Ότι θα προκήρυττε ο Ταγίπ Ερντογάν πρόωρες εκλογές ήταν κοινό μυστικό εδώ και μήνες , αλλά ότι θα οδηγούσε τόσο σύντομα τη χώρα του στις κάλπες ξάφνιασε πολλούς παρατηρητές εντός και εκτός της Τουρκίας.
Η απόφασή του όμως δείχνει ότι θέλει να αδράξει την ευκαιρία να εδραιωθεί στην εξουσία σε μια περίοδο που η εσωτερική πολιτική σκηνή, αλλά και οι τάσεις διεθνώς, δείχνουν να ευνοούν τους αυταρχικούς ηγέτες.
Ο Ερντογάν παρακολουθεί επισταμένως τις δημοσκοπήσεις και η δημοφιλία του ανέβηκε κάπου στο 40% μετά την επιχείρηση του τουρκικού στρατού στην Αφρίν τον Ιανουάριο.
Την ίδια ώρα η δυσχερής κατάσταση της τουρκικής οικονομίας ασκεί πιέσεις στην κυβέρνηση Ερντογάν. Αν και συνεχίζει τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης -7% το τελευταίο τρίμηνο του 2017- ο πληθωρισμός παραμένει επίμονα υψηλός πλήττοντας τις τσέπες των ψηφοφόρων και τα εταιρικά χρέη είναι στα ύψη, παράγοντες που καθιστούν την οικονομία της Τουρκίας ιδιαίτερα ευάλωτη σε διάφορες εξελίξεις διεθνώς.
Αλλά η προκήρυξη των πρόωρων εκλογών ερμηνεύεται και ως επιθυμία του Ερντογάν να υποσκάψει τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Όταν το αντιπολιτευόμενο υπερεθνικιστικό Iyi Parti ( Καλό Κόμμα) της Μεράλ Ακσενέρ εμφανίστηκε στο προσκήνιο στα τέλη του περασμένου χρόνου, προσέλκυσε απογοητευμένα στελέχη τόσο από το κυβερνών κόμμα ΑΚP του Ερντογάν όσο και από το Εθνικιστικό Κίνημα του συμμάχου του, Ντεβλέτ Μπαχτσελί.
Η Μεράλ Ακσενέρ, επικεφαλής του εθνικιστικού κόμματος Iyi Parti Η Μεράλ Ακσενέρ, επικεφαλής του εθνικιστικού κόμματος Iyi Parti
Η αυξανόμενη δημοτικότητα του Iyi Parti άρχισε να απειλεί και τα δύο κόμματα και η προσφυγή στις κάλπες τον Ιούνιο μπορεί να εμποδίσει την πρώην Εσωτερικών της κυβέρνησης της Τανσού Τσιλέρ να κατεβεί υποψήφια, καθώς το νεοσύστατο κόμμα της ενδέχεται να μη μπορέσει να μετάσχει στις εκλογές, αφού ο τουρκικός εκλογικός νόμος ορίζει ότι ένα κόμμα επιτρέπεται να καταθέσει υποψηφιότητα για τις εκλογές έξι μήνες μετά το τέλος του ιδρυτικού του συνεδρίου. Και το συνέδριο του Iyi Parti ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο. Η ίδια, βέβαια, επιμένει ότι θα διεκδικήσει την προεδρία απέναντι στον κραταιό Ερντογάν και θα κατεβάσει υποψηφίους για τη Βουλή: «Αρχίζουμε απ’ αυτή τη στιγμή να εργαζόμαστε για τις εκλογές. Είμαι υποψήφια για την προεδρία, θα μαζέψω 100.000 υπογραφές. Να μάθουν όλοι τα όριά τους. Το Iyi Parti θα μετάσχει στις εκλογές και θα νικήσει», διεμήνυσε προς… όλες τις κατευθύνσεις.
