Σύμφωνα με τις πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικράτειας, ο φορολογούμενος μπορεί να υποβάλλει χωριστή φορολογική δήλωση του εισοδήματός του και να εκδοθεί ξεχωριστό εκκαθαριστικό και ξεχωριστές δόσεις πληρωμής. Και χωρίς να ληφθεί υπόψιν η απόφαση του ΣτΕ υπάρχει και σήμερα η δυνατότητα, με αίτηση του ενός συζύγου να ζητηθεί ο διαχωρισμός της οφειλής που προκύπτει από την κοινή δήλωση των συζύγων και ο αρμόδιος προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας υποχρεούται να του ανακοινώσει με σχετικό έγγραφό του το ποσό αυτής της οφειλής.
Εφόσον δεν συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος το οποίο να δικαιολογεί την υποχρεωτική υποβολή κοινής δήλωσης φόρου εισοδήματος των συζύγων, ο σύζυγος υποβάλλει κατ’ αρχήν κοινή δήλωση και για το εισόδημα της συζύγου του, εφόσον και οι 2 σύζυγοι συναινούν. Σε περίπτωση διαφωνίας, κρίνεται αναγκαία η υποβολή των χωριστών δηλώσεων.
Ωστόσο, αν ένας από τους συζύγους έχει οφειλές και ο άλλος έχει επιστροφή φόρου, τα ποσά συμψηφίζονται στο οικογενειακό εισόδημα.
Σύμφωνα με το Ν.2238/1994 όπως τροποποιήθηκε και ίσχυε μέχρι τις 31/12/2013, οι σύζυγοι υποβάλλουν υποχρεωτικά κοινή δήλωση φορολογίας εισοδήματος. Κατά την εκκαθάριση, οι φόροι, τα τέλη και οι εισφορές υπολογίζονται χωριστά για τον κάθε σύζυγο. Η ψήφιση και εφαρμογή του ν. 4172/13 δεν επεξέτεινε το ίδιο καθεστώς και στα ζευγάρια με σύμφωνο συμβίωσης.
Ο νόμος επιτρέπει σήμερα χωριστές δηλώσεις στους συζύγους σε τρεις περιπτώσεις:
- Αν έχει επέλθει διακοπή της έγγαμης συμβίωση ή λύση του συμβολαίου συμβίωσης
- Αν ο ένας από τους δύο συζύγους είναι σε κατάσταση πτώχευσης
- Αν ο ένας από τους δύο συζύγους έχει υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση. Σε καθεμία από τις ως άνω περιπτώσεις ο υπόχρεος φέρει το βάρος της απόδειξης, ήτοι υποχρεούται να έχει προσκομίσει τα κατάλληλα δικαιολογητικά στο τμήμα Μητρώου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. και να έχει προχωρήσει στη σχετική μεταβολή των στοιχείων του (διαχωρισμό ΑΦΜ).
Όπως αναφέρει το news247.gr με τις αλλαγές που σχεδιάζονται θα επιτρέπεται οι δύο σύζυγοι να κάνουν ξεχωριστά τις δηλώσεις τους χωρίς προηγούμενη δήλωση στην εφορία ή αν το κρίνουν μπορούν να συνεχίζουν να κάνουν κοινές δηλώσεις . Αυτό που εξετάζεται είναι αν θα επιτρέπεται να μεταπηδούν τα ζευγάρια από το καθεστώς των χωριστών δηλώσεων σε κοινές δηλώσεις και το αντίθετο, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού από χρόνο σε χρόνο καθώς κάτι τέτοιο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις μπορεί να οδηγήσει και σε απώλεια εσόδων για το κράτος αλλά και σε πρόσθετη γραφειοκρατία καθώς οι δηλώσεις θα πολλαπλασιαστούν.
Η χωριστή δήλωση έχει και πλεονεκτήματα αλλά και μειονεκτήματα.
Ένα από τα πλεονεκτήματα είναι ότι όσοι δικαιούνται επιστροφής φόρου αλλά ο άλλος σύζυγος έχει κάποια οφειλή, δεν την χάνουν και δεν συμψηφίζεται με τις τυχόν οφειλές του άλλου συζύγου.
Ωστόσο, όπως τονίζει, υπάρχουν αρκετά μειονεκτήματα όπως ότι η κάλυψη των συναλλαγών μέσω χρεωστικών και πιστωτικών καρτών γίνεται και από τα εισοδήματα του άλλου συζύγου με την υποβολή κοινής φορολογικής δήλωσης, ενώ αν γίνει χωριστή φορολογική δήλωση οι δαπάνες αυτές θα καλύπτονται αποκλειστικά από το δηλωθέν εισόδημα του κάθε συζύγου χωριστά. Κοινωνικά, το μέτρο διευκολύνει ζευγάρια που βρίσκονται σε διάσταση ή βρίσκονται σε διαδικασία διαζυγίου τα οποία με βάση το νόμο υποχρεούνται να κάνουν κοινή δήλωση.
Σε αυτή την περίπτωση, ο καθένας θα μπορεί με βάση τα ατομικά του εισοδήματα να διεκδικήσει επιδόματα και λοιπές παροχές. Είναι μια τακτική που πλέον ακολουθείται από πολλούς κυρίως για να διατηρήσουν το δικαίωμα υπαγωγής στον νόμο Κατσέλη ή να προστατευτούν από τα χρέη.
Το μειονέκτημα αφορά κυρίως την κάλυψη τεκμηρίων διαβίωσης. Αν σε ένα αντρόγυνο ένας από τους δύο βαρύνεται με τεκμήρια (έχει στην κατοχή του ακίνητα ΙΧ) αλλά δεν έχει εισόδημα, αλλά ο άλλος έχει εισοδήματα, τα τεκμήρια καλύπτονται με βάση το οικογενειακό εισόδημα. Σε περίπτωση χωριστής δήλωσης, αυτός που δεν έχει εισοδήματα μπορεί να φορολογηθεί σαν να έχει εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα. Θα πρέπει δηλαδή να πληρώσει φόρο από το πρώτο ευρώ με προκαταβολή φόρου 100% για το επόμενο χρόνο.
Ένα λιγότερο δύσκολο πρόβλημα είναι επιμερισμός των «ηλεκτρονικών δαπανών» σε περίπτωση που ο ένας ή και οι δύο έχουν αφορολόγητο. Θα πρέπει δηλαδή να υπάρχει συνεννόηση ώστε οι ηλεκτρονικές αγορές με πλαστικό χρήμα και ηλεκτρονική τραπεζική να επιμερίζονται έτσι ώστε να καλύπτεται και στους δύο το ελάχιστο όριο – ανάλογα με το εισόδημα για το χτίσιμο του αφορολόγητου.
ΠΗΓΗ: news247.gr