Μακεδονικό και μη αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες. Δύο υποθέσεις που συγκλόνισαν κοινωνία και πολιτικό σύστημα και αποτέλεσαν “εργαλείο” για να προκληθούν πολιτικές εξελίξεις.
Υπάρχουν αναμφίβολα ομοιότητες και αναλογίες, αλλά υπάρχουν και διαφορές. Βασική ομοιότητα είναι πως, όπως τώρα για τη Συμφωνία των Πρεσπών ο Αλέξης Τσίπρας έτσι και ο Κώστας Σημίτης αντιμετώπισαν την πίεση των δημοσκοπήσεων.
Περίπου το 60-65% των πολιτών δήλωναν τότε και δηλώνουν τώρα αντίθετοι. Ο Κώστας Σημίτης αντιμετώπισε βεβαίως το πρόβλημα στην αρχή της κυβερνητικής του θητείας (μετά τις εκλογές του 200), ενώ ο Αλέξης Τσίπρας αναμετράται με τις αντιδράσεις στο τέλος της δικής του θητείας. Βασική ομοιότητα το γεγονός ότι τόσο ο τότε πρωθυπουργός όσο και ο Αλέξης Τσίπρας αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει την σφοδρή αντίδραση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η Ν.Δ του Κώστα Καραμανλή, το 2000, συντάχθηκε με τον Μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο και τις λαοσυνάξεις που προκάλεσε, όπως τώρα ο Κυριάκος Μητσοτάκης συντάσσεται με τα συλλαλητήρια των μακεδονικών οργανώσεων.
Διαβάστε πως περιέγραφαν τότε την κατάσταση Καθημερινή και Βήμα:
Η σφοδρότερη σύγκρουση του Αρχιεπισκόπου με την Πολιτεία αφορούσε την αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες. Μία εβδομάδα μετά τις εθνικές εκλογές του 2000 ο νέος υπουργός Δικαιοσύνης Μιχάλης Σταθόπουλος δήλωνε σε απογευματινή εφημερίδα ότι το θρήσκευμα αποτελεί ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο και η αναγραφή του στην αστυνομική ταυτότητα έρχεται σε αντίθεση με σχετικό νόμο που ισχύει από το 1997. «Σε αυτό τον τόπο υπάρχει ένας παράγοντας ο οποίος ούτε μπορεί ούτε πρέπει να αγνοείται. Είναι ο λαός», ήταν η πρώτη αντίδραση του Αρχιεπισκόπου. Λίγες ημέρες αργότερα και αφού έχει αρχίσει να συζητείται το ζήτημα ευρέως επανήλθε διαμηνύοντας προς πάσα κατεύθυνση: «Να γίνει ένα δημοψήφισμα και θα δούνε ότι ο λαός προσυπογράφει μαζί μας».
«Λαοσυνάξεις»
Αν και υπουργοί διαβεβαίωναν τον Αρχιεπίσκοπο ότι δεν τίθεται θέμα, ο τότε πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης ξεκαθάρισε στη Βουλή ότι το θρήσκευμα δεν θα αναγραφόταν στις νέες ταυτότητες. Ο πόλεμος που θα οδηγούσε στη συγκέντρωση υπογραφών από την Εκκλησία ζητώντας δημοψήφισμα, μόλις άρχιζε. Προηγήθηκαν ωστόσο δύο μεγάλες «λαοσυνάξεις» στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα τον Ιούνιο του 2000. «Πιστέ και αγαπημένε λαέ, δεν ήλθα να σας διεγείρω. Ηλθα να σας εξηγήσω. Δεν ήλθα να σας φανατίσω. Ηλθα να σας ενημερώσω», ήταν τα πρώτα λόγια του Αρχιεπισκόπου, ο οποίος δήλωνε συγκινημένος «βλέποντας αυτή τη συγκλονιστική λαοθάλασσα».