Η αξιωματική αντιπολίτευση από την άλλη, το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα συνελήφθη εξαπίνης από την ανακοίνωση και δεν έχει ακόμη επιλέξει υποψήφιο για την προεδρία, καθώς ο ηγέτης του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου το απέκλεισε από πέρυσι. Ο αντιπρόεδρος της ΚΟ του κόμματος, Ενγκίν Αλτάι, είπε ότι η επιλογή υποψηφίου θα γίνει εντός δύο εβδομάδων.
Το φιλοκουρδικό κόμμα HDP βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο λόγω της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης στην Τουρκία. Ο δημοφιλής πρώην αρχηγός του Σελαχατίν Ντεμιρτάς κι άλλοι οκτώ βουλευτές του βρίσκονται στη φυλακή, ενώ πολλοί δήμαρχοι που εκλέχθηκαν με τις λίστες του, απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους. Το HDP, ωστόσο, ανέδειξε νέα ηγετικά στελέχη και δηλώνει έτοιμο για εκλογές: «Η 24η Ιουνίου δεν είναι ημερομηνία πρόωρων εκλογών, αλλά εκλογών πανικού. Η κυβέρνηση είναι ανίκανη», είπε ο συμπρόεδρος του κόμματος, Σεζάι Τεμελί.
Ωστόσο, το ουσιαστικό πρόβλημα για τον Ερντογάν, θα είναι αν δεν καταφέρει να επικρατήσει από τον πρώτο γύρο εξασφαλίζοντας το 50% συν μία ψήφο, αφού στον δεύτερο ο όποιος αντίπαλός του ενδέχεται να συσπειρώσει τις ψήφους κατά του Ερντογάν.
Η δημοτικότητα του Τούρκου προέδρου, ωστόσο, κυμαίνεται γύρω στο 40% σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις.
Στο αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα για τη μετάβαση σε προεδρικό σύστημα εξουσίας πριν από ένα χρόνο ο Ερντογάν επικράτησε οριακά με 51% – έναντι 49% εκείνων που είπαν Όχι. Η Μεράλ Ακσενέρ ήταν τότε επιφανές στέλεχος της εκστρατείας υπέρ του Όχι. Τώρα λέει ότι θα συγκεντρώσει ευρεία υποστήριξη στις επικείμενες εκλογές κι υπόσχεται να μετατρέψει το όνειρο του Ερντογάν σε εφιάλτη…
Ανάλυση του Simon Tisdall από τον Guardian
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ανήκει στην κατηγορία των πολιτικών ηγετών της εποχής οι οποίοι εκτιμούν το κύρος που προσφέρει η εκλογή τους μέσα από μια φαινομενικά δημοκρατική διαδικασία, δεν θέλουν όμως και να διακινδυνεύσουν να χάσουν.
Από την άποψη αυτή, ο πρόεδρος της Τουρκίας δεν διαφέρει από τον Βλαντίμιρ Πούτιν ή τον Αμπντέλ Φάταχ αλ-Σίσι. Η ιδέα τους για τη δημοκρατία είναι κοινή: «Εσείς ψηφίζετε, εγώ κερδίζω.»
Το να χάσουν ο Ερντογάν και το κυβερνών κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στις πρόωρες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές που προκηρύχθηκαν για τις 24 Ιουνίου δεν είναι κάτι που μπορεί να αποκλειστεί. Είναι όμως εξαιρετικά απίθανο. Το ΑΚΡ κέρδισε καθαρή πλειοψηφία των εδρών το 2015 και σήμερα απολαμβάνει επιπλέον την υποστήριξη του Εθνικιστικού Κινήματος (ΜΗΡ).
Οσο για τον Ερντογάν, παραμένει ο κυρίαρχος πολιτικός της Τουρκίας, όσο κι αν το κύρος του στο εξωτερικό έχει μειωθεί. Είναι όμως ταυτόχρονα και μια διχαστική προσωπικότητα. Πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε ότι τον υποστηρίζει το 49,8% των Τούρκων, ενώ το 42% διαφωνεί με την πολιτική του. Στην ίδια δημοσκόπηση, ο ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου έλαβε μόλις 19%.
Ο Ερντογάν έχει εκτοπίσει από το προσκήνιο παλιούς συνεργάτες του όπως ο Αμπντουλάχ Γκιουλ και ο Αχμέτ Νταβούτογλου, πρώην πρόεδρος και πρώην πρωθυπουργός αντίστοιχα, εξασφαλίζοντας ότι κανείς από το ΑΚΡ δεν θα είναι σε θέση να τον ανταγωνιστεί. Και μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, έχει εξουδετερώσει κάθε ανταγωνιστική βάση εξουσίας ή μέσο ενημέρωσης, έχει φυλακίσει βουλευτές και δημοσιογράφους που διάκεινται συμπαθώς προς τους Κούρδους και έχει απολύσει στο όνομα της εθνικής ασφάλειας δεκάδες χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους, πανεπιστημιακούς, στρατιωτικούς, αστυνομικούς και δικαστές.
Σε τέτοιες συνθήκες, η προοπτική πραγματικά ελεύθερων, ανοιχτών και έντιμων εκλογών είναι ανύπαρκτη. Ο Ερντογάν περίμενε αυτή τη στιγμή σε όλη του τη ζωή. Αν και όταν κερδίσει τις εκλογές, θα αναλάβει τις πλήρεις εξουσίες της νέας «εκτελεστικής προεδρίας» που ψηφίστηκαν με πολύ μικρή πλειοψηφία στο περυσινό συνταγματικό δημοψήφισμα.
Προκηρύσσοντας πρόωρες εκλογές, ο Ερντογάν ετοιμάζεται να αποκτήσει πλήρη και προσωπικό έλεγχο όλων των πλευρών της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Θα γίνει έτσι ένας ουσιαστικός δικτάτορας, ισχυρότερος ίσως ακόμη κι από τον Κεμάλ Ατατούρκ, τον ιδρυτή της σύγχρονης κοσμικής Τουρκίας.
Ανήσυχοι πολιτικοί στο Παρίσι, το Βερολίνο, το Λονδίνο και την Ουάσινγκτον δεν βλέπουν πλέον στο πρόσωπό του έναν αξιόπιστο φίλο και σύμμαχο. Βλέπουν έναν αυταρχικό ηγέτη, που εκμεταλλεύεται τα εθνικιστικά και νεοϊσλαμιστικά συναισθήματα, την ξενοφοβία, την ευρωφοβία και τον φόβο από τον πόλεμο στη Συρία, για να δικαιολογήσει τις κατάφωρες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τον θεσμικό βανδαλισμό και την αντιευρωπαϊκή και αντιδυτική πολιτική του.
Αν και εξακολουθεί να είναι μέλος του ΝΑΤΟ, η Τουρκία του Ερντογάν είναι τώρα ένας στενός σύμμαχος της Ρωσίας. Στη Συρία, ο Ερντογάν συνεργάζεται με τη Μόσχα και την Τεχεράνη για την επίτευξη μιας πολιτικής και εδαφικής διευθέτησης που θα κρατήσει το καθεστώς του Μπασάρ αλ-Ασαντ στη θέση του, παρόλο που στο παρελθόν είχε ζητήσει την παραίτηση του τελευταίου.
Σε αντάλλαγμα, η Μόσχα παρέσχε σιωπηρή στήριξη στην πρόσφατη στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας στο Αφρίν της βορειοδυτικής Συρίας. Η αντικουρδική ρητορική θα παίξει σημαντικό ρόλο στην εκστρατεία του Ερντογάν για την επανεκλογή του. Όπως είπε άλλωστε ο ίδιος, η ανάγκη να φανεί «ισχυρός» στο Αφρίν ήταν ένας από τους λόγους που προκήρυξε πρόωρες εκλογές.
