Η στάση της ΝΔ στο Σκοπιανό – συγκρουσιακή, αντιφατική και εν πολλοίς όχι υπεύθυνη – δεν είναι τυχαία. Ούτε συγκυριακή. Προέρχεται από μια πολιτική φυσιογνωμία, στην οποία, δυστυχώς, έχει πλέον εγκλωβιστεί. Αυτή έχει αποκτήσει στρατηγικά χαρακτηριστικά. Άρα, δεν είναι εύκολο να ξεριζωθεί.
του ΓΙΑΝΝΗ ΛΟΥΛΗ
Σε ανύποπτο χρόνο, ο γράφων είχε προσδιορίσει τη ΝΔ ως “φθαρμένο προϊόν”. Αντί για ένα σύγχρονο κεντροδεξιό κόμμα, η ΝΔ έρεπε προς μια παλαιοδεξιά. Βεβαίως, την περίοδο που διέθετε μια δημοφιλή ηγεσία (Κώστας Καραμανλής), η ΝΔ επιχείρησε ένα σημαντικό άνοιγμα στον μεσαίο χώρο. Το άνοιγμα αυτό όμως ήταν περισσότερο επικοινωνιακό, παρά ουσιαστικό. Γι’ αυτό ήταν εύθραυστο. Η ΝΔ έφθασε κοντά στην έκπληξη το 2000 και στη συνέχεια επικράτησε καθαρά το 2004 και 2007 με ποσοστά άνω του 40%. Όμως, κάτω από τη γυαλιστερή επιφάνεια, το κόμμα παρέμενε παθογενές. Η μη σύγκρουση της ηγεσίας με τις παθογένειες αυτές, οδήγησαν στο να την καταπιεί το άρρωστο κόμμα.
Η συνέχεια υπήρξε τραυματική. Τοξικά κόμματα αναδεικνύουν τοξικές ηγεσίες. Ο Σαμαράς ήταν μοιραίος. Το προδίκαζε άλλωστε η διαδρομή του. Ευνοήθηκε, αρχικά από την αυτοεξορία του. Όμως, δεν γύρισε διαφορετικός. Επανήλθε ως ο αναλλοίωτος εαυτός του: Λαϊκιστής, υπερδεξιός, ακραία συγκρουσιακός. Η χώρα βρισκόταν στη δίνη μιας φοβερής οικονομικής κρίσης. Χρειαζόταν υπεύθυνες αντιπολιτεύσεις. Σαμαράς και αργότερα Τσίπρας ήταν ανεύθυνοι και άκρως πολωτικοί. Η ΝΔ ήταν η πιο συγκρουσιακή αξιωματική αντιπολίτευση σε σύγκριση με εκείνες τις αντιπολιτεύσεις τριών ευρωπαϊκών χωρών, που ταλανίζονταν: την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία. Και εδώ η Ελλάδα έγινε παράδειγμα προς αποφυγή στην Ευρωζώνη.
Υπό τον Σαμαρά, η ΝΔ γνώρισε τα πιο σοβαρά στρατηγικά της αδιέξοδα. Το κόμμα έγινε πιο δεξιό παρά ποτέ. Ο μεσαίος χώρος ρίχθηκε στην πυρά. Ακραίο ήταν το στενό επιτελείο του νέου αρχηγού, με ένα μέλος του να συνομιλεί υπόγεια με τη Χρυσή Αυγή. Οι “μεταγραφές” πολιτικών προσώπων στη ΝΔ ήταν μόνο υπερδεξιοί και ακροδεξιοί. Η προεκλογική εκστρατεία του Γενάρη 2015 ήταν πρωτοφανής στην οξύτητά της: Ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορείτο ότι θα “κατεβάσει τις θρησκευτικές εικόνες” και θα κάνει την Ελλάδα “βόρειο Κορέα”. Υπό την ηγεσία του Σαμαρά, η ΝΔ συγκέντρωσε τα χαμηλότερα εκλογικά ποσοστά στην ιστορία του κόμματος. Πάντως, ως πρωθυπουργός, ο Σαμαράς ήταν πείσμων, εργατικός και έκανε κάποια δημοσιονομική εξυγίανση. Τελικά όμως ξαναγύρισε στις λαϊκιστικές ρίζες του. Ενώ δεν ήταν μεταρρυθμιστής. Διότι ήταν διαχρονικά βαθύτατα παλαιοπολιτικός.