Δεκάδες χιλιάδες «πιστών» πάλλονταν στον αρχιεπισκοπικό λόγο φωνάζοντας ρυθμικά «Ελλάδα σημαίνει Ορθοδοξία». Ο Χριστόδουλος θύμιζε πολιτικό ηγέτη χρησιμοποιώντας στην ομιλία του εκφράσεις από τις ομιλίες του Ανδρέα Παπανδρέου. «Ας λέει ο νόμος ό,τι θέλει, αν ο λαός δεν συναινεί δεν εφαρμόζεται» διακήρυσσε ο Χριστόδουλος και προειδοποιούσε πως «την Εκκλησία όποιο χέρι τόλμησε να την αγγίξει, ξεράθηκε». Οι «προοδευτικάριοι», οι «θιασώτες της Ευρώπης», η «ιντελιγκέντσια» και η κυβέρνηση Σημίτη βρέθηκαν στο στόχαστρο των ομιλιών του Αρχιεπισκόπου. «Αφήστε τους νόμους να κοιμούνται», προέτρεψε την κυβέρνηση από την πλατεία Συντάγματος και απευθυνόμενος στους επικριτές του είπε: «Επιτέλους άμα τα έχετε με τον Χριστόδουλο, τον Χριστόδουλο να βρίζετε και όχι τους παπάδες». Η κίνησή του να κρατήσει στην εξέδρα του Συντάγματος αντίγραφο του λαβάρου της Επαναστάσεως του 1821, που μετέφερε από την Αγία Λαύρα ο μητροπολίτης Καλαβρύτων, προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις σημαντικής μερίδας του πολιτικού κόσμου.
Η προεδρία
Στις 28 Αυγούστου 2001, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ανακοίνωσε σε ειδική συνέντευξη Τύπου ότι η Σύνοδος συγκέντρωσε περισσότερα από τρία εκατομμύρια υπογραφές πιστών οι οποίοι ζητούν δημοψήφισμα για την προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στις νέες ταυτότητες. Ανάμεσά τους και εκείνη του τότε αρχηγού της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως κ. Κ. Καραμανλή. Την επόμενη ημέρα ο Αρχιεπίσκοπος επισκέφθηκε τον Πρόεδρο κ. Κωστή Στεφανόπουλο ζητώντας τη διενέργεια δημοψηφίσματος. Ωστόσο, με ανακοίνωση της Προεδρίας της Δημοκρατίας η υπόθεση έκλεισε, αφού «οι εκτός νομοθετημένης διαδικασίας συλλεγείσες υπογραφές δεν είναι δυνατόν να ανατρέψουν τις διατάξεις του Συντάγματος».
Το θέμα τέθηκε και πάλι πριν από τις εκλογές του 2004 αλλά μετεκλογικώς, στην πρώτη συνάντησή του με τον νέο πρωθυπουργό κ. Καραμανλή, ο Αρχιεπίσκοπος το έθεσε ουσιαστικά στο «αρχείο» μαζί με τα ξεχασμένα πια δελτία υπογραφών. Το ζήτημα έληξε οριστικά το Νοέμβριο του 2007, όταν από το βήμα της Βουλής ο υφυπουργός Εσωτερικών Παναγιώτης Χηνοφώτης υπενθύμισε τις αποφάσεις της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και του ΣτΕ και δήλωσε: «Αντιλαμβάνομαι ότι η πλειονότης των Ελλήνων διέπεται από βαθιά θρησκευτική συνείδηση, πλην όμως οι αποφάσεις αυτές δεν επιτρέπουν μία αλλαγή πορείας».
Την επόμενη ημέρα η Σύνοδος περιορίστηκε να εκφράσει τη δυσαρέσκειά της, ενώ ο βαρύτατα ασθενής Αρχιεπίσκοπος δεχόταν στην κατοικία του τον πρωθυπουργό κ. Κώστα Καραμανλή. Τα γεγονότα όμως είχαν αλλάξει πλέον την αρχιεπισκοπική ατζέντα.