Ο Πούτιν και ο Σι Τζινπίγκ θα είναι προφανώς εντυπωσιασμένοι από την άνοδο του Ερντογάν. ΟΙ σκληροπυρηνικοί του Ιράν τον επιδοκιμάζουν. Δεν συμβαίνει το ίδιο όμως με τις δυτικές δημοκρατίες, στις οποίες επιδίωκε για καιρό η Τουρκία να ενταχθεί. Γι’αυτές, η Τουρκία βρίσκεται στη λάθος πλευρά της αντιπαράθεσης μεταξύ ελευθερίας και ελέγχου.
Το σχέδιο 2023 και η “εκρηκτική” ελληνική παράμετρος (το κείμενο δημοσιεύτηκε στο anatropinews.gr πριν δύο εβδομάδες και “πρόβλεψε” τον εκλογικό αιφνιδιασμό του Ερντογάν):
“Νομίζω ότι τόσο η Ελλάδα όσο και οι ΗΠΑ θα αντιμετωπίσουν αναταράξεις τους επόμενους δυο μήνες, ενόψει της επανεκλογής του Προέδρου Ερντογάν”. Η συγκεκριμένη αναφορά έγινε από τον πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα Τζέφρι Πάϊατ στη συνέντευξη που παραχώρησε στο Vice του Ant1 αλλά δεν έτυχε της δέουσας προσοχής. Γιατί, ειδικά, οι επόμενοι δύο μήνες;
Το Στέϊτ Ντιπάρτμεντ φαίνεται πως έχει καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο Τούρκος πρόεδρος ενδέχεται να προβεί σε μία εντυπωσιακή πολιτική κίνηση: να επισπεύσει τις προεδρικές εκλογές που είναι προγραμματισμένες για το Νοέμβριο του 2019 και να αξιοποιήσει το θετικό -όπως εκτιμούν στην Άγκυρα- γεωπολιτικό momentum οδηγώντας τη χώρα του στις κάλπες, φέτος το καλοκαίρι, με την ευκαιρία της επετείου των δύο ετών από το αποτυχημένο πραξικόπημα.
Κι αυτό παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων. Πριν μερικές εβδομάδες, για παράδειγμα, ο αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης Μεχμέτ Σιμζέκ είπε στο Reuters πως “ο Τούρκος πρόεδρος κατέστησε σαφές πως οι εκλογές θα γίνουν το Νοέμβριο του 2019 και όχι νωρίτερα”.
Σύμφωνα με πληροφορίες του anatropinews.gr, κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση στην Αθήνα έχουν ενημερωθεί από τον βοηθό υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Γουές Μίτσελ ότι “μια τέτοια πρωτοβουλία του Ερντογάν είναι πάνω στο τραπέζι και ενδεχομένως να υπάρξει πολιτικός αιφνιδιασμός”. Την ίδια εικόνα μετέφερε ο ανώτερος αξιωματούχος του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ και στον τομεάρχη Εξωτερικών της Ν.Δ Γιώργο Κουμουτσάκο κατά τη συνάντηση που είχαν προ ημερών στην Ουάσιγκτον. Και αυτό ακριβώς εννοούσε ο κ. Πάϊατ όταν προσδιόρισε ως εξαιρετικά επικίνδυνο διάστημα πιθανών αναταράξεων στο Αιγαίο και την Κύπρο το επόμενο δίμηνο (μέχρι τον Ιούνιο).
Η ανάλυση των Αμερικανών αναφέρει πως ο Ερντογάν σκοπεύει να αξιοποιήσει μια σειρά από γεγονότα.
Τη μεγάλη νίκη των τουρκικών δυνάμεων στο Αφρίν και τη συνέχιση της εκστρατείας στα εδάφη της Βόρειας Συρίας, πιθανώς και ανατολικά του Ευφράτη, αλλά και τη γεωπολιτική ενίσχυση της χώρας του μέσω της συμμαχίας με τη Ρωσία και, φυσικά, του μετώπου που έχει ανοίξει με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ.
