Το Σάββατο προγραμματίζεται, σύμφωνα με πληροφορίες, να λάβει χώρα το Washington Group για το ελληνικό χρέος στο περιθώριο της (θυελλώδους λόγω των εξελίξεων) συνεδρίασης των υπουργών Οικονομικών των 7 μεγάλων κρατών του πλανήτη (G7) που ξεκίνησε χθες στον Καναδά.
Λαμβάνει χώρα μεσούσης της πολιτικής κρίσης στην Ισπανία, λίγες ώρες μετά την “κήρυξη” του εμπορικού πολέμου ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη (αλλά και τον Καναδά), αλλά και στον απόηχο των πολιτικών αναταραχών στην Ιταλία που μένει να φανεί πώς θα εξελιχθούν μετά τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Αυτό που επιχειρείται για το ελληνικό ζήτημα, όπως έγινε ξεκάθαρο και χθες από τους ομιλητές στο συνέδριο του Οικονομικού Επιμελητηρίου, είναι να δοθεί το ταχύτερο δυνατό μία λύση: μία συνολική πολιτική συμφωνία για το χρέος, το ΔΝΤ, τα ταμειακά διαθέσιμα και την επόμενη ημέρα να ληφθεί το Eurogroup της 21ης Ιουνίου.
Στον Καναδά στόχος είναι να υπάρξει έστω μία πρώτη πολιτική συμφωνία, η οποία θα “μεταφερθεί” την άλλη εβδομάδα στις Βρυξέλλες σε επίπεδο “τεχνοκρατών” που παράλληλα συντάσσουν τις εκθέσεις βιωσιμότητας χρέους (DSA) της Κομισιόν, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ. Οι εκθέσεις, που περιλαμβάνουν τη Δευτέρα και τα στοιχεία για το ΑΕΠ του α΄ τριμήνου του 2018, θα μπορούν να οριστικοποιηθούν με πρώτο στόχο την συνεδρίαση του EWG της επόμενης Πέμπτης, αλλά και το “ραντεβού” με την Συμμετοχή του ΔΝΤ που ακολουθούν στις 11-12 Ιουνίου.
Προς το παρόν σύμφωνα με πληροφορίες όλα τα σενάρια που καταρτίζει το ΔΝΤ δείχνουν το χρέος μη βιώσιμο και την συμμετοχή του στο πρόγραμμα αδύνατη, εντείνοντας τις πιέσεις στην Γερμανία για μεγαλύτερες παραχωρήσεις, στις οποίες όμως προς το παρόν αντιτίθεται.
Χθες μάλιστα ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ Όλαφ Σόλτς έκανε σαφές ότι “αναμένουμε τις τελικές εκτιμήσεις (για το χρέος) για να λάβουμε τις αποφάσεις μας στο τέλος Ιουνίου”. Πρόσθεσε ότι “δεν βιαζόμαστε και δεν θα δώσουμε πολλά”. Και τούτο όταν το ΔΝΤ έχει διαμηνύσει ότι για να ενεργοποιήσει το πρόγραμμά του (σ.σ. που λήγει στο τέλος Αυγούστου) θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μία αξιολόγηση κάτι που προϋποθέτει θετική έκθεση βιωσιμότητας.
Αυστηρή γραμμή VS ενισχυμένη εποπτεία
Οι διαφωνίες μεταξύ των θεσμών αποκαλύπτονται ημέρα με την ημέρα και σε ένα άλλο πεδίο: στο τρόπο επιτήρησης της Ελλάδας στην μεταμνημονιακή εποχή.
Η ΕΚΤ τίθεται υπέρ μίας αυστηρής προληπτικής γραμμής (ECCL) σύμφωνα και με επίσημες δηλώσεις του επικεφαλής της αποστολής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην Ελλάδα, Φραντσέσκο Ντρούντι. Η Κομισιόν από την άλλη πλευρά επιδιώκει “καθαρή” έξοδο, δηλαδή ενισχυμένη εποπτεία βάσει των κανόνων που προβλέπονται από την νομοθεσία της ΕΕ και δίνει έμφαση στην πολιτική δέσμευση της χώρας να μην αναστρέψει τις ασκούμενες πολιτικές για 5- 10 χρόνια όπως έκανε σαφές χθες ο επικεφαλής της αποστολής της Κομιισόν στην Ελλάδα Ντέκλαν Κοστέλο μιλώντας στο συνέδριο του Οικονομικού Επιμελητηρίου, ενώ υπάρχουν και… ενδιάμεσες θέσεις.
Χθες, στο ίδιο συνέδριο ο οικονομικός αναλυτής του ESM Ρολφ Στράουχ δήλωσε ότι αυτό που έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τον Αύγουστο και μετά είναι να διατηρήσει η Ελλάδα την πλήρη ιδιοκτησία του προγράμματος. Έκανε σαφές ότι “οι χώρες που συμμετέχουν σε πρόγραμμα είναι πολύ ευάλωτες στην αλλαγή κλίματος στις αγορές όταν βγαίνουν από το πρόγραμμα” και επισήμανε ότι στην περίπτωση της Ελλάδας, οι αρχικές συνθήκες όσον αφορά την πρόσβαση στις αγορές θα είναι πιο δύσκολες εάν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν εγκρίνει τα ελληνικά ομόλογα ως αποδεκτά για εγγύηση για την χρηματοδότηση της (Waiver). Αυτό καθιστά ακόμη πιο αναγκαία την μεταρρυθμιστική προσπάθεια, επισήμανε. Ο λόγος για μία τοποθέτηση η οποία επιχειρήθηκε χθες να ερμηνευθεί είτε ως προτίμηση προς μία ECCL είτε ως άσκηση πίεσης για μεταρρυθμίσεις/ εποπτεία στην συνέχεια.
Άλλωστε ο ESM πολλές φορές στο παρελθόν μέσω του επικεφαλής του Κλάους Ρέγκλινγκ έχει κάνει σαφές ότι τα μέτρα για το χρέος θα εφαρμοσθούν “αν κριθούν αναγκαία” αλλά και αν πρώτα ολοκληρωθεί επιτυχώς το πρόγραμμα, δηλαδή αν κλείσει εγκαίρως η τέταρτη αξιολόγηση.
Η επιτυχής ολοκλήρωση του προγράμματος
Αναφορικά με το ελληνικό “μέτωπο”, αυτό της “επιτυχούς ολοκλήρωσης του προγράμματος”, τις προηγούμενες ημέρες κοινοτικές πηγές έκαναν γνωστές τις ανησυχίες τους αναφορικά με μεταρρυθμίσεις της τέταρτης αξιολόγησης (όπως αυτές των αντικειμενικών αξιών, του δημοσίου ή των ιδιωτικοποιήσεων) που λόγω αυξημένου βαθμού δυσκολίας μπορεί να καθυστερήσουν. Ανησυχίες εξέφρασαν και αναφορικά με το 1 δισ. ευρώ της υποδόσης (που είναι διαθέσιμη από την 1η Μαΐου έως τις 15 Ιουνίου συνδεδεμένη με την τρίτη αξιολόγηση που έληξε τον Μάρτιο) η οποία ακόμη δεν έχει διασφαλιστεί.
ΠΗΓΗ: capital.gr