Ο Οκτώβρης θα είναι ο μήνας που θα κρίνει την ομαλότητα και την ταχύτητα επιστροφής της Ελλάδας στις αγορές. Τότε αναμένεται να ολοκληρωθούν οι δύο κρίσιμες Εκθέσεις των ευρωπαϊκών Θεσμών και του ΔΝΤ για τον πρώτο μεταμνημονιακό έλεγχο/αξιολόγηση που θα αποτυπώνει τόσο την δημοσιονομική συνέπεια όσο και την διατήρηση της εφαρμογής των μνημονιακών μεταρρυθμίσεων.
Οι δύο Εκθέσεις -που ενδέχεται και να καθυστερήσουν έως τον Νοέμβριο- θα αποτελέσουν τη βάση πάνω στην οποία θα στηριχθούν οι Οίκοι αξιολόγησης για τον επόμενο κύκλο της αναβάθμισης ή μη του ελληνικού χρέους. Στο μεταξύ θα έχει προηγηθεί στο τέλος του καλοκαιριού η αξιολόγηση της Moody’s η οποία δεν αναμένεται να μεταβάλει σε σημαντικό βαθμό την αξιολόγησή της αντίθετα με την πρόσφατη αναβάθμιση από την Fitch (από Β σε ΒΒ-).
Τα στοιχεία πάνω στα οποία κινούνται οι αξιολογήσεις πέραν της διασφάλισης της βιωσιμότητας του χρέους μεσοπρόθεσμα, θέτουν στον μεγεθυντικό φακό την ανάπτυξη των προϋποθέσεων για αύξηση της ζήτησης τόσο της εσωτερικής όσο και -κυρίως- της εξωτερικής και της δυνατότητας της οικονομίας να ανταποκριθεί σ’ αυτές μεσομακροπρόθεσμα. Η περίπου “ισοπεδωμένη” παραγωγική ικανότητα της οικονομίας τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, δεν δείχνει προς το παρόν σημάδια σημαντικής και μακροπρόθεσμης ανάκαμψης – πέραν της ισχυρής τουριστικής αγοράς – και αυτό αναμένεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις στον ρυθμό ανάκαμψης της απασχόλησης.
Η ανελαστική δέσμευση του δημόσιου τομέα για τα επόμενα 4 χρόνια στην υποχρέωση επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 3,5%, παρά το γεγονός ότι αποτελεί εγγυητικό παράγοντα στην μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, εν τούτοις αντιμετωπίζεται από τους αναλυτές των Οίκων αξιολόγησης ως κύρια συνιστώσα επιβράδυνσης της ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας.
Το γεγονός μάλιστα ότι η επίτευξη των στόχου αυτού είναι άμεσα εξαρτημένη από την ισχυρή φορολογική και ασφαλιστική επιβάρυνση στην εργασία αντιμετωπίζεται ως λόγος επιφύλαξης για την περαιτέρω δυνατότητα βελτίωσης της οικονομικής δραστηριότητας.
Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει στο Capital.gr στέλεχος Οίκου αξιολόγησης που πρόσφατα βρέθηκε στην Αθήνα για επαφές με τον τραπεζικό χώρο, η Ελλάδα παραμένει μία εξαιρετικά ιδιότυπη περίπτωση.
Πρόκειται για μία “οικονομία που χαρακτηρίζεται από ένα ασφαλώς εξασφαλισμένο μεσοπρόθεσμα χρέος” από κάθε εξωτερικό ενδεχόμενο, ίσως το πλέον εξασφαλισμένο από κάθε άλλη χώρα της ευρωζώνης. Ταυτόχρονα όμως “παραμένει δέσμια ενός πλέγματος δεσμεύσεων”, λόγω των μακροχρόνιων μεγάλων υποχρεώσεων χρέους, που “δύσκολα θα επιτρέψουν στην οικονομία της να ανακάμψει με τρόπο που να ανακτήσει με αξιοπιστία την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα” του χρέους της. “Πρόκειται πραγματικά για κάτι πολύ ιδιαίτερο και για τον λόγο αυτό τα βήματα που μπορούν να γίνουν (σ.σ. Για την αναβάθμιση του χρέους) θα είναι πολύ προσεκτικά…”.
ΠΗΓΗ: capital.gr