Αυτή τη ΝΔ κληρονόμησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ένας πολιτικός μετριοπαθής και με κεντρώα ένστικτα. Έμοιαζε να αντιλαμβάνεται πως έπρεπε να αλλάξει το κόμμα του συθέμελα. Τέτοιες αλλαγές φυσικά απαιτούν συγκρούσεις. Δυστυχώς, αποφάσισε γρήγορα να συμβιβαστεί. Το σύστημα του κόμματος έπεισε τον Μητσοτάκη γρήγορα για δύο πράγματα: Να αποφύγει τις εσωκομματικές τριβές και κυρίως να αποδείξει την “ηγετικότητά” του δια της μετωπικής και συνεχούς σύγκρουσης με τον Τσίπρα. Φυσικά, υπήρχε και ο παράγων Σαμαράς, καθώς ο πρώην αρχηγός τα “έδινε όλα” για να περιφρουρήσει τις αδιέξοδες παρακαταθήκες του.
Γενικώς, τα κομματικά τείχη έπνιξαν τον νέο αρχηγό της ΝΔ. Τον οδήγησαν στο να ζητήσει βιαστικά πρόωρες εκλογές, ως δήθεν ηγετική κίνηση. Μετά τη φάση αυτή, το Σκοπιανό ήταν μια μεγάλη ευκαιρία για τον Μητσοτάκη να αποστασιοποιηθεί από τη “λογική Σαμαρά”. Την έχασε όμως. Μαζί με αυτή, έχασε και τη στρατηγική επιλογή τού να χτίσει την εικόνα ενός “διαφορετικού ηγέτη”, που να εκπλήξει ευχάριστα με τη μετριοπάθεια και τους χαμηλούς τόνους του, κάτι που θα συμβάδιζε άλλωστε με την προσωπικότητά του.
Πού πάει λοιπόν η ΝΔ; Το πρόβλημα δεν είναι συγκυριακό. Είναι στρατηγικό. Με την σημερινή της εικόνα, η ΝΔ αγκομαχά δημοσκοπικά απλώς ως το μη χείρον. Τούτο σημαίνει ότι η όποια υπεροχή της είναι εύθραυστη. Η αίσθηση που παίρνει κάποιος από τη ΝΔ, αν θέλουμε να μιλήσουμε ωμά, είναι κυρίως εκείνη μιας διάχυτης μιζέριας. Προφανώς η διατήρηση της αίσθησης αυτής δεν θα την πάει μακριά. Άλλωστε, η σημερινή και αυριανή εικόνα της ΝΔ είναι το πολυτιμότερο δώρο για τον Τσίπρα. Ο τελευταίος, με δεδομένες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, προσεύχεται για ανταγωνιστές που του στρώνουν το χαλί. Καθώς αυτοί αυτοτραυματίζονται ασταμάτητα. Μέσα από παθογένειες που ανακυκλώνονται χωρίς τέλος.
(*) Το τελευταίο βιβλίο του Γιάννη Λούλη έχει τίτλο: “ΣΤΙΣ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ: ΠΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΕΚΤΡΟΧΙΑΣΤΗΚΕ Η ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ”, Εκδόσεις Καστανιώτη. Ο Γιάννης Λούλης είναι γνωστός επικοινωνιολόγος και σύμβουλος στρατηγικής. Διετέλεσε σύμβουλος του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή και έχει συγγράψει αρκετά βιβλία για το πολιτικό σύστημα.
Αναδημοσίευση από την Καθημερινή