Τα μηνύματα των δημοσκοπήσεων της εποχής- Η απόρρητη έρευνα που δόθηκε στον Κώστα Σημίτη
Αντίθετο στη μη καταγραφή το 60% των ερωτηθέντων, υπέρ της προαιρετικής το 54% Η απόρρητη έρευνα Σημίτη για την Εκκλησία Το 59% θεωρεί υπερβολικές τις λαοσυνάξεις. Το 37,2% δηλώνει ότι «με εκφράζουν»
Δύο έρευνες της εταιρείας Κάπα Research που φέρνει στη δημοσιότητα σήμερα «Το Βήμα της Κυριακής» φωτίζουν με αποκαλυπτικό τρόπο τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης για τα δύο μεγάλα θέματα αυτής της περιόδου: την κρίση στις σχέσεις της Εκκλησίας με την πολιτεία, με επίκεντρο το θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, και την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ. Η δεύτερη έρευνα με τίτλο «Ελλάδα και Ευρώπη» πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του «Βήματος» την περίοδο 21-29 Ιουνίου 2000 και είναι η πιο πρόσφατη αλλά και η μοναδική μέχρι στιγμής δημοσκόπηση για τον τρόπο με τον οποίο έγινε δεκτή η ένταξη της χώρας στο «κλαμπ του ευρώ» ενώ καταγράφει και τις αντιδράσεις για την «κρίση της ταυτότητας» μετά τις λαοσυνάξεις. Η πρώτη έρευνα που παρήγγειλε η κυβέρνηση και έμεινε απόρρητη ως σήμερα πραγματοποιήθηκε το δεύτερο δεκαήμερο του παρελθόντος Μαΐου, ήτοι πριν από την κλιμάκωση της αναμέτρησης. Τα στοιχεία της είχαν τεθεί υπόψη του πρωθυπουργού κ. Κ. Σημίτη και των συνεργατών του, οπότε συνάγεται ότι η κυβέρνηση γνώριζε εγκαίρως πώς διαμορφώνεται η κατάσταση στην κοινή γνώμη κατά τους χειρισμούς του τελευταίου μήνα.
Η εταιρεία Κάπα Research πραγματοποίησε την έρευνα με θέμα «Οι νέες ταυτότητες» σε μια χρονική στιγμή που η ρήξη δεν είχε εκδηλωθεί πλήρως και από τα συμπεράσματά της προκύπτει ότι η κυβέρνηση έλαβε ιδιαίτερα υπόψη της ότι, εν αντιθέσει προς τον «γενικό πληθυσμό» που κατά πλειοψηφία εξεδήλωνε αντίθεση στην απάλειψη του θρησκεύματος από τις νέες ταυτότητες, οι απαντήσεις ποικίλλουν ανάλογα με το φύλο, την ηλικία και τη μόρφωση των ερωτηθέντων, με τους άνδρες, τους καλύτερα μορφωμένους και τους νεότερους να αποκλίνουν από τον «μέσο όρο», που κλίνει υπέρ της προαιρετικής αναγραφής. και να έχουν ηπιότερες αντιδράσεις και διαφορετική εκτίμηση για τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας.
Στο «ζητούμενο των ημερών», ήτοι στην αναγραφή ή όχι του θρησκεύματος στις ταυτότητες, η έρευνα έδειξε ότι το 60% των ερωτηθέντων αντιτίθετο στη μη αναγραφή ενώ υπέρ τασσόταν μόνο το 31%. Ωστόσο επί προσωπικού επιπέδου, αν και το 46% δηλώνει σαφώς ότι επιθυμεί να αναγράφεται το θρήσκευμα, το 50% δηλώνει ότι «δεν εξαρτάται το προσωπικό του πιστεύω από την αναγραφή» και στο ερώτημα «τι πιστεύετε ότι πρέπει να γίνει με τις ταυτότητες» το 54% δηλώνει «να αναγράφεται προαιρετικά το θρήσκευμα» και το 31% «να αναγράφεται υποχρεωτικά». Κατά ηλικία, οι άνω των 60 ετών επιθυμούν σε ποσοστό 65% να αναγράφεται το θρήσκευμα στην ταυτότητά τους, ενώ οι κάτω των 30% απαντούν το ίδιο σε ποσοστό μόνο 29,1%, ενώ στο ερώτημα «τι πρέπει να γίνει με τις ταυτότητες» οι ηλικιωμένοι επιθυμούν είτε να αναγράφεται υποχρεωτικά το θρήσκευμα σε ποσοστό 48,5%, ενώ από τους νεότερους, μόνο το 20,1% τάσσεται υπέρ της υποχρεωτικής αναγραφής.
Ολες οι ηλικίες όμως βλέπουν, με αποκλίσεις, θετικά την προαιρετική αναγραφή. Κατά φύλο, οι άνδρες τάσσονται σε ποσοστό 37,1% υπέρ της μη αναγραφής και κατά 54,6% διαφωνούν, ενώ οι γυναίκες διαφωνούν σε ποσοστό 66,6% με τη μη αναγραφή και συμφωνούν με την απάλειψη μόνο σε ποσοστό 24,1%. Επί προσωπικού επιπέδου τα ίδια στοιχεία πλησιάζουν ακόμη περισσότερο προς τη θέση της μη αναγραφής, και το ίδιο συμβαίνει και με το ερώτημα «περί του πρακτέου», χωρίς ωστόσο να αναστρέφεται το «κεντρικό ρεύμα» που διαφωνεί με την απάλειψη.
Οι αντιδράσεις αυτές αλλάζουν εν μέρει με βάση τη μόρφωση των ερωτηθέντων. Το 44% όσων έχουν ανώτερη μόρφωση τάσσεται υπέρ της μη αναγραφής και άλλοι τόσοι 44,7% διαφωνούν με τη μη αναγραφή. Το 69,1% αυτής της ομάδας μάλιστα δηλώνει ότι το θρησκευτικό πιστεύω του δεν εξαρτάται από την αναγραφή και μόνο το 29,2% θέλει την υποχρεωτική αναγραφή. Από όσους έχουν στοιχειώδη μόρφωση το 67,7% επιθυμεί την αναγραφή και μόνο το 29,9% την αποσυνδέει από το πιστεύω του.
Ομοίως, όσοι έχουν ανώτερη μόρφωση μόνο σε ποσοστό 16,6% επιθυμούν την υποχρεωτική αναγραφή.
Αλλο στοιχείο που ελήφθη υπόψη είναι ότι στο ερώτημα «αν πρέπει να έχει λόγο η Εκκλησία σε δημόσια έγγραφα, όπως οι ταυτότητες, ή είναι θέμα που αφορά μόνο την πολιτεία», το 47% απαντά «να αφορά μόνο την πολιτεία» και μόνο το 42% κρίνει ότι πρέπει «να έχει λόγο η Εκκλησία».
Επίσης το 52% κρίνει εκείνη τη χρονική στιγμή «υπερβολική» την αντίδραση της Εκκλησίας και μόνο το 40% πιστεύει ότι η αντίδραση της Εκκλησίας «είναι σωστή».
Με βάση το φύλο, την ηλικία και τη μόρφωση οι απαντήσεις αυτές διαφοροποιούνται.
Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ως συμπέρασμα ότι η κοινή γνώμη ήταν διχασμένη από την πρώτη στιγμή που ανέκυψε το θέμα των ταυτοτήτων, κλίνει όμως υπέρ της προαιρετικής αναγραφής του θρησκεύματος.
Οι ερευνητές ωστόσο σημειώνουν ότι «οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης, αν και εμφανίζονται ως αρνητική στάση απέναντι στην αυθαιρεσία της πολιτείας, θα πρέπει μάλλον να εξηγηθούν ως έμμεση δυσφορία απέναντι σε διάφορα στερεότυπα και συγγενείς απειλές για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, όπως είναι η νέα τάξη πραγμάτων, το ξεθώριασμα των ελληνικών παραδόσεων κτλ.».
Αυτό, κατά την εκτίμησή τους, ενισχύεται και από τα ευρήματα της ίδιας έρευνας για την αναγραφή ή όχι στις ταυτότητες και άλλων προσωπικών δεδομένων. Οι εντονότερες αντιδράσεις εμφανίζονται πρώτα σε ό,τι αφορά την αναγραφή της υπηκοότητας και ακολουθεί το θρήσκευμα, ενώ έντονες επιφυλάξεις υπάρχουν και για την απάλειψη στοιχείων όπως είναι το δακτυλικό αποτύπωμα ή το επάγγελμα.
Πρέπει να επισημανθούν δύο ευρήματα της πρόσφατης έρευνας της ίδιας εταιρείας για την ΟΝΕ, που διενεργήθηκε μετά τις λαοσυνάξεις. Στο ερώτημα για τις αντιδράσεις της Εκκλησίας το 59,9% θεωρεί υπερβολικές τις διαδηλώσεις και το 37,2% δηλώνει: «Με εκφράζουν». Επίσης το 42% δηλώνει ότι δεν άλλαξε η γνώμη του για τον Αρχιεπίσκοπο κ. Χριστόδουλο από τη στάση της Εκκλησίας στο ζήτημα των ταυτοτήτων, το 23% δηλώνει ότι άλλαξε προς το καλύτερο και το 31,1% ότι άλλαξε προς το χειρότερο, και το τελευταίο εξηγεί τη σχετική κάμψη της δημοτικότητας του Προκαθημένου της Εκκλησίας στην ίδια μέτρηση.
Πηγή: Καθημερινή, Βήμα