Έτσι θα πάμε μέχρι τον Αύγουστο. Η κυβέρνηση θα υποστηρίζει ότι οδεύουμε προς “καθαρή” έξοδο, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι -όπως καλή ώρα ο Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ και ο Κλάους Ρέγκλινγκ- θα το επιβεβαιώνουν και ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα δηλώνει κατηγορηματικά ότι η έξοδος, αν όχι “βρώμικη”, θα είναι “λερωμένη” και υπονομευμένη.
Βεβαίως, όλα αυτά τα επιλύει εν τέλει η ίδια η ζωή και οι… παρακάμερες μεταξύ Βρυξελλών, Βερολίνου, Φραγκφούρτης και Ουάσιγκτον. Η Ν.Δ, ωστόσο, μοιάζει να αγωνίζεται να αναιρέσει κάτι που έχει τελεστεί.
Οι Ευρωπαίοι -για μια σειρά λόγους που είναι εύκολα κατανοητοί- έχουν αποφασίσει να κλείσουν τον κύκλο του “ελληνικού προβλήματος”, που ξεκίνησε -ας μην το ξεχνάμε- με την παταγώδη αποτυχία του παλαιού πολιτικού συστήματος και την ιστορική χρεοκοπία του 2010.
Η ‘Αγκελα Μέρκελ βρίσκεται σε τροχιά πολιτικής αποδόμησης και αναζητά ήδη ρόλους και χειρισμούς που θα εξασφαλίσουν την ομαλότητα της διακυβέρνησης του “μεγάλου συνασπισμού” στη Γερμανία αλλά και τη δική της υστεροφημία -πιθανώς, ακόμα και με ένα νέο ευρωπαϊκό ρόλο.
Ο Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ επιθυμεί να ολοκληρώσει τη θητεία του -σε περίπου ένα χρόνο από σήμερα- χωρίς να έχει αφήσει στίγματα και έχοντας δικαιωθεί για την πολιτική στήριξη που παρείχε στην Αθήνα.
Η γραφειοκρατία των Βρυξελλών είναι ήδη προσανατολισμένη στην “επόμενη μέρα” και ο νέος “αστέρας” των ευρωπαϊκών συσχετισμών Εμανουέλ Μακρόν επιδιώκει να βάλει τη δική του υπογραφή στη νέα “αρχιτεκτονική” του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Η υπόθεση της προληπτικής πιστωτικής γραμμής φαίνεται πως έκλεισε εύκολα, σε πείσμα των τεχνοκρατικών επιδιώξεων των στελεχών της ΕΚΤ και των πολιτικών σκοπιμοτήτων διαφόρων στην Αθήνα. Ο νέος υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας αναζητά εξασφαλίσεις για μία “ήπια” ρύθμιση του ελληνικού χρέους που θα κρατήσει -έστω εικονικά και για άλλοθι- στο παιχνίδι το ΔΝΤ και όλοι μαζί θα προσπαθήσουν να θέσουν μια σειρά όρους σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις και την μεταμνημονιακή εποπτεία ώστε να αποφύγουν οιαδήποτε οπισθοδρόμηση που μπορεί να προκύψει εξαιτίας του πολιτικού κύκλου στην Ελλάδα.
Σε αυτό το τελευταίο κρύβεται και το μυστικό της εξόδου.
Ο Αλέξης Τσίπρας θα κερδίσει βαθμούς ελευθερίας μετά το τέλος του προγράμματος μόνο εφόσον πείσει ότι θα παραμείνει πιστός σε αυτό που ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2015 και άπαντες του αναγνωρίζουν ότι το έφερε εις πέρας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Γι αυτό και κάνει ότι μπορεί για να ισορροπήσει μεταξύ του κοινωνικού προσήμου που πρέπει να έχει η διακυβέρνηση μετά τα μνημόνια και της ανάγκης να τηρηθούν δεσμεύσεις στο δημοσιονομικό πεδίο αλλά και σε πολιτικές που θα προστατεύουν την ανάπτυξη και, ως εκ τούτου, θα εξευμενίζουν τις αγορές.
Για όλους αυτούς τους λόγους η εμμονή σε μια πολιτική αντιπαράθεση σχετικά με την “καθαρότητα” της εξόδου δεν βλάπτει τον Τσίπρα, όπως ίσως εκτιμούν στη Ν.Δ, βλάπτει την ίδια την οικονομία και την ίδια τη χώρα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται ότι αντιλαμβάνεται (κατά βάθος) πόσο ατελέσφορη είναι αυτή η τακτική και προσπαθεί να μετατοπίσει το βάρος της σύγκρουσης με την κυβέρνηση στο δίλημμα “ποιος μπορεί να διασφαλίσει την κανονικότητα μετά την έξοδο από τα μνημόνια”. Γι’ αυτό και υποστηρίζει πως εκείνος μπορεί να φέρει επενδύσεις 100 δισ. τα επόμενα χρόνια, δίχως, ωστόσο, να κάνει νύξη σχετικά με τις ευθύνες εκείνων που προκάλεσαν την μεγαλύτερη απο-επένδυση που έγινε σε καιρό ειρήνης σε οποιαδήποτε χώρα παγκοσμίως, όπως συνέβη μεταξύ του 2010 και του 2014.
Σε γενικές γραμμές αυτό θα είναι και το δίλημμα των επόμενων εκλογών. Ποιος, δηλαδή, μπορεί να εγγυηθεί καλύτερα την επιστροφή της χώρας στην ευρωπαϊκή κανονικότητα. Ο πρωθυπουργός θα έχει στην “φαρέτρα” του το επιχείρημα ότι άλλοι έβαλαν τη χώρα στα μνημόνια και άλλος την έβγαλε, ο δε αρχηγός της Ν.Δ θα επικαλείται μέχρι τέλους την “καταστροφή” του πρώτου εξαμήνου του 2015 και τα …200 δισ. που έλεγε πρόσφατα ο Τόμας Βίζερ. Τι θα είναι ισχυρότερο θα το κρίνουν, τελικά, οι πολίτες.
Επειδή, όμως, οι προφητείες ενίοτε διατυπώνονται με την προσδοκία της “αυτοεκπλήρωσης”, και επειδή οι αγορές εισπράττουν ως δεδομένα ακόμα και τους ψιθύρους εσωτερικής αστάθειας και αμφισβήτησης, καλό είναι να προστατεύσουν άπαντες την πορεία εξόδου από τα μνημόνια -που είναι το βασικό και μεγάλο ζητούμενο- και ας αντιπαρατεθούν στο αφήγημα “μετά τα μνημόνια” που καθένας μπορεί να αρθρώσει…
Υ.Γ Η συζήτηση, πάντως, περί καθαρής εξόδου θα ήταν άδικο να εστιασθεί μόνο στις αμφιβολίες της αντιπολίτευσης. Καλό θα ήταν να είναι προσεκτικότεροι και όσοι εκ της κυβέρνησης αφήνουν “λεκέδες” με τις παρεμβάσεις τους. Οι αναφορές, για παράδειγμα, του Ευκλείδη Τσακαλώτου περί της μεταμνημονιακής εποπτείας (Financial Times), “αντικατέστησαν” στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων τις εντυπωσιακά θετικές διαπιστώσεις και διατυπώσεις του Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ. Το ήθελε, δεν το ήθελε, ο υπουργός Οικονομικών, μάλλον το…κατάφερε