Η συζήτηση έχει ανοίξει και διεξάγεται δημόσια. Όχι ακόμα επίσημα από τις ίδιες τις κομματικές ηγεσίες αλλά από πρώην πρωθυπουργούς και κορυφαία στελέχη που εκπροσωπούν τάσεις και επιχειρούν να “χρωματίσουν” το διακύβευμα και τα διλήμματα. Κι όλα αυτά εκκινούν, άλλοτε από τη διαγνωσμένη αδυναμία κάποιων να ορίσουν το πρόσημο της “επόμενης μέρας” μετά τα μνημόνια, και άλλοτε από προσωπικές σκοπιμότητες και φιλοδοξίες.
Σεραφείμ Κοτρώτσος
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, για παράδειγμα, μπορεί να έδωσε το παρών στο πρόσφατο ιδρυτικό συνέδριο του Κινήματος Αλλαγής, και να τον υποδέχθηκαν κάτι περισσότερο από φιλικά κάποια από τα στελέχη του, είδε, όμως, λίγο μετά, τις γέφυρες που προσπάθησε να στήσει να καίγονται.
Η σπουδή του να απορρίψει –και μάλιστα δίχως της στοιχειώδη ευγένεια που θα έπρεπε να τον διέπει έναντι ενός δυνητικού εταίρου- την πρόταση της Φώφης Γεννηματά για τη Συνταγματική αναθεώρηση και οι επιθετικές δηλώσεις της κομματικής εκπροσώπου Μαρίας Σπυράκη, ανάγκασαν το ΠΑΣΟΚ να απαντήσει αρκετά σκληρά.
Αλλά και η ώσμωση μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και του νέου φορέα της Κεντροαριστεράς που προκάλεσε η συνάντηση του πρωθυπουργού με τον Σταύρο Θεοδωράκη (με αφορμή την πρόταση του τελευταίου για τη συγκρότηση Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας) προκάλεσε μεγάλη αμηχανία στη Ν.Δ. Απόδειξη, ίσως, ότι μπορεί να έχει κανείς “προθέσεις” αλλά το “εργαλείο” των πρωτοβουλιών παραμένει ακόμα στα χέρια του Αλέξη Τσίπρα.
Είναι επιπλέον προφανές πως το ονοματολογικό της ΠΓΔΜ μπορεί να αποτελέσει εμβρυουλκό εξελίξεων, ανάλογο με το θέμα της αναθεώρησης του Συντάγματος (το οποίο, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα ανοίξει για τα καλά από τον Σεπτέμβριο).
Αυτή την αμηχανία της Ν.Δ αντιλήφθηκε και προσπάθησε να αντιπαρέλθει ο Αντώνης Σαμαράς με το άρθρο του στην “Καθημερινή” περί “υπερβάσεων και συγκλίσεων”. Η πρόσκληση μετεκλογικής κυβερνητικής συνεργασίας με το “Κίνημα Αλλαγής” ήταν περισσότερο από σαφής και διέθετε “αρχηγικούς τόνους” και “ειδικό βάρος” που υπερέβη, ίσως, τον ίδιο τον ρόλο ενός “πρώην” έναντι του “νυν” αρχηγού.
Όμως, είναι αμφίβολο εάν ο πρώην πρωθυπουργός επέτυχε το σκοπό του. Υπερασπιζόμενος μετά πάθους το έργο της κυβερνητικής του θητείας κατά την τριετία 2012-2015 και θέτοντας ως μείζονα στόχο την “στρατηγική ήττα” του ΣΥΡΙΖΑ περιέγραψε ένα πλαίσιο συνεργασίας με το “Κίνημα Αλλαγής” που δεν δείχνουν να συμμερίζονται πολλά από τα στελέχη του νέου φορέα.
Επί της ουσίας απευθύνθηκε περισσότερο σε εκείνο το κομμάτι του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ που ομνύουν ακόμα σε εκείνη την περίοδο. Δίχως άλλο, από τον (αντιπρόεδρο εκείνης της περιόδου) Ευάγγελο Βενιζέλο έως τον Κώστα Σημίτη, και από τον (τότε υπουργό Οικονομικών) Γιάννη Στουρνάρα μέχρι τον Ανδρέα Λοβέρδο, είναι αρκετοί εκείνοι που επιδιώκουν την επανάληψη αυτής της συνεργασίας. Κάτι τέτοιο αποτελεί, άλλωστε, εντελώς κυνικά, όρο προσωπικής πολιτικής επιβίωσής τους. Ακόμα και αν πρέπει να αποδεχθούν ως σοβαρό και προνομιακό τους συνομιλητή τον Άδωνι Γεωργιάδη, την ώρα που στο πλαίσιο αυτής της ala carte σχέσης θεωρούν αποδιοπομπαίο τράγο τον σιωπηλό Κώστα Καραμανλή.
Η ηχηρή απάντηση του Γιάννη Ραγκούση στον Αντώνη Σαμαρά, ότι είμαστε “στρατηγικοί αντίπαλοι” και δεν προσφερόμαστε για “εταίρες και εταίροι”, μπορεί να απέχει σημαντικά από τις “ίσες αποστάσεις” της Φώφης Γεννηματά, δεν είναι όμως μακριά από τις μη ομολογούμενες, ακόμα, δημόσια, επιθυμίες του Γιώργου Παπανδρέου και ενός σημαντικού τμήματος του “Κινήματος Αλλαγής” που παρακολουθεί τις εξελίξεις και κρατά τα χαρτιά του για τον τελευταίο πολιτικό γύρο.
