Οι άνθρωποι αυτοκτονούν όχι γιατί δεν έχουν πρόσωπα ή πράγματα που αγαπάνε για να τους κρατήσουν στη ζωή. Αυτοκτονούν διότι δεν αντέχουν τον πόνο. Η αυθεντική, και γι’ αυτό σπάνια, ευγένεια έρχεται μονάχα ως αντίλυτρο του πόνου.
Από τους New York Times μέχρι το CNN και το Esquire, φίλοι, γνωστοί, συνάδελφοι, οι πιο ικανοί γραφιάδες, απορούν και διερωτώνται. Γιατί να τερματίσει τη ζωή του κάποιος που τα έχει όλα; Προκειμένου να επιχειρηματολογήσουν ανακαλούν προσωπικές μνήμες και αποσπάσματα πρόσφατων συνεντεύξεων του αποθανόντος.
«Ο Antony Bourdain ήταν η προσωποποίηση του χιούμορ, της ευφυΐας και της άνεσης». Στην τελευταία του συνέντευξη είχε καταθέσει ότι αισθάνεται ευθύνη να ζήσει, απέναντι στην εντεκάχρονη κόρη του, που είχε αποκτήσει με τη δεύτερη σύζυγό του, και ότι είναι αρκετά ευτυχισμένος με έναν τρόπο που δεν έχει βιώσει στο παρελθόν και ούτε μπορούσε να φανταστεί.
Την ευτυχία αυτή απέδιδε σε μία «εξαιρετική γυναίκα», την Ιταλίδα ηθοποιό και σύντροφό του, που είχε γνωρίσει τον Δεκέμβριο του 2016, την Asia Argento, πρωτεργάτρια του κινήματος #MeToo. Τη Δευτέρα, τέσσερις ημέρες προτού βρεθεί ο Bourdain νεκρός, -για την ακρίβεια απαγχονισμένος με τη ζώνη του μπουρνουζιού του, από τον στενό του φίλο και συνάδελφο, Eric Ripert, Παρασκευή πρωί, στο πολυτελές ξενοδοχείο Le Chambard στο Kaysersberg στην Αλσατία, όπου διέμενε για τις ανάγκες των γυρισμάτων της εκπομπής του «Parts Unknown» που προβαλλόταν στο CNN-, η Argento είχε θεαθεί να κυκλοφορεί στο κέντρο της Ρώμης απολαμβάνοντας την παρέα του δημοσιογράφου Hugo Clement.
«Τα έξω καιν’ εσένα, τα μέσα καιν’ εμένα». «Το δυνατό ξύδι καίει το αγγειό του». «Άπαξ και ανάψει το κερί, σώνεται. Άλλοι το ανάβουν από τη μια πλευρά, κάποιοι και από τις δύο». Όποιο τσιτάτο κι αν δοκιμάσει να εφαρμόσει κανείς στην περίπτωση του Bourdain, ένα είναι σίγουρο. Αυτός ο ακάματος chef, ο εμπνευσμένος συγγραφέας και πολυμήχανος παρουσιαστής, πρώην ηρωϊνοεξαρτόμενος και κοκαϊνομανής, πονούσε. Καμία επιτυχία, καμία δόξα, κανένα ταξίδι, κανένα ψυχοτρόπο, αντικαταθλιπτικό ή υπνωτικό, δεν μπορούσε να αποκαταστήσει την χημική ανισορροπία στον εγκέφαλό του, να απαλύνει τη μοναξιά και την υπαρξιακή του αγωνία.
«Δεν γίνεται να είσαι νοήμων και να μην θλίβεσαι, να μην αγωνιάς». Η εκλεκτή φύση δεν απέχει και πολύ από το παράδοξο. Με την τηλεοπτική του κάμερα όργωσε τις ηπείρους, με μοναδικό εργαλείο τον ασκημένο ουρανίσκο και το οξυδερκές πνεύμα του, παρά ταύτα αυτό που έψαχνε στο χώρο τελικά δεν το βρήκε μήτε μέσα στο χρόνο της μπαρουτοκαπνισμένης του ζωής των εξήνταενός Ιούνηδων. Στις 25 του μηνός θα έκλεινε τα εξήντα δύο.
Με γαλλική καταγωγή από τον πατέρα του, -το μαρτυρά άλλωστε και το επίθετό του, ο παππούς του είχε μεταναστεύσει στην Αμερική μετά από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο-, ο Bourdain ταξίδευε από παιδί τα καλοκαίρια στη Γαλλία. Κατά την διάρκεια κάποιον διακοπών του εκεί, δοκιμάζοντας στρείδια συνειδητοποίησε ότι αυτό ήθελε να κάνει στη ζωή του, με αυτό ήθελε να ασχοληθεί. Τη μαγειρική, το φαγητό, να μυηθεί στην αλχημεία της κουζίνας.
Πράγματι στην ηλικία των είκοσι ετών εγκαταλείπει τις σπουδές του για να αποφοιτήσει δύο χρόνια αργότερα από το Culinary Institute of America, να εργαστεί για μία εικοσαετία σε διάφορες και διαφορετικές κουζίνες, καταλήγοντας ως βετεράνος πια, executive chef στο Brasserie Les Halles στο Μανχάταν.
