Σε πλήρη αναθεώρηση των προβλέψεών του για το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδας τόσο για το 2017 όσο και για το τρέχον έτος προχωρά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, λίγες μόλις ημέρες πριν από την επίσημη ανακοίνωση των δημοσιονομικών προβλέψεων της Eurostat για το 2017.
Σύμφωνα με την έκθεση Δημοσιονομικό Παρατηρητήριο (Fiscal Monitor) που παρουσίασε την Τετάρτη ο Διευθυντής Δημοσιονομικών Υποθέσεων του ΔΝΤ Βιτόρ Γκασπάρ, το Ταμείο έχει βελτιώσει αισθητά τις προβλέψεις του για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2017 και του 2018 σε 3,7% και σε 2,9% αντιστοίχως.
Το Ταμείο υπερδιπλασιάζει τις προβλέψεις του για το πρωτογενές πλεόνασμα (δεν λαμβάνει υπόψη τις δαπάνες για τις πληρωμές τόκων) του 2017, καθώς πλέον το υπολογίζει στο 3,7% του ΑΕΠ, όταν πριν από μόλις έξι μήνες το εκτιμούσε στο 1,7%. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και για το 2018, καθώς το ΔΝΤ αναθεωρεί θετικά την πρόβλεψη του 2,2% που είχε κάνει τον Οκτώβρη και πλέον τοποθετεί το πλεόνασμα στο 2,9% του ΑΕΠ. Η συγκεκριμένη πρόγνωση μπορεί να μην πετυχαίνει τον στόχο του 3,5% που έχει θέσει για φέτος το πρόγραμμα του ESM, αλλά καλύπτει πλήρως τον στόχο που έχει θέσει το ΔΝΤ.
Ειδικότερα, η έκθεση προβλέπει πως το πρωτογενές πλεόνασμα θα περάσει από το 3,7% το 2017 στο 2,9% το 2018, ενώ από το 2019 ως και το 2022 θα βρίσκεται σταθερά στο 3,5%. Για το 2023 το Ταμείο υπολογίζει πως το πλεόνασμα θα διαμορφωθεί στο 1,5% που είναι ένας αριθμός που βρίσκεται εντός των δικών του στόχων.
Όσον αφορά τα στοιχεία για τον προϋπολογισμό (περιλαμβάνει και τις δαπάνες για την πληρωμή τόκων), το ΔΝΤ υπολογίζει πως το 2017 ήταν μια ισοσκελισμένη χρονιά. Για το 2018 προβλέπει ένα μικρό δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης του 0,1%, ενώ για το 2019 εκτιμά πως ο προϋπολογισμός θα είναι και πάλι ισοσκελισμένος. Το δημοσιονομικό πλεόνασμα θα επανέλθει το 2020 με 0,1% και θα συνεχιστεί το 2021 με 0,2%. Αντίθετα, η διετία 2022-2023 θα έχει έλλειμμα 0,2% και 2,4% αντιστοίχως.
Το ΔΝΤ αναδεικνύει την Ελλάδα ως παγκόσμια πρωταθλήτρια του αναπτυγμένου κόσμου στο διαρθρωτικό πρωτογενές πλεόνασμα (το πλεόνασμα συνυπολογιζόμενου του ρυθμού ανάπτυξης) για το έτος 2018.
· 2017: 4,9% του ΑΕΠ.
· 2018: 3,8% του ΑΕΠ.
· 2019: 4,1% του ΑΕΠ.
· 2020: 3,7% του ΑΕΠ.
· 2021: 3,5% του ΑΕΠ.
· 2022: 3,7% του ΑΕΠ.
· 2023: 1,2% του ΑΕΠ.
Στην έκθεση του Ταμείου καταγράφεται μια σταδιακή μείωση των εσόδων της γενικής κυβέρνησης σε σχέση με το ΑΕΠ που θα συνεχιστεί ως το 2023.
· 2017: 48,8% του ΑΕΠ.
· 2018: 48,8% του ΑΕΠ.
· 2019: 48,3% του ΑΕΠ.
· 2020: 47,8% του ΑΕΠ.
· 2021: 46,8% του ΑΕΠ.
· 2022: 46,5% του ΑΕΠ.
· 2023: 45,1% του ΑΕΠ.
Το ΔΝΤ, ωστόσο, εκτιμά πως η συγκεκριμένη μείωση των εσόδων θα εξισορροπηθεί από την αντίστοιχη μείωση των δαπανών της γενικής κυβέρνησης.
· 2018: 48,8% του ΑΕΠ.
· 2019: 48,3% του ΑΕΠ.
· 2020: 47,7% του ΑΕΠ.
· 2021: 46,7% του ΑΕΠ.
· 2022: 46,7% του ΑΕΠ.
· 2023: 47,5% του ΑΕΠ.
Το Ταμείο βλέπει μια σταθερή απομείωση του χρέους της γενικής κυβέρνησης, καθώς εκτιμά ότι μέσα στην περίοδο 2018-2023 θα μειωθεί αθροιστικά κατά 26,2% του ΑΕΠ. Οι προβλέψεις, ωστόσο, του ΔΝΤ είναι πολύ πιο συντηρητικές συγκριτικά με εκείνες των Ευρωπαίων, καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπολογίζει ότι μέχρι το 2022 το ελληνικό χρέος θα έχει υποχωρήσει στο 146,8% του ΑΕΠ, γεγονός που σημαίνει ότι υπάρχει μια απόκλιση της τάξης του 18,3% ανάμεσα στις προβλέψεις των δύο πλευρών.
Ειδικότερα, το ΔΝΤ κάνει τις ακόλουθες προβλέψεις για την πορεία του χρέους της γενικής κυβέρνησης:
· 2018: 191,3% του ΑΕΠ.
· 2019: 181,1% του ΑΕΠ.
· 2020: 177% του ΑΕΠ.
· 2021: 172,2% του ΑΕΠ.
· 2022: 168,7% του ΑΕΠ.
· 2023: 165,1% του ΑΕΠ.