Τα ιρανικά προγράμματα βαλλιστικών πυραύλων δηλητηριάζουν τις σχέσεις ανάμεσα στην Τεχεράνη και τη Δύση εδώ και χρόνια, τη στιγμή κατά την οποία η Ισλαμική Δημοκρατία θεωρεί αδιαπραγμάτευτο το θέμα.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (IISS) του Λονδίνου, το Ιράν αναπτύσσει σήμερα περί τους δώδεκα τύπους βαλλιστικών πυραύλων βεληνεκούς από 200 έως 2.000 χιλιόμετρα, ικανών να φέρουν γόμωση 450 έως 1.200 χλμ.
Από το 2006, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, μέσα από σειρά αποφάσεων, υπέδειξε περιοριστικά μέτρα για να εμποδίσει τα προγράμματα αυτά, με τον φόβο ότι θα χρησιμεύσουν στην ανάπτυξη φορέων πυρηνικών όπλων.
Οι αποφάσεις αυτές αντικαταστάθηκαν από την απόφαση 2231 του Ιουλίου 2015 με την οποία το Συμβούλιο Ασφαλείας ενέκρινε την διεθνή συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα η οποία είχε υπογραφεί λίγες ημέρες πριν στη Βιένη και την έξοδο των ΗΠΑ από την οποία θα ανακοινώσει πιθανότατα απόψε ο Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Τραμπ προσάπτει στη διεθνή συμφωνία ότι δεν περιλαμβάνει καμία ρύθμιση για τα ιρανικά προγράμματα βαλλιστικών πυραύλων. Η Γαλλία πρότεινε, επισήμως σε μία προσπάθεια διάσωσης της συμφωνίας της Βιένης, να κληθεί το Ιράν να διαπραγματευθεί το θέμα των βαλλιστικών του πυραύλων, μέχρι στιγμής χωρίς επιτυχία.
Για να διαφωτίσει το πολύπλοκο αυτό θέμα, ο ερευνητής του IISS Κλεμάν Τερμ απαντά στις ερωτήσεις του AFP (Γαλλικό Πρακτορείο):
Ερώτηση: Ποια θέση κατέχουν οι βαλλιστικοί πύραυλοι στο στρατιωτικό δόγμα του Ιράν και στον αμυντικό του μηχανισμό;
Απάντηση: Οι πύραυλοι αποτελούν το κύριο μέσο αποτροπής στο στρατιωτικό δόγμα που παρουσιάζεται ως αμυντικού χαρακτήρα από την Ισλαμική Δημοκρατία.
Το βαλλιστικό πρόγραμμα θεωρείται ωστόσο «επιθετικό» από τους περιφερειακούς αντιπάλους του Ιράν, ειδικότερα από τη Σαουδική Αραβία, που εκτοξεύει κατηγορίες για μεταφορά της βαλλιστικής τεχνολογίας στην Υεμένη, και από το Ισραήλ, που θεωρεί το ιρανικό βαλλιστικό πρόγραμμα απειλή για την ασφάλειά του.
Οι Δυτικοί ανησυχούν από την πλευρά τους για την ταυτόχρονη συνέχιση ενός βαλλιστικού προγράμματος και ενός προγράμματος με στόχο την πυρηνική κυριαρχία εξαιτίας της μακροπρόθεσμης δυνατότητας που θεωρείται ότι έχει το Ιράν να χρησιμοποιήσει το βαλλιστικό πρόγραμμα για στόχους που συνδέονται με το στρατιωτικό πυρηνικό πρόγραμμα.
Ερώτηση: Ποιοι ιστορικοί παράγοντες εξηγούν την επιλογή του Ιράν;
Απάντηση: Η προτεραιότητα που η Ισλαμική Δημοκρατία δίνει στο πρόγραμμα αυτό εξηγείται κατ΄αρχάς από την εμπειρία του πολέμου των πόλεων κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου (1980-1988). Το Ιράν εντάσσει το βαλλιστικό του πρόγραμμα στο πλαίσιο μίας πολιτικής αποτροπής, ειδικότερα στο πλαίσιο ενός σεναρίου στρατιωτικών επεμβάσεων κατά των πυρηνικών του εγκαταστάσεων. Η απόκτηση του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος των S-300 εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο.
Τέλος, η ιρανική επιθυμία ανάπτυξης τεχνολογικών βαλλιστικών ικανοτήτων εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της πολιτικής της αυτάρκειας (khod kafai στα περσικά) της Ισλαμικής Δημοκρατίας, με στόχο τον περιορισμό κάθε πιθανής σχέσης εξάρτησης με το εξωτερικό.
Ερώτηση: Είναι δυνατό ένα άνοιγμα;
Απάντηση: Η Ισλαμική Δημοκρατία δήλωνε πάντα ότι οι στρατιωτικές της ικανότητες δεν είναι διαπραγματεύσιμες. Το πρόβλημα ωστόσο συνδέται με τη φύση της περιφερειακής πολιτικής του Ιράν, όπως η υποστήριξη προς το καθεστώς του Μπασάρ αλ Ασαντ στη Συρία και με τον αντι-ισραηλινό χαρακτήρα του ιρανικού κράτους. Το κυριότερο εμπόδιο για την έναρξη διαπραγματεύσεων για το θέμα είναι ότι πρόεκτια για ένα θέμα ταυτότητας της Ισλαμικής Δημοκρατίας και ότι η κυβέρνηση του προέδρου χασαν Ροχανί, που θα μπορούσε να διάκειται ευνοϊκά στην απομάκρυνση από την επαναστατική, χομεϊνική ιδεολογία ως προς τα θέματα αυτά, δεν είναι απευθείας αρμόδια για τα θέματα αυτά.
Συγκεκριμένα, η αρμοδιότητα της περιφερειακής πολιτικής του Ιράν βρίσκεται στα χέρια του γραφείου του πνευματικού ηγέτη του Ιράν, του αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, και των Φρουρών της Επανάστασης. Ο πρόεδρος Ροχανί δεν κατόρθωσε να φέρει εις πέρας την επανεξισορρόπηση των προτεραιοτήτων της χώρας ανάμεσα στα επαναστατικά ιδεώδη και τα οικονομικά συμφέροντα της χώρας που είχε εξαγγείλει στο προεκλογικό του πρόγραμμα το 2013 και το 2017. Ετσι, στο πλαίσιο της υπόθεσης μίας περιφερειακής πολιτικής λιγότερο εχθρικής απέναντι στα δυτικά συμφέροντα, θα ήταν πιθανότατα δυνατόν να επιτευχθεί συμβιβαστική λύση ως προς το ιρανικό βαλλιστικό πρόγραμμα.