Σχετικά με την απόφαση του Eurogroup και τη συμφωνία των δανειστών για την ελάφρυνση του χρέους έχουν ειπωθεί πολλά και από πολλούς. Η κυβέρνηση, από τη μία, αφέθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, στην ισχυρή σημειολογία του γεγονότος, επικουρούμενη από τους διεθνείς διθυράμβους ευρωπαίων αξιωματούχων, διεθνών οίκων και μέσων ενημέρωσης.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Η εικόνα του Αλέξη Τσίπρα με τη γραβάτα είναι, αναμφίβολα, μια εικόνα που λειτουργεί σε διάφορα επίπεδα του συλλογικού υποσυνείδητου και θα πάρει τη θέση της στην ιστορία της ελληνικής κρίσης. Πόσο περίοπτη θα είναι αυτή η θέση θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη διαχείριση της επόμενης περιόδου και από το πόσο σύντομα θα φανούν απτά αποτελέσματα βελτίωσης της πραγματικής οικονομίας και της ζωής των πολιτών.
Η αξιωματική αντιπολίτευση, από την άλλη, επιμένει στην καταστροφολογία και στην ανάγκη πολιτικής αλλαγής. Ανασύρει το PSI -την απομείωση, δηλαδή, του ιδιωτικού χρέους που επιτεύχθηκε το 2012- για να καταλήξει στο συμπέρασμα (;) ότι η σημερινή συμφωνία είναι μικρότερης αξίας.
Οι σοβαροί και ψύχραιμοι αναλυτές, ωστόσο, απορρίπτουν τους πανηγυρισμούς, διαφωνούν, όμως, ριζικά και με τον μηδενισμό όσων κέρδισε η κυβέρνηση με την απόφαση του Eurogroup. Χαρακτηριστικό είναι το σχόλιο της ουδόλως φιλοκυβερνητικής “Καθημερινής”: ” Η συμφωνία για το χρέος θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερη, χωρίς αμφιβολία. Αποτελεί, όμως, ισχυρή ένδειξη ότι η χώρα αφήνει τις περιπέτειες πίσω της και επιστρέφει σε μια κανονικότητα… Η χώρα, πάντως, στέκεται στα πόδια της με ελαφρά πλέον βοήθεια. Κι αυτό είναι καλό για όλους”.
Οι πολιτικές αντιφάσεις είναι, ωστόσο, αξιοσημείωτες και αποτελούν, δυστυχώς, απόδειξη ότι μερίδα του πολιτικού συστήματος επαναλαμβάνει με ευκολία τα λάθη του παρελθόντος και αδυνατεί να παρακολουθήσει τις διεθνείς εξελίξεις και τις νέες αναγκαιότητες που αυτές δημιουργούν.
Τόσο για την κυβέρνηση, όσο και για τη Ν.Δ, υπάρχουν, πάντως καλά και κακά νέα.
Τα καλά νέα για την κυβέρνηση είναι, αφενός η συμφωνία αυτή καθ’ αυτή, η έξοδος από τα μνημόνια, οκτώ χρόνια μετά τη χρεοκοπία της χώρας (από το παλαιό πολιτικό σύστημα, με την υπογραφή Ν.Δ και ΠΑΣΟΚ, για να μην ξεχνιόμαστε), και η ανάδειξη του Αλέξη Τσίπρα σε μια πολιτική προσωπικότητα που εμπνέει πλέον εμπιστοσύνη στο ευρωπαϊκό πεδίο. Οι δηλώσεις όλων των Ευρωπαίων αξιωματούχων και οι πηχυαίοι τίτλοι των μεγαλύτερων εφημερίδων παγκοσμίως (Μακεδονικό και έξοδος από τα μνημόνια) δείχνουν αναμφίβολα κάτι που υπερβαίνει όσα καταστροφικά περιγράφουν οι ανακοινώσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης και τα πρωτοσέλιδα του Τύπου που πρόσκειται στη Ν.Δ.
Το κακό νέο για τον Αλέξη Τσίπρα είναι πως στις επόμενες εκλογές δεν θα ψηφίσουν οι αναγνώστες της Wall Street Journal, των Fiancial Times, της La Repubblica, του Foreign Policy ή του Bloomberg αλλά όσοι οργίζονται για το πρώτο επτάμηνο του 2015, το Μακεδονικό και γενικώς όσοι πείθονται από τις ανακοινώσεις της Μαρίας Σπυράκη και τα “κηρύγματα” του Άδωνι Γεωργιάδη. Εάν οι επόμενοι 11 ή 15 μήνες -μέχρι τις εθνικές εκλογές- είναι επαρκής πολιτικός χρόνος για να αναστραφεί αυτό το κλίμα θα αποδειχθεί κυρίως από τις πολιτικές πρωτοβουλίες και τους χειρισμούς της κυβέρνησης. Από την αξιωματική αντιπολίτευση δεν έχει, άλλωστε, κάτι περισσότερο να περιμένει.
