Ευοίωνα μηνύματα για τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας και της βιώσιμης ανάπτυξης στέλνουν τα τραπεζικά ιδρύματα, την ώρα που όλες οι πληροφορίες και εκτιμήσεις σε Διεθνή μέσα συγκλίνουν ότι τα επικείμενα τεστ αντοχής θα έχουν θετικά αποτελέσματα.
«Ήρθε η στιγμή να στηρίξουμε με τις δυνάμεις που μας αναλογούν την βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και να ενισχύσουμε περαιτέρω τους αναπτυξιακούς της ρυθμούς. Έχουμε τα κεφάλαια, τις υποδομές, το ανθρώπινο δυναμικό και έχουμε προχωρήσει σε συνεργασίες με διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οργανισμούς που μας επιτρέπουν να επιτύχουμε τον στόχο αυτό. Οι τράπεζες ασχολούνται πλέον με τις βασικές τραπεζικές τους εργασίες που δεν είναι άλλες από την στήριξη της οικονομίας και την κάλυψη των αναγκών των νοικοκυριών», αναφέρει στο ΑΠΕ/ΜΠΕ επιτελικό στέλεχος συστημικής τράπεζας.
Σ΄αυτό το πλαίσιο οι τράπεζες, τόσο η κάθε μια χωριστά καθορίζοντας την στρατηγική της, όσο και συλλογικά με πρωτοβουλίες της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, έχουν συμβάλει στη δημιουργία των προϋποθέσεων ώστε να διαδραματίσουν ουσιαστικό ρόλο στην αναπτυξιακή πολιτική της χώρας μέσω προσέλκυσης επενδύσεων και χρηματοδότησης της οικονομίας.
Όπως επανειλημμένα έχουν αναφέρει σε δημόσιες παρεμβάσεις τους διοικητικά στελέχη τραπεζών, έμφαση θα δοθεί από το τραπεζικό σύστημα, μεταξύ άλλων, στην χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που αποτελούν την ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας και εκτιμάται ότι θα συμβάλουν στο νέο παραγωγικό μοντέλο της χώρας που θα χαρακτηρίζεται από εξωστρέφεια και καινοτομία σε όποιον τομέα και να δραστηριοποιούνται.
Σημαντικό ρόλο στην δυναμική των τραπεζών έχει το γεγονός ότι η μεγάλη πρόκληση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, παρά τους φιλόδοξους στόχους που έχουν τεθεί, δείχνει να επιτυγχάνεται με ότι θετικό συνεπάγεται αυτό για το τραπεζικό σύστημα και γενικότερα την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας.
Στην κατεύθυνση αυτή θετική επίπτωση έχει η έναρξη των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών που οδήγησε πολλούς στρατηγικούς κακοπληρωτές – δανειολήπτες που είχαν τη δυνατότητα να εξυπηρετούν τις οφειλές τους αλλά συνειδητά δεν το έκαναν – να επιστρέψουν στα «ταμεία» των τραπεζών και να προχωρήσουν σε ρυθμίσεις προκειμένου να μην χάσουν τις περιουσίες τους.
Αισιοδοξία δημιουργεί και το γεγονός ότι το 2017 οι τραπεζικές καταθέσεις του μη χρηματοπιστωτικού ιδιωτικού τομέα αυξήθηκαν κατά περίπου 10 δις. ευρώ από τα μέσα του 2016 και οι τραπεζικές πιστώσεις σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις παρουσιάζουν σταθεροποίηση. Οι κεφαλαιακοί έλεγχοι έχουν χαλαρώσει και η εξάρτηση των τραπεζών από τη χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα έχει μειωθεί σημαντικά, σε 13 δισ. ευρώ περίπου από 90 δισεκ. ευρώ τον Ιούλιο του 2015.
Παράλληλα οι τράπεζες – εάν και ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς – φαίνεται να θέτουν τις βάσεις για να επιτύχουν και το στόχο του ψηφιακού τους μετασχηματισμού, με την υιοθέτηση και των νέων τεχνολογιών. Στο πλαίσιο αυτό οι επενδύσεις στον τομέα αυτό εκτιμάται ότι θα προσεγγίσουν σε επίπεδο τραπεζικού συστήματος το 1 δισ. ευρώ σε χρονικό ορίζοντα τριετίας.
Όπως επισημαίνουν τραπεζικά στελέχη οι επενδύσεις αυτές είναι απαραίτητες προκειμένου το τραπεζικό σύστημα να αντιμετωπίσει με επιτυχία τον ανταγωνισμό από τους καλούμενους «τρίτους παίκτες» που εισέρχονται διεθνώς στην παροχή τραπεζικών υπηρεσιών και προϊόντων. Τραπεζικά στελέχη εκφράζουν την αισιοδοξία ότι και ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί καθώς σύμφωνα με διεθνείς έρευνες το συγκριτικό πλεονέκτημα των παραδοσιακών τραπεζικών οργανισμών έναντι των νέων παικτών είναι η εμπιστοσύνη των πολιτών στο τραπεζικό σύστημα.
Οι τράπεζες στη διαδικασία του ψηφιακού μετασχηματισμού και της ενίσχυσης εναλλακτικών καναλιών και εφαρμογών έχουν ανοικτό δίαυλο επικοινωνίας και αναπτύσσουν συνεργασίες και με την κοινότητα των fin tech διοργανώνοντας διαγωνισμούς κλπ. Σε κάθε περίπτωση όπως επισημαίνουν τραπεζικά στελέχη ο ανταγωνισμός είναι προς όφελος των συναλλασσομένων καθώς ωθεί όλες τις πλευρές στην παροχή αναβαθμισμένων προϊόντων και υπηρεσιών.