Όλα αυτά εκκινούν από μερικές βασικές παραδοχές.
‘Οτι όσοι είχαν προεξοφλήσει το “πολιτικό τέλος” του Αλέξη Τσίπρα πριν περίπου ένα χρόνο –λίγο πριν την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης– και αναθάρρησαν με τις πιέσεις περί πιστοληπτικής γραμμής, διαπιστώνουν τώρα πως ο πρωθυπουργός αποδεικνύεται “πολύ σκληρός για να πεθάνει”.
Ότι η ευνοϊκή γεωπολιτική συγκυρία (με το αποτύπωμα του αμερικανού παράγοντα εμφανές), η βούληση των Ευρωπαίων να κλείσουν, επιτέλους, το ελληνικό κεφάλαιο κρίσης, οι διαφαινόμενες προοπτικές για μία αξιοπρεπή ελάφρυνση χρέους, και αρκετά ακόμα σημάδια, δείχνουν πως η κυβέρνηση όχι μόνο δεν έχει εξαντλήσει το πολιτικό της κεφάλαιο αλλά αρχίζει να εισπράττει από τους τόκους.
Ακόμα και εκείνοι που είχαν αναγάγει σε μέγιστο επιχείρημα την καταβύθιση του ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις δυσκολεύονται τώρα να εξηγήσουν πως είναι δυνατόν μέσα σε 10 μήνες η διαφορά των 20 μονάδων υπέρ της Ν.Δ να έχει γίνει περίπου 8, και μάλιστα με τάση περαιτέρω μείωσης.
Ο συνδυασμός της ανάκτησης των πρωτοβουλιών από τον Αλέξη Τσίπρα και της αδυναμίας του Κυριάκου Μητσοτάκη να προβάλλει πειστικό εναλλακτικό σχέδιο αποδεικνύεται εκρηκτικός. Και αν – λόγω δημοσκοπήσεων, και όχι μόνο- η ψυχολογία αλλάξει κι άλλο το επόμενο διάστημα και οδηγηθούμε. από το αφήγημα “αυτοδύναμος Κυριάκος” στην πρόβλεψη περί εκλογικού ντέρμπι ή ακόμα περισσότερο περι μη απίθανης νίκης του Τσίπρα, τότε το παιχνίδι ανοίγει ακόμα περισσότερο. Και σε μια τέτοια περίπτωση το “πάνω χέρι” έχει εκείνος που διαθέτει “κάβα”.
Το συζητούν, άλλωστε, ακόμα και στους προνομιακούς για τη Ν.Δ επιχειρηματικούς κύκλους, το λένε, φωναχτά πλέον, στις πρεσβείες, το γράφουν οι μεγάλες ξένες εφημερίδες.
Από την πλευρά της, η Φώφη Γεννηματά θα εξαντλήσει όλη τη δεξιοτεχνία της στην ισορροπία. Δεν την συμφέρει ούτε να παραδοθεί στην αγκαλιά του Κυριάκου Μητσοτάκη, ούτε να άρει τις επιφυλάξεις και την καχυποψία που έχει για τον Αλέξη Τσίπρα. Αυτό επιβάλλει το ένστικτο αυτοσυντήρησης ενός πολιτικού χώρου που γνωρίζει καλά πως κάθε προεξόφληση συμμαχιών οδηγεί μαθηματικά στην περαιτέρω συρρίκνωσή του.
Από την άλλη, όμως, είναι προφανές πως καταβάλλει προσπάθειες να κερδίσει την αυτονομία της και να αποτινάξει τα “βαρίδια”. Εκείνους, δηλαδή, που θέλουν με κάθε τρόπο να την καταστήσουν από τώρα προσάρτημα της Ν.Δ. Ούτως ή άλλως γνωρίζει καλά πως οι ένθερμοι θιασώτες του “μετώπου κατά του ΣΥΡΙΖΑ” έχουν ήδη ψυχολογικά μετοικήσει στο fun club του Κυριάκου και ελάχιστα έχουν να προσφέρουν πολιτικά και εκλογικά στο “Κίνημα Αλλαγής”.
Θα περιμένει, ως εκ τούτου, την κατάλληλη στιγμή. Δεν θα μπει στα παπούτσια κανενός, αν και ξέρει ποια ταιριάζουν περισσότερο στο νεοπαγή φορέα που μόλις μαθαίνει να περπατά, γνωρίζοντας πως το τέλος της διαδρομής μπορεί να είναι οι κάλπες του 2019. Γι αυτό, θα “διαβάζει” τις κινήσεις του Τσίπρα, θα ανταποκρίνεται μερικώς σε εκείνες τις προσκλήσεις που θα την καθιστούν μέρος του παιχνιδιού, θα αποκρούει άλλες που θα δημιουργούν την εντύπωση πως είναι δεδομένη, θα τηρεί ένα ευγενικό savoit faire και με τον Μητσοτάκη, αλλά θα έχει πάντοτε κατά νου πως μετά τις επόμενες εκλογές έρχονται οι…μεθεπόμενες.