Ο παροξυσμός του Τούρκου προέδρου δεν είναι, φυσικά, “ψυχολογικά υποκινούμενος” και θα ήταν σφάλμα να εκλάβει κανείς ως κάτι τέτοιο την κλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας. Πρόκειται, όπως λένε, σοβαροί αναλυτές, για μία στρατηγική κίνηση που έχει ως ορίζοντα- ορόσημο το έτος 2023.
Ο Ερντογάν επιδιώκει να αναγορευτεί ως ο ισχυρότερος και πιο εμβληματικός ηγέτης της Τουρκίας μετά τον Κεμάλ Ατατούρκ. Ουσιαστικά, αναιρώντας το κεμαλικό δόγμα και κράτος. Στα 100 χρόνια, λοιπόν, από την ίδρυση της (Κεμαλικής) τουρκικής δημοκρατίας, επιθυμεί να είναι σε θέση να κηρύξει την ίδρυση του Νεο-Οθωμανικού κράτους, της νέας “πατρίδας”, δηλαδή, που θα εγγράψει γι αυτόν υποθήκες υστεροφημίας.
Υπό το πρίσμα αυτό, οι αναλύσεις των αμερικανικών think tank αναφέρουν πως το επόμενο διάστημα θα κάνει ότι μπορεί για να είναι σε θέση να υλοποιήσει το σχέδιό του προς το “2023”. Δεν είναι τυχαίο ότι, κατά την επίσκεψη του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Τουρκία, τόσο η έναρξη λειτουργίας του πυρηνικού εργοστασίου στο Ακούγιου (με τη συνδρομή της Ρωσίας), όσο και η προμήθεια και εγκατάσταση των αντιαεροπορικών συστημάτων S-400 τοποθετούνται χρονικά για το 2023. Αυτή είναι, επιπλέον, και η καταληκτική ημερομηνία για την καθέλκυση του πρώτου τουρκικού αεροπλανοφόρου -που θα ονομαστεί “Αναντολού”- αλλά και ενός μεγάλου αριθμού νέας γενιάς υποβρυχίων, όπως ο ίδιος ο Ερντογάν εξήγγειλε το καλοκαίρι του 2017.
Όλα αυτά συνθέτουν την εικόνα της νέας Τουρκίας ως περιφερειακής υπερδύναμης με στροφή προς τα ανατολικά, στο πλαίσιο του νεο-οθωμανικού δόγματος που διέπει το τουρκικό καθεστώς.
Παράλληλα, ο Ερντογάν φαίνεται πως έχει μεταβάλλει τη στρατηγική της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας του και έχει υιοθετήσει την επιδίωξη μιας “ειδικής σχέσης” με την Ε.Ε, κάτι που δεν απορρίπτουν ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία. Στις Βρυξέλλες είναι απολύτως σαφές πως η σημερινή Τουρκία δεν πληροί βασικές προϋποθέσεις ένταξης, από την άλλη, όμως, δεν επιθυμούν να αποκόψουν τον ομφάλιο λώρο που “ψυχολογικά” συνδέει την Άγκυρα με την Ε.Ε. Κάτι τέτοιο θεωρείται επικίνδυνο εξαιτίας και του προσφυγικού ζητήματος που αποτελεί πάντοτε έναν μεγάλο κίνδυνο για τις ευρωπαϊκές χώρες. Κι αυτό, επιπλέον, αφαιρεί, πιθανώς, από την Ελλάδα το επιχείρημα ότι είναι η μοναδική χώρα που προάγει τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Τουρκίας και επιτρέπει σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες να προχωρούν σε απευθείας συνεννοήσεις και διμερείς συμφωνίας με την Άγκυρα.