Στις 19 Απριλίου το 1999, στο New Yorker, δημοσιεύεται άρθρο του «Don’t eat before reading this», στο οποίο ο Νεοϋορκέζος chef μαρτυρά σε μία πράξη κάθαρσης όλα τα σκοτεινά μυστικά του χώρου και του σιναφιού του. Η επιτυχία του άρθρου εκβάλλει στην έκδοση του ευπώλητου «Kitchen Confidential: Adventures in the Culinary Underbelly» από τους New York Times το επόμενο έτος. Το 2002 ξεκινάει η τηλεοπτική του καριέρα, με σταθμό την εκπομπή «Antony Bourdain: No Reservations» στο Travel Channel από το 2005 έως το 2012. Το 2013 συνεργάζεται με το CNN όπου παρουσίαζε το «Antony Bourdain: Parts Unkown».
O Antony Bourdain όπου και αν ταξίδευε γινόταν ένα με τον τόπο και τους ανθρώπους, σε όποιο τραπέζι και αν κάθισε έγινε συμμέτοχος και συνένοχος. Δεν δίσταζε να γευματίσει την αλήθεια των ομοτράπεζών του, να την παρουσιάσει, να καταθέσει την δική του. Αυτό ίσως ήταν το μυστικό, το κλειδί της απήχησής του. Αν επιχειρούσε κανείς να συνοψίσει την παρουσία του, θα στεκόταν σε τρία σημεία. Τη ζεστή, σχεδόν υγρή φωνή του, η οποία ως αισθητικοποίηση της μύχιας εσωτερικότητάς του μετέδιδε ό,τι αμετάδοτο είχε η μορφή του. Την πόζα του, τη στάση του κορμιού του, το φυσικό του status δηλαδή, το οποίο μαρτυρούσε και προοιωνιζόταν και την εσώτερή του statura, το ανάστημα του ήθους και της ψυχής του. Τέλος, την περπατησιά του, το χαρακτηριστικό περπάτημά του, που συνιστά το πιο προσωπικό γνώρισμά κάθε ανθρώπου.
Ο Bourdain αποδόμησε, απομυθοποίησε και παρουσίασε την αλήθεια του χώρου στον οποίο εργάστηκε, της Νέας Υόρκης, της εποχής του, έκανε για τους άλλους ό,τι ακριβώς έκανε στον εαυτό του. Οι εκπομπές του αποτελούσαν το τηλεοπτικό ισοδύναμο του «Δρόμου» του Jack Kerouac, του «Junky» και του «Γυμνού Γεύματος» του William Burroughs.
«Έπρεπε να είχα πεθάνει στα είκοσι. Έγινα γνωστός στα σαράντα. Έγινα πατέρας στα πενήντα. Αισθάνομαι σαν να έχω κλέψει ένα αυτοκίνητο, -ένα πολύ καλό αυτοκίνητο-, και συνέχεια κοιτάζω στον καθρέφτη για φώτα περιπολικού. Τίποτα ακόμη».
«Αν είμαι υπέρμαχος για κάτι, είναι το να κινείσαι. Όσο πιο μακριά μπορείς. Όσο πιο πολύ μπορείς. Να διασχίσεις τον ωκεανό. Ή απλώς το ποτάμι. Περπάτα στα παπούτσια κάποιου άλλου ή έστω φάε το φαγητό του. Είναι καλό για όλους».
Τον Μάιο του 2016 ο Bourdain έκανε γύρισμα για την εκπομπή του με τον Obama στο Ανόι, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του Αμερικανού Προέδρου στο Βιετνάμ, στο περιβόητο γεύμα των έξι δολαρίων. «Τι μπορώ να σας πω για το πως είναι να κάθεσαι στο ίδιο τραπέζι με τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών και να πίνεις μπύρα από το μπουκάλι; Στα σίγουρα θα θυμάμαι για τα καλά αυτό το ταξίδι στο Βιετνάμ.
Πριν από όχι πολύ καιρό, ήμουν ένας σαραντάρης που έφτιαχνε τηγανιτές πατάτες, χωρίς καμία ελπίδα να δει τη Ρώμη, πόσο μάλλον το Ανόι, πόσο δε περισσότερο τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών συζητώντας για χοτ ντογκς». Για λόγους αντίστιξης, στο αμέσως επόμενο επεισόδιο ο Bourdain είχε καλεσμένο τον Iggy Pop.
Τα ψηλά βουνά, έχουν βαθιές χαράδρες. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μου, για την οποία χρειάστηκε να παραμείνω και τους εννέα μήνες σπίτι, δύο πράγματα έχω να θυμάμαι. Τις ολάνθιστες μανόλιες την άνοιξη, που καλημέριζα κάθε πρωί από το μπαλκόνι στην αυλή, και τη βραχνή φωνή του Bourdain, τις ατελείωτες ώρες που παρακολουθούσα τις εκπομπές του ανά τον κόσμο.
Κι ας γνώριζα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να δοκιμάσω τίποτα από όσα παρουσίαζε.
ΠΗΓΗ: newpost.gr