Την ερχόµενη Παρασκευή, εν ενεργεία δηµόσιοι υπάλληλοι και ∆ηµόσιο θα αντιπαρατεθούν ενώπιον της Ολοµέλειας του Συµβουλίου της Επικρατείας, όπου έφθασε τελικά να κριθεί η αντισυνταγµατικότητα των περικοπών των δώρων των δηµοσίων υπαλλήλων, µετά την παραποµπή του θέµατος από το ΣΤ’ Τµήµα του δικαστηρίου.
Αυτό είναι άλλωστε και το πρώτο «όπλο» των δικαστικών υπαλλήλων, οι οποίοι έχοντας αποσπάσει µία πρώτη νίκη από το ∆ιοικητικό Πρωτοδικείο Ναυπλίου, έφθασαν στο ανώτατο δικαστήριο, που θα έχει και τον τελευταίο λόγο.
Σύµφωνα µε την απόφαση του ΣΤ’ Τµήµατος, οι περικοπές που έγιναν µε τον νόµο 4093/12, οδηγώντας στην πλήρη κατάργηση όλων των επιδοµάτων, αντίκεινται στα άρθρα 25 και 4 του Συντάγµατος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.
Στο πολυσέλιδο σκεπτικό τους, οι δικαστές αναγνωρίζουν ότι ο νοµοθέτης, εκτιµώντας τις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες, µπορεί να προβαίνει σε µείωση του βασικού µισθού ή των επιδοµάτων στο πλαίσιο του δηµοσίου συµφέροντος, ωστόσο επισηµαίνουν ότι «µε την επίµαχη διάταξη επιχειρείται νέα, για πολλοστή φορά περικοπή των αποδοχών, της ίδιας ακριβώς οµάδας θιγοµένων, ειδικότερα δε, θεσπίζεται πλέον µε αυτήν, όχι περαιτέρω µείωση, αλλά κατάργηση των ετήσιων αποδοχών». Και προσθέτουν ότι επιδόµατα εορτών και αδείας «συνδέονται από τη φύση τους µε τις αυξηµένες ανάγκες που ανακύπτουν κατά τις εορταστικές περιόδους και κατά την περίοδο των θερινών διακοπών, οι οποίες ανάγκες συντρέχουν για όλους τους υπαλλήλους ανεξάρτητα από τον µισθό του καθενός».
Οι ανώτατοι δικαστές καταλήγουν µάλιστα στο ότι «ο νοµοθέτης δεν δικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει στην υιοθέτηση του επίµαχου καταργητικού µέτρου, χωρίς προηγουµένως να έχει εκτιµήσει την προσφορότητά του (σ.σ.: του µέτρου) εν όψει και της διαπίστωσης ότι τα αντίστοιχα µέτρα που είχε λάβει έως τότε δεν είχαν αποδώσει τα αναµενόµενα».
Το δεύτερο όπλο στη φαρέτρα των νοµικών επιχειρηµάτων των προσφευγόντων δεν είναι άλλο από την απόφαση της Ολοµέλειας του ΣτΕ του 2015, µε την οποία κρίθηκαν αντισυνταγµατικές οι περικοπές των δώρων των συνταξιούχων, για τις οποίες ωστόσο το ζήτηµα παραµένει εκκρεµές στο ίδιο δικαστήριο. Και παραµένει άλυτο αφού σύµφωνα µε τη διοίκηση οι όποιες αντισυνταγµατικότητες καλύφθηκαν από τον νόµο Κατρούγκαλου, οι διατάξεις του οποίου όµως έχουν µπει στο στόχαστρο δεκάδων προσφυγών και αναµένεται η δικαστική κρίση.
Νοµικοί αναφέρουν στο «Εθνος» ότι η Ολοµέλεια του 2015 έχει ήδη βάλει τις «κόκκινες γραµµές» -αναλογιζόµενη το δηµοσιονοµικό κόστος- κρίνοντας ότι µπορούν να διεκδικήσουν αναδροµικά εκείνοι οι συνταξιούχοι που κατέθεσαν αγωγές πριν από την έκδοση της απόφασης, ενώ για τους υπολοίπους ο χρόνος διεκδίκησης αρχίζει αµέσως µετά τη δηµοσίευσή της (δηλαδή από τον Ιούνιο του 2015 και εντεύθεν). Οι ίδιες πηγές δεν απέκλειαν να ακολουθηθεί και εδώ η ίδια σκέψη στην περίπτωση που οι επίµαχες περικοπές κριθούν και αυτές αντισυνταγµατικές.
Μάλιστα σηµείωναν ότι σε ένα τέτοιο ενδεχόµενο είναι πολλοί λίγοι οι εν ενεργεία δηµόσιοι υπάλληλοι που έχουν ασκήσει αγωγές για να πάρουν αναδροµικά, υπονοώντας σαφώς ότι το δηµοσιονοµικό κόστος δεν θα είναι µεγάλο. Υπάρχει όµως και ο προβληµατισµός ότι το δικαστήριο µπορεί να αντιµετωπίσει διαφορετικά τους εν ενεργεία υπαλλήλους, εντάσσοντάς τους σε ένα διαφορετικό καθεστώς απ’ ό,τι τους συνταξιούχους.
Η κυβέρνηση και το οικονοