Η Νέα Δημοκρατία επέλεξε να σταθεί απέναντι στη συμφωνία για το ονοματολογικό της ΠΓΔΜ με τρόπο που υιοθετεί τις πιο ακραίες θέσεις που διατυπώθηκαν το τελευταίο χρονικό διάστημα. Χαρακτηρίζει κακή τη συμφωνία, την σφραγίζει ως “εθνική υποχώρηση”, “εθνικό βατερλώ” και “καταστροφή”, υπενθυμίζει την αντίδραση μερίδας των πολιτών στα συλλαλητήρια και ζητά την παρέμβαση του Προέδρου της Δημοκρατίας αφήνοντας έμμεσα να εννοηθεί πως ο Προκόπης Παυλόπουλος πρέπει να διαφωνήσει δημόσια και να προκαλέσει πολιτειακή κρίση.
Το τελευταίο δεν το είπε ευθέως αλλά είναι δεδομένο πως το καλλιεργεί, εάν λάβει κανείς υπόψη του “παραινέσεις” και σχόλια δημοσιογράφων, μέσων ενημέρωσης και “αναλυτών” με γνωστή σχέση με το επικοινωνιακό επιτελείο της οδού Πειραιώς.
Το είπε ευθέως, ωστόσο, ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς με την επιθετική του δήλωση κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος με πρωτοφανή για τα πολιτικά χρονικά τρόπο ενέπλεξε τον ανώτατο πολιτειακό παράγοντα σε μια κομματική αντιπαράθεση με προσωπικά χαρακτηριστικά.
Παρά το γεγονός ότι τα διεθνή ΜΜΕ σηματοδοτούν θετικά τη συμφωνία και τη χαρακτηρίζουν “ιστορική” και παρότι Κομισιόν, ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, οι πολιτικές οικογένειες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου -μεταξύ των οποίων και το ΕΛΚ, “μήτρα” της Ν.Δ- και ΝΑΤΟ χαιρετίζουν την επίλυση της 25ετούς εκκρεμότητας ως αφετηρία για την εδραίωση συνθηκών σταθερότητας και ασφάλειας στα Βαλκάνια, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης περιγράφει τις εξελίξεις με όρους “εθνικής μειοδοσίας”. Υιοθετεί και εγκολπώνει στη ρητορική της τις φωνές των συλλαλητηρίων και δίνει λαβή στα ακραία σχόλια που διατυπώνουν αρκετοί στα social media ακόμα και για “λαϊκά δικαστήρια”.
Το παράδοξο σε όλα αυτά είναι ότι η συμφωνία φαίνεται πως περιορίζει και περιχαρακώνει τις εθνικιστικές κραυγές στη γειτονική χώρα του Βορρά (κάτι που πολλοί πιθανολογούν ότι θα επισφραγισθεί στο δημοψήφισμα και εφόσον ο Ζόραν Ζάεφ κερδίσει τη μάχη των εσωτερικών συσχετισμών), ενώ, αντίθετα, στην Ελλάδα, με την πολιτική διαχείριση που επιλέγουν κάποιες δυνάμεις, δημιουργεί κινδύνους να αναζωπυρώσει ένα νέο και επικίνδυνο εθνικισμό με κοφτερές αιχμές διχαστικής ρητορικής. Κυνηγώντας την αυτοδυναμία η Ν.Δ καθιστά το Μακεδονικό πεδίο αδυσώπητης πολιτικής μάχης αδιαφορώντας για τις κοινωνικές συνέπειες.
Από την άλλη, η ΠΓΔΜ γίνεται η πρώτη χώρα που αλλάζει όνομα και Σύνταγμα σε συνθήκες ειρήνης. Αυτό είναι πρωτόγνωρο και αναμφίβολα εξαιρετικά επώδυνο για τους πολίτες της που -όχι πάντοτε με δική τους ευθύνη- αναγκάζονται σε σύντομο χρονικό διάστημα να αποδομήσουν αυτό με το οποίο έζησαν επί περίπου επτά δεκαετίες.
