από το ταμείο ανεργίας, αντιμετωπίζει προβλήματα στο σπίτι, ντύνεται εκκεντρικά, μεθάει και τσακώνεται για το παραμικρό, ακόμη και στην παραλία όπου περνάει τις διακοπές του. Τη δεκαετία του 1970 η αστυνομία τον περίμενε να εκδηλωθεί αντικοινωνικά προτού αναλάβει δράση. Με βάση τον νέο σχεδιασμό προσπαθεί να πληροφορηθεί τις κινήσεις του και να δράσει προληπτικά. Προς την κατεύθυνση αυτή δεν φείδεται μεθόδων. Χρησιμοποιεί ακόμη και πληροφοριοδότες. «Κάποιους τους πληρώνουμε, κάποιοι δίνουν πληροφορίες φοβούμενοι ότι θα κατηγορηθούν οι ίδιοι και ορισμένοι… από αγάπη για το επάγγελμα» τονίζει ο κ. Χόπκινς.
Σε όλα τα γήπεδα στη διάρκεια των αγώνων δραστηριοποιούνται αστυνομικοί πράκτορες, ενώ οι εγκληματικές πράξεις καταγράφονται σε βιντεοκασέτες, το περιεχόμενο των οποίων μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο στα ποινικά δικαστήρια. Οι πράκτορες είναι εξοπλισμένοι με ατζέντες και ό,τι άλλο απαραίτητο για την άμεση σύνδεσή τους με τις αρμόδιες υπηρεσίες και τα αρχεία της Σκότλαντ Γιαρντ, ενώ για τις υπηρεσίες τους πληρώνονται από τους συλλόγους. Ταξιδεύουν ακόμη και στο εξωτερικό με τις αποστολές των ομάδων και με έξοδα των ποδοσφαιρικών αρχών. Σε αυτούς έχει εναποτεθεί η ευθύνη του εντοπισμού των φανατικών, στους οποίους απαγορεύεται η έξοδος από τη χώρα επτά ημέρες πριν από το παιχνίδι της ομάδας τους ή της Εθνικής Αγγλίας.
Για να αποφύγουν την τσιμπίδα του νόμου ορισμένοι από αυτούς αναχωρούν από την Αγγλία νωρίτερα. «Με τη βοήθεια των πρακτόρων μας πετύχαμε και αυτούς να τους εντοπίσουμε» δηλώνει ο κ. Χόπκινς αποκαλύπτοντας λεπτομέρειες από τον τρόπο δράσης των αρμόδιων οργάνων. Οπως μάλιστα αποκάλυψε, «πληροφορίες για παράνομες μετακινήσεις αποφέρουν εισόδημα 50 στερλινών, ενώ πληροφορίες για εγκλήματα τα οποία διαπράττονται στα γήπεδα πληρώνονται πολύ καλύτερα».
* H πρόληψη των επεισοδίων
H Αγγλία είναι ίσως η μοναδική χώρα στον κόσμο όπου υπάρχουν φανατικοί οπαδοί οι οποίοι υποστηρίζουν αποκλειστικά την εθνική ομάδα. Ο σύνδεσμός τους αριθμεί 19.000 μέλη, τα οποία πληρώνουν ετήσια συνδρομή 25 στερλίνες. Αρκετοί από αυτούς αρέσκονται να ταξιδεύουν στο εξωτερικό ακόμη και όταν δεν έχουν εξασφαλίσει εισιτήριο για τον αγώνα. «Στην περίπτωση αυτή συγκεντρώνονται πριν από την έναρξη του παιχνιδιού στις εισόδους του γηπέδου φωνασκώντας και απειλώντας ώσπου να καταφέρουν να εισβάλουν στην εξέδρα. H τοπική αστυνομία στις περισσότερες περιπτώσεις αντιδρά απροετοίμαστα. Στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, στην Ισπανία και στην Ιταλία οι αστυνομικοί περιμένουν να φθάσει η κατάσταση στα άκρα για να αναλάβουν δράση, η οποία περιορίζεται κυρίως στη χρήση δακρυγόνων. Το 2000 στον τελικό του Κυπέλλου UEFA ανάμεσα στη Γαλατάσαραϊ και στην Αρσεναλ, στην Κοπεγχάγη, η κατάσταση ήταν εκρηκτική. Αντίθετα, το 2002 στην Ιαπωνία, όπου αγωνίστηκε η Εθνική Αγγλίας στο πλαίσιο του Παγκοσμίου Κυπέλλου, όλα λειτούργησαν ιδανικά. Δεκατέσσερις βρετανοί πράκτορες υποδέχθηκαν 6.000 άγγλους οπαδούς κατευθείαν στο αεροδρόμιο του Τόκιο. Οι καταγεγραμμένοι χούλιγκαν οδηγήθηκαν κατευθείαν στο αεροπλάνο για την επιστροφή. Οι υπόλοιποι έδειξαν εξαιρετική διαγωγή » εξηγεί ο κ. Χόπκινς.