Τα παραπάνω συνιστούν ένα νέο γεωπολιτικό περιβάλλον που ενδιαφέρει άμεσα την Ελλάδα και την Κύπρο. Στο πλαίσιο, για παράδειγμα, της επιδίωξης να εδραιωθεί πολιτικά και να φθάσει στο 2023 ως απόλυτος ηγεμών, ο Ερντογάν θα κλιμακώνει τις προκλήσεις στο Αιγαίο και την κυπριακή ΑΟΖ, επιδιώκοντας να συσπειρώνει τους οπαδούς του στο εσωτερικό αλλά και να εδραιώνει τη συμμαχία του με το κόμμα του Μπαχτσελί και ολόκληρο το εθνικιστικό σύστημα της γειτονικής χώρας.
Οι αναλύσεις στην Ουάσιγκτον, λοιπόν, οδηγούν στο συμπέρασμα πως δεν πρέπει να αποκλεισθούν κινήσεις αύξησης της έντασης στην περιοχή, ακόμα και με την πρόκληση “ελεγχόμενου” θερμού επεισοδίου (όσο ελεγχόμενο μπορεί να είναι κάτι τέτοιο). Αυτό θέλησε να εκφράσει με την αναφορά του ο Αμερικανός πρέσβης, ο οποίος φέρεται να έχει ενημερώσει σχετικά την ελληνική κυβέρνηση.
Στο Μέγαρο Μαξίμου γνωρίζουν πολύ καλά όλα αυτά τα σενάρια και ήδη οι Αλέξης Τσίπρας και Νίκος Κοτζιάς, με τους επιτελείς τους, προχωρούν στη διαμόρφωση μιας νέας στρατηγικής έναντι της Άγκυρας. Η ενίσχυση των σχέσεων με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ είναι βασικός πυλώνας αυτής της στρατηγικής. Το Νεώριο, η Ανδραβίδα και το στρατηγείο της Λάρισας είναι, για παράδειγμα, τρεις σημαντικές παράμετροι.
Οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται να περάσει το ναυπηγείο της Σύρου σε αμερικανό στρατηγικό επενδυτή, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως βάση συντήρησης και ανεφοδιασμού των αμερικανικών πολεμικών πλοίων που βρίσκονται στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και τον Περσικό κόλπο. Η βάση της Ανδραβίδας, δε, μπορεί να λειτουργήσει ως μερικό υποκατάστατο του τουρκικού Ιντσιρλίκ, ιδιαίτερα σε περιόδους ψυχρότητας -όπως τώρα- στις σχέσεις Ουάσιγκτον και Άγκυρας.
Ο “πόλεμος” δηλώσεων μεταξύ Ερντογάν και Νετανιάχου, επίσης, δείχνει πως η Ελλάδα πρέπει να ενισχύσει περαιτέρω της σχέσεις της με το Τελ Αβίβ, ως αντίβαρο στα τουρκικά σχέδια στη νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Η ίδρυση του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας και η συγκρότηση ενός Ανωτάτου Συμβουλίου Στρατηγικής Συνεργασίας με την Κύπρο είναι δύο σχέδια που εξετάζονται από την κυβέρνηση και θα υλοποιηθούν πιθανότατα το επόμενο διάστημα.
Εάν, τέλος, αποδειχθούν ακριβείς οι πληροφορίες και αναλύσεις του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ για επίσπευση των εκλογών στην Τουρκία, είναι προφανές πως ο Ερντογάν ίσως επιδιώξει να ανεβάσει κι άλλο το “θερμόμετρο” στην περιοχή. Κι αυτό το λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους στο Μέγαρο Μαξίμου, το υπουργείο Εξωτερικών και το Πεντάγωνο. Και στο πλαίσιο αυτό ο Αλέξης Τσίπρας έχει καταστήσει σαφές στον Πάνο Καμμένο πως πρέπει να τεθούν υπό έλεγχο και να υπακούουν στο γενικό στρατηγικό πλαίσιο όλες οι δηλώσεις που γίνονται για την Τουρκία και τις επιδιώξεις της. Με στόχο να αποφεύγονται άσκοπες εντάσεις αλλά και να εκπέμπεται ενιαίο μήνυμα…
Πηγή: iefimerida.gr