Για τη Ν.Δ, πάντως, τα καλά νέα είναι οι επιπτώσεις της Συμφωνίας των Πρεσπών στη Βόρεια Ελλάδα είναι ίσως ικανές να αποπροσανατολίσουν το εκλογικό σώμα από τις μείζονες θετικές εξελίξεις. Πόσο ικανές και για πόσο μένει να φανεί.
Τα κακά νέα είναι, ωστόσο, πως η αξιωματική αντιπολίτευση δεν διαθέτει πλέον ατζέντα σχετικά με την οικονομία. Στο νου του μέσου πολίτη, ακόμα και σε εκείνους που είναι οργισμένοι με τον Αλέξη Τσίπρα, θα καταγραφεί πως η χώρα χρεοκόπησε το 2010 με ευθύνη συγκεκριμένων πολιτικών δυνάμεων που ουδέποτε, στη συνέχεια, έκαναν στοιχειώδη αυτοκριτική επ΄ αυτού. Και ότι η έξοδος από τα μνημόνια -παρά τις καθυστερήσεις και τα λάθη- έχει υπογραφή κι αυτή είναι του Τσίπρα.
Θα αναγκαστεί έτσι να επιμείνει σε μεγάλο βαθμό στο Μακεδονικό, τους Ρουβίκωνες και την ανομία, το προσφυγικό και άλλα. Εκ των πραγμάτων αυτό την οδηγεί, μαθηματικά, στο πεδίο μιας αντιπαράθεσης με άκρως συντηρητικό, ενίοτε ακροδεξιό, πρόσημο. Δεν είναι τυχαίο ότι Άδωνις Γεωργιάδης και Μάκης Βορίδης έσπευσαν τις προηγούμενες μέρες να επιδοκιμάσουν την πολιτική του ηγέτη της ακροδεξιάς Λέγκας του Βορρά Ματέο Σαλβίνι. Ούτε ότι μερίδα του διεθνούς Τύπου περιγράφει τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως “Ορμπάν των Βαλκανίων”.
Όλα αυτά, ωστόσο, προκαλούν σοβαρό ρήγμα στην εικόνα του μεταρρυθμιστή που επιμόνως προσπαθεί να καλλιεργήσει εδώ και περίπου τρία χρόνια ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Ο διεθνής Τύπος μπορεί να αδιαφορεί για τις ανακοινώσεις της Ν.Δ που κάνουν λόγο για “καταστροφή” και να εγκωμιάζουν τον Τσίπρα, στους διαδρόμους των Βρυξελλών και του ΕΛΚΟ, ωστόσο, όλοι καταλαβαίνουν πως η Ν.Δ έχει απωλέσει την μεταρρυθμιστική “παρθενία” της και ρέπει προς τις πιο σκληρές εκφάνσεις της ευρωπαϊκής Δεξιάς με αιχμή κυρίως το Μακεδονικό.
Εύστοχη, επ΄ αυτού, η παρατήρηση του διευθυντή της Καθημερινής Αλέξη Παπαχελά στο σημερινό του άρθρο:
” Ο κ. Μητσοτάκης είναι λογικό να θεωρεί ότι έχει καβαλήσει ένα άλογο που τρέχει με μεγαλύτερη φόρα, από τη στιγμή που έσκασε η υπόθεση των Σκοπίων. Ο κίνδυνος είναι να καβαλήσει τον Βουκεφάλα, άλογο με τρελή δύναμη που μπορεί να σε πάει όπου θέλει. Η δοσολογία μεταξύ Δεξιάς και κεντρώου μετριοπαθούς χώρου θέλει τεράστια προσοχή από εδώ και πέρα. Ο κ. Μητσοτάκης, προφανώς, γνωρίζει πως δεν μπορεί να έχει απήχηση σε έναν ακραίο δεξιό κόσμο, ό,τι και να κάνει, γιατί στα μάτια τους θα είναι “γιαλαντζί”…
Ίσως, γι αυτό και έχει αναθέσει τον ρόλο αυτό, λένε ορισμένοι, στον Άδωνι Γεωργιάδη και επιτρέπει στον Αντώνη Σαμαρά να εμφανίζεται ως εγγυητής της σκληρά δεξιάς προσέγγισης.
Αυτή η διολίσθηση της Ν.Δ, όμως, αφήνει μεγάλα κενά στον χώρο του κέντρου. Η δε ταύτιση της Φώφης Γεννηματά με τη Ν.Δ διευρύνει το κενό αυτό και στον χώρο της κεντροαριστεράς. Εκεί θα δοθεί εφεξής η μάχη υπό το γενικό δίλημμα “Τσίπρας ή Μητσοτάκης;”.