Το τι κερδίζει ή τη χάνει η Ελλάδα από τη συμφωνία είναι αναμφίβολα μια μεγάλη συζήτηση που θα διεξαχθεί -ελπίζω- με ψυχραιμότερους όρους το επόμενο διάστημα. Όσα ακούγονται τώρα εν θερμώ προφανώς δεν αντανακλούν την γεωπολιτική και κοινωνική πραγματικότητα.
Για να γίνει, όμως, με όρους κοινωνικής και πολιτικής σταθερότητας αυτή η συζήτηση απαιτείται η δημόσια τοποθέτηση όχι μόνο των πολιτικών κομμάτων αλλά και συγκεκριμένων πολιτικών που διαχειρίστηκαν το Μακεδονικό και διαπραγματεύτηκαν με τους βόρειους γείτονες υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.
Τα πρόσωπα αυτά είναι συγκεκριμένα και αξίζει να τα αναφέρουμε.
Κώστας Σημίτης, Θεόδωρος Πάγκαλος, Γιώργος Παπανδρέου (και ως υπουργός Εξωτερικών και ως πρωθυπουργός), Ευάγγελος Βενιζέλος (ως υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Σαμαρά), Κώστας Καραμανλής, Πέτρος Μολυβιάτης, Δημήτρης Αβραμόπουλος (ως υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Σαμαρά), η Ντόρα Μπακογιάννη και, φυσικά, ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας, πρέπει να δηλώσουν πολύ καθαρά τι είχαν διαπραγματευθεί οι ίδιοι, τι καλύτερο θα μπορούσε να έχει επιτύχει η σημερινή κυβέρνηση και εάν η συμφωνία πληροί τις προδιαγραφές της εθνικής γραμμής του 2008.
Οφείλουν να μιλήσουν. Έχουν ευθύνη έναντι της Ιστορίας, του λαού (που ορισμένοι προσπαθούν να διχάσουν) και της δικής τους πολιτικής διαδρομής. Εάν δεν το πράξουν και επιλέξουν τη σιωπή -στο πλαίσιο της υποκριτικής τακτικής να μην βοηθήσουν την κυβέρνηση- θα είναι συνυπεύθυνοι για το υφέρπον σχέδιο διχασμού της κοινωνίας, ώστε να στηθούν (πάλι) πολιτικές καριέρες και να προκληθούν πολιτικές εξελίξεις αποσταθεροποίησης.
Υ.Γ Επαναλαμβάνω την πρόταση που έχω ήδη διατυπώσει σε προηγούμενο άρθρο: να αποδεσμευτούν τώρα -με ολοκληρωμένη, πλέον, τη συμφωνία- έγγραφα της 25ετούς διαπραγμάτευσης ώστε να καταστεί σαφές τι πραγματικά είχαν διαπραγματευθεί προηγούμενες κυβερνήσεις. Εάν, για παράδειγμα, είχαν αποδεχθεί ή όχι την ύπαρξη μακεδονικής γλώσσας και εάν έθεταν ως “κόκκινη γραμμή” ή όχι την αλλαγή του Συντάγματος.
Επίσης, καλό θα ήταν να αναγνωσθούν στη Βουλή όσα έλεγε για την μακεδονική γλώσσα ο Ευάγγελος Αβέρωφ το 1959, όσα αναφέρονται στα απομνημονεύματα του αείμνηστου Γεωργίου Ράλλη και στο τελευταίο βιβλίο της αυτοβιογραφίας του Γιάννη Βαρβιτσιώτη.
Επιπλέον, όσα αποκαλύπτει ο πρώην ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ Κώστας Μποτόπουλος, γιός του αείμνηστου προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Βασίλη Μποτόπουλου, για το μείζον σφάλμα της μη συμμετοχής της Ελλάδας στην “Επιτροπή Μπαταντέρ” (επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Μητσοτάκη) με όλα τα συνακόλουθα εξαιρετικά δυσμενή αποτελέσματα για τις ελληνικές θέσεις στο Μακεδονικό.