Υπέροχα δαιδαλώδης, απαιτητική, πειραματική αλλά και πρωτοποριακή…Ο κατάλογος των επιθέτων που θα περιέγραφαν την Έβδομη Συμφωνία του Μάλερ είναι εξαιρετικά μακρύς και ενίοτε αμφίσημος.
Όπως συμβαίνει συχνά με τα αριστουργήματα που προηγούνται της εποχής τους, σπάνε τα συμφωνικά κλισέ, φλερτάρουν με τις αντιθέσεις, προκαλούν -ίσως και συνειδητά- αντιφάσεις και εκρήξεις.
Το βέβαιο είναι ότι η Έβδομη με την οποία η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών θα αναμετρηθεί στο πλαίσιο του Κύκλου Μάλερ, κινείται με άνεση μεταξύ φωτός και σκότους, επηρεασμένη ίσως από τα γεγονότα της ζωής του σπουδαίου συνθέτη ή τις αισθητικές, φιλοσοφικές του αναζητήσεις σαν τη νιτσεϊκή «Αιώνια Επιστροφή» του Ζαρατούστρα ή τη «Νυχτερινή Περίπολο» του Ρέμπραντ. Στο πόντιουμ της Ορχήστρας, επιστρέφει, ο διεθνώς καταξιωμένος και βαθύς γνώστης του έργου, Ούρος Λάγιοβιτς.
Το σχόλιο του μαέστρου:
” Ο Λέοναρντ Μπέρνσταιν έχει πει ότι η ανθρωπότητα θα έπρεπε να περάσει έναν κατακλυσμό ώστε να κατανοήσει το έργο του Μάλερ. Σήμερα, όμως, ζούμε την εμπειρία της μουσικής του ως μία συνολική αξία. Η μουσική του είναι “Θέατρο του Κόσμου” γιατί δεν χρήζει απλώς ερμηνείας, αλλά πρέπει κανείς να την κατανοήσει. Ήρθα σε έπαφη με το έργο του το 1973-74 και έκτοτε είναι σταθερός συνοδοιπόρος μου.”
Για την ιστορία…
Η Έβδομη Συμφωνία γράφτηκε τα καλοκαίρια του 1904 και 1905, κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών του Gustav Mahler στην εξοχική του κατοικία στο Maiernigg της Καρινθίας, κοντά στις όχθες της λίμνης Wörth. (Στην ίδια περιοχή έγραψε ο Brahms τη δεύτερη συμφωνία του και το κοντσέρτο για βιολί, και ο Berg, ομοίως, το κοντσέρτο του για βιολί). Οι καλοκαιρινοί μήνες ήταν σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της δημιουργικής ζωής του Mahler η μόνη περίοδος του χρόνου, που μπορούσε να ασχολείται με τη σύνθεση, λόγω των αυξημένων διοικητικών και καλλιτεχνικών του υποχρεώσεων τον υπόλοιπο καιρό. Το καλοκαίρι του 1904 και ενώ ολοκληρωνόταν η Έκτη Συμφωνία, γράφτηκαν οι δύο “Μουσικές της Νύχτας”, που έμελλε να αποτελέσουν το δεύτερο και τέταρτο μέρος αντίστοιχα της Έβδομης. Μετά από μία ακόμη καλλιτεχνική περίοδο, κατά την οποία ο Mahler συνέχισε να εκτελεί χρέη διευθυντή της Όπερας της Βιέννης, επέστρεψε στη νέα συμφωνία το επόμενο καλοκαίρι (1905). Η έμπνευση, σύμφωνα με όσα ο ίδιος ο συνθέτης έγραψε κάποια χρόνια αργότερα στη γυναίκα του, Alma, δεν ήρθε εκείνη τη φορά ούτε εύκολα ούτε γρήγορα· αλλά μία επίσκεψή του στο γραφικό χωριό Krumpendorf και μία βαρκάδα στη λίμνη Wörth ήταν αρκετά για να διεγείρουν ξαφνικά –αλλά καταλυτικά- τη φαντασία του, με αποτέλεσμα το πρώτο, τρίτο και πέμπτο μέρος της Έβδομης να γραφτούν μέσα σε τέσσερις περίπου εβδομάδες, μέχρι τις 15 Αυγούστου. Κατά τα δύο επόμενα χρόνια ο Mahler προέβη σε διορθώσεις και βελτιώσεις της Έβδομης Συμφωνίας.
Η εποχή της κυρίως σύνθεσης του έργου υπήρξε από κάθε άποψη ευτυχισμένη για τον Mahler, ο οποίος ήδη το 1902 είχε παντρευτεί την αγαπημένη του Alma και το 1904 αποκτούσε κιόλας τη δεύτερη κόρη του, Anna, ενώ ως αρχιμουσικός αλλά και συνθέτης γνώριζε ιδιαίτερη εκτίμηση και αναγνώριση. Όλα αυτά όμως άλλαξαν το 1907, χρονιά που επέφερε στο συνθέτη τρία αλλεπάλληλα και ισχυρά πλήγματα: τον εξαναγκασμό σε παραίτηση από τη θέση του διευθυντή της Όπερας της Βιέννης, το χαμό της μεγάλης του κόρης (Maria) από ένα συνδυασμό οστρακιάς και διφθερίτιδας (12 Ιουλίου) και τέλος τη διάγνωση στον ίδιο σοβαρής και ανίατης καρδιακής πάθησης.
Μέσα σε ένα “βαρύ” λοιπόν κλίμα και με τις αντισημιτικές τάσεις της αυστριακής κοινωνίας να γνωρίζουν ιδιαίτερη έξαρση, ο Mahler προσανατολίστηκε να γίνει η πρεμιέρα της Έβδομης Συμφωνίας στην Πράγα αντί στη Βιέννη. Και όντως αυτή δόθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 1908 από τη Φιλαρμονική της Τσεχίας και υπό τη διεύθυνση του ίδιου του συνθέτη σε εορταστική συναυλία για την συμπλήρωση 60 ετών από τη στέψη του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ Α’ (1830 – 1916). Η συμφωνία αντιμετωπίστηκε με συγκράτηση και σκεπτικισμό, στοιχεία που τη συνοδεύουν μέχρι σήμερα. Ωστόσο δε λείπουν και εκείνοι που προσπερνώντας τους επιφανειακούς παράγοντες που την καθιστούν πρόσκαιρα δύσληπτη, τη θαυμάζουν και την εκτιμούν βαθιά, πρώτος ίσως από τους οποίους ήταν ο κορυφαίος συνθέτης Arnold Schoenberg (1874 – 1951). Ο ίδιος είχε μία μάλλον ψυχρή στάση απέναντι στη μουσική του Mahler, κάτι που η ακρόαση της Έβδομης Συμφωνίας στην πρεμιέρα της στη Βιέννη το Νοέμβριο του 1909 άλλαξε ριζικά. Σε μία ένθερμη επιστολή του (29 Δεκεμβρίου 1909) προς το Mahler ο Schoenberg έγραψε για την Έβδομη μεταξύ άλλων και τα εξής: “Αυτό που ένιωσα αυτή τη φορά ήταν μία τέλεια ψυχική γαλήνη βασισμένη σε καλλιτεχνική αρμονία – κάτι που με μετακινούσε χωρίς απλά να μετατοπίζει αμείλικτα το κέντρο βάρους μου· κάτι που με τραβούσε ήρεμα και ευχάριστα προς το μέρος του, όπως αυτή η δύναμη που οδηγεί τους πλανήτες, αφήνοντάς τους να ακολουθούν τις πορείες τους… με ένα τρόπο τόσο εύκολο και αναπόφευκτο, που δεν επιτρέπει ποτέ απότομα τραντάγματα…”
Ίσως σε καμία άλλη συμφωνία του ο Mahler δεν αφήνει τόσο ελεύθερη τη φαντασία του όσον αφορά στην ενορχήστρωση. Όχι μόνο χρησιμοποιεί όργανα, που σπάνια συναντά κανείς στη συμφωνική ορχήστρα, όπως το “Tenorhorn” (βαρύτονο κόρνο, παρεμφερές με το ευφώνιο), την κιθάρα, το μαντολίνο ή τα καμπανάκια αγελάδων αλλά ενίοτε ζητά ιδιαίτερα ηχοχρώματα και από τα πάγια μέλη της ορχήστρας, όπως π.χ. “εκρήξεις” στις ψηλές περιοχές των χάλκινων πνευστών, χαρακτηριστικές τρίλιες και περάσματα που θυμίζουν φωνές πουλιών στα ξύλινα πνευστά (δεύτερο μέρος) και pizzicati ακραίας ισχύος από τα έγχορδα (στο αλλόκοτα και απόκοσμα χορευτικό Scherzo). Αξιοσημείωτες από αρμονικής άποψης είναι οι συχνές και πυκνές εναλλαγές μεταξύ μείζονα και ελάσσονα τρόπου καθώς και η “προοδευτική” τονική εξέλιξη όλου του έργου: το πρώτο μέρος ξεκινά στη σι ελάσσονα αλλά στην πορεία οδηγείται στη μι ελάσσονα, το δεύτερο είναι γραμμένο σε ντο ελάσσονα, το τρίτο σε ρε ελάσσονα, το τέταρτο σε Φα μείζονα και το φινάλε σε Ντο μείζονα.