Ζητούμενο για την αγγλική αστυνομία είναι πλέον η πρόληψη των επεισοδίων. Να μη δοθεί η δυνατότητα δράσης στον φανατικό. Να προστατευθούν ο φίλαθλος και η αντίπαλη ομάδα από συμπεριφορές οι οποίες προκαλούν το δημόσιο αίσθημα. Για τον λόγο αυτόν, όπως εξηγεί ο κ. Χόπκινς, «πριν από κάθε εκτός έδρας ή εκτός χώρας παιχνίδι πραγματοποιείται υποχρεωτικά σύσκεψη με τη συμμετοχή του εκπροσώπου της ομάδας, των πρακτόρων οι οποίοι συνεργάζονται με τον συγκεκριμένο σύλλογο και του εκπροσώπου της αστυνομίας. Εκεί αποφασίζεται πώς θα οδηγηθούν οι οπαδοί στο αεροδρόμιο ή στον σταθμό, από ποιες εισόδους θα εισέλθουν στο γήπεδο, με ποιον τρόπο θα ελεγχθούν, τι απαγορεύεται να μεταφέρουν μαζί τους στην εξέδρα και πόση ώρα θα καθυστερήσει μετά το παιχνίδι η αποχώρησή τους». Ο αριθμός των αστυνομικών οι οποίοι απαιτούνται για την ασφάλεια των σημαντικότερων αγώνων της Πρέμιερ Λιγκ σπανίως υπερβαίνει τους 200.
«Ανφιλντ», η «εκκλησία» του Λίβερπουλ Ο ρόλος των φροντιστών με τα γιλέκα τεσσάρων χρωμάτων και η εφαρμογή του κανόνα με τα τρία F
H πρόληψη της βίας και η αντιμετώπιση των χούλιγκαν δεν είναι υποχρέωση μόνο των αρμόδιων φορέων. Ο μάνατζερ του σταδίου «Ανφιλντ» Τζεντ Πόιντον γνωρίζει ότι θα λογοδοτήσει στο δικαστήριο για οτιδήποτε συμβεί στη διάρκεια των αγώνων της Λίβερπουλ. Με δεδομένο ότι η Λίβερπουλ και η Εβερτον προσφέρουν στην κοινωνία του Λίβερπουλ (400.000 κάτοικοι) 4.000 θέσεις εργασίας, ο ρόλος του κ. Πόιντον είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Οταν στο «Ανφιλντ» διεξάγονται αγώνες, είναι υπεύθυνος για τον συντονισμό 1.400 ατόμων: 500 φροντιστών, 400 πωλητών, 100 ελεγκτών εισιτηρίων, 35 φυλάκων στον χώρο του πάρκινγκ, 25 σεκιουριτάδων, 40 νοσοκομειακών οι οποίοι απασχολούνται σε τέσσερα ιατρικά κέντρα με τρία αυτοκίνητα πρώτων βοηθειών, καθώς επίσης ηλεκτρολόγων, γεωπόνων και εργαζομένων στην πυρασφάλεια.
Σημαντικότερος όλων είναι ο ρόλος των φροντιστών, οι οποίοι είναι ηλικίας από 18 ως 65 ετών, και για να προσληφθούν με αποδοχές 25 στερλίνες ανά παιχνίδι πέρασαν από τριήμερα σεμινάρια. Οι φροντιστές φοράνε γιλέκα τεσσάρων χρωμάτων. Πορτοκαλί εκείνοι οι οποίοι φροντίζουν ώστε να περάσουν ευχάριστα οι θεατές, κίτρινο όσοι κάνουν την ίδια δουλειά αλλά διαθέτουν επιπλέον δίπλωμα πυροσβέστη για ώρα ανάγκης, κίτρινο με κόκκινη λουρίδα στο κάτω μέρος οι αρχαιότεροι, των οποίων το μεροκάματο μπορεί να φθάσει τις 100 στερλίνες, και πράσινο εκείνοι οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τον συντονισμό των υπολοίπων. Υποχρέωση των φροντιστών είναι να βρίσκονται δίπλα στους οπαδούς από τη στιγμή που θα περάσουν την είσοδο του γηπέδου. Απαντες οφείλουν να εφαρμόζουν τον κανόνα των τριών «F». Finn, Fair, Friendly (Αποφασιστικότητα, Δικαιοσύνη, Φιλικότητα). Ο φροντιστής επιτρέπεται να ελέγξει τους εισερχομένους και προσφεύγει σε χρήση βίας μόνο για να καταστείλει επεισόδια. Απαγορεύεται να προκαλούν, επιβάλλεται να χαμογελούν στον θεατή και να του συμπεριφέρονται ως φιλοξενούμενο.
Τα τελευταία χρόνια οι άγγλοι οπαδοί σταμάτησαν να συμπεριφέρονται σαν ζώα. H αιτία, σύμφωνα με τον κ. Πόιντον, βρίσκεται στην υπερβολική αγάπη που έχουν για την ομάδα τους. Πηγαίνουν με ψηλά το κεφάλι στις αναμετρήσεις με τους αστυνομικούς, κάνουν όμως πίσω μπροστά στον κίνδυνο να στερηθούν το δικαίωμα παρακολούθησης των αγώνων της ομάδας τους. Στο «Ανφιλντ» 53 κάμερες ελέγχουν τα πάντα: τις εισόδους του γηπέδου, τις εξέδρες, τους διαδρόμους, τα αποδυτήρια, τους χώρους στάθμευσης των αυτοκινήτων.
«Οποιοσδήποτε στα γήπεδα της Αγγλίας παραβιάζει με τη συμπεριφορά του τους κανονισμούς γνωρίζει ότι θα τιμωρηθεί. Δεν θα τον αφήσουμε σε ησυχία, θα τον ανακαλύψουμε, θα τον βγάλουμε στην επιφάνεια, θα τον υποδουλώσουμε. Οσοι επιθυμούν να εισέλθουν στο “Ανφιλντ” γνωρίζουν και αποδέχονται εκ των προτέρων το δικαίωμα του συλλόγου να τους ελέγξει αλλά και να απαγορεύσει την είσοδό τους αν αρνηθούν τον έλεγχο» υπογραμμίζει ο κ. Πόιντον.
Εξήντα αστυνομικοί είναι υπεραρκετοί για την ασφάλεια του «Ανφιλντ» στη διάρκεια των αγώνων της Λίβερπουλ και κοστίζουν στον σύλλογο 12.000 στερλίνες. Οι κατώτεροι εισπράττουν για κάθε ώρα εργασίας 33 στερλίνες και συνολικά 130 ανά παιχνίδι, ενώ οι ανώτεροι μάξιμουμ 350 στερλίνες. Με αυτά τα δεδομένα είναι προφανές ότι οι επιθυμούντες να εργαστούν είναι πάντοτε περισσότεροι. Αδικημένοι θεωρούνται οι 70 αστυνομικοί, εκ των οποίων 14 έφιπποι, οι οποίοι εργάζονται στον προαύλιο χώρο του γηπέδου και πληρώνονται μόνο από την υπηρεσία τους. Εργο τους είναι η υποδοχή των οπαδών, η παρακολούθηση της συμπεριφοράς τους και ο διαχωρισμός του πλήθους.
Το «Ανφιλντ» διαθέτει 87 εισόδους, οι οποίες επιτρέπουν να εισέρχονται στο γήπεδο 1.200 φίλαθλοι ανά λεπτό. Κάθε είσοδος είναι ειδικά εξοπλισμένη. Το μηχάνημα το οποίο υποδέχεται το εισιτήριο ανοίγει το τουρνικέ και μπλοκάρει αυτόματα όταν συμπληρωθεί ο προκαθορισμένος αριθμός εισιτηρίων. Από το 1985, όταν 56 φίλαθλοι κάηκαν στο στάδιο «Μπρέντφορντ», στα γήπεδα της Αγγλίας δεν επιτρέπεται να εισέλθει ούτε ένας επιπλέον θεατής από τον προκαθορισμένο αριθμό. Χωρίς εισιτήριο στο «Ανφιλντ» εισέρχονται μόνο 200 άτομα: οι εκπρόσωποι του Τύπου, τα συγγενικά πρόσωπα των ποδοσφαιριστών και οι σπόνσορες της ομάδας. Και το σημαντικότερο, για την αποχώρηση των 45.000 θεατών απαιτούνται μάξιμουμ οκτώ λεπτά.
Πηγή: Το Βήμα