Καθοριστικό στοιχείο δομικής και αισθητικής κατανόησης της Έβδομης είναι η ιδιαίτερη μουσική αποτύπωση της αντιπαράθεσης Σκότους και Φωτός. Ο ίδιος ο Mahler περιέγραψε λακωνικά τη δομή της Συμφωνίας στον Ελβετό κριτικό William Ritter (1867 – 1955) ως εξής: “Τρία νυχτερινά κομμάτια· το φινάλε, λαμπερή μέρα. Ως θεμέλιο του συνόλου, το πρώτο μέρος”. Ήδη για την πρώτη εκτέλεση της Έβδομης στην Πράγα φίλοι του συνθέτη πρότειναν το πρώτο μέρος να ονομαστεί “νυχτερινός περίπατος”, τα τρία επόμενα “φωνές της νύχτας” και το φινάλε “στο πρωί”, ονομασίες που δε βρήκαν σύμφωνο το Mahler, ο οποίος γενικότερα απέφευγε να προσδίδει αναλυτικές προγραμματικές προεκτάσεις στη μουσική του. Παρόλα αυτά μέχρι σήμερα η Συμφωνία παρουσιάζεται κάποιες φορές με το προσωνύμιο “Τραγούδι της Νύχτας”. Μία επιμέρους επιρροή για τη σύνθεση του δεύτερου μέρους συγκεκριμένα ήταν ο διάσημος πίνακας του Rembrandt “Νυχτερινή περίπολος”, χωρίς ωστόσο αυτό να συνεπάγεται πως ο συνθέτης στόχευσε αποκλειστικά στη μουσική “μετα-γραφή” του πίνακα.
Θεωρώντας λοιπόν την Έβδομη υπό το αισθητικό και εννοιολογικό πρίσμα της πορείας από το Σκότος στο Φως μπορεί κανείς να αντιληφθεί και τον ιδιάζοντα μεταβατικό της ρόλο μέσα στην ακολουθία των συμφωνιών του Mahler. Όντως, πολλά εγγενή στοιχεία της Έβδομης άπτονται άμεσα ή έμμεσα της ερεβώδους Έκτης (“Τραγικής”), όπως π.χ. το ενεργητικό πρώτο θέμα του πρώτου μέρους (μετά την αργή εισαγωγή), που παραπέμπει άμεσα στο εμβατηριακό θέμα που ανοίγει την Έκτη ή οι εναλλαγές μείζονας – ελάσσονας του δευτέρου μέρους, που αντίστοιχές τους εμφανίζονται με έμφαση και στην Έκτη. Από την άλλη, το φωτεινό και αισιόδοξο φινάλε της Έβδομης, σε σημεία του οποίου υπάρχουν σαφείς θεματικές υπομνήσεις των “Αρχιτραγουδιστών της Νυρεμβέργης” του Wagner και της Εύθυμης Χήρας του Lehar, δείχνει να είναι από πολλές απόψεις το προοίμιο του “λυτρωτικού”, ουμανιστικού πνεύματος της μεγαλειώδους Όγδοης Συμφωνίας (“των Χιλίων”).
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει μία προσέγγιση του πέμπτου και τελευταίου μέρους της Έβδομης Συμφωνίας από τον κορυφαίο μουσικολόγο και μελετητή του έργου του Mahler, Κωνσταντίνο Φλώρο, ο οποίος διαβλέπει στη φόρμα του μέρους μία αναγωγή στη γοητευτική ιδέα της “Αιώνιας Επιστροφής”, όπως αυτή διατυπώθηκε από το μεγάλο Γερμανό φιλόσοφο και ποιητή Friedrich Nietzsche στο πασίγνωστο έργο του “Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα”. Η ποιητικής προέλευσης αυτή ιδέα εκφράστηκε στο κεφάλαιο του ανωτέρω έργου “Οι Εφτά Σφραγίδες (ή το τραγούδι του Ναι και του Αμήν)”, που αποτελείται από επτά επιμέρους ενότητες, που όλες κλείνουν με την ίδια ακριβώς επίκληση στην Αιωνιότητα. Κατά το Φλώρο, δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι το θέμα του φινάλε της συμφωνίας, το οποίο είναι γραμμένο ξεκάθαρα σε φόρμα ροντό, επανέρχεται -κατ’ αναλογία με το κείμενο του Nietzsche- επτά φορές συνολικά. Ο Mahler είχε άλλωστε εκφράσει το θαυμασμό του για την –καθοριστικής σημασίας- ποιητική πτυχή της νιτσεϊκής σκέψης, παρόλο που είχε αποστασιοποιηθεί από τις καθαρά φιλοσοφικές του θέσεις. Και η ιδέα της “Αιώνιας Επιστροφής” φαίνεται να έδινε ευπρόσδεκτες απαντήσεις στη μεταφυσική προσέγγιση της έννοιας του Αιώνιου από τον ίδιο.
ΠΗΓΗ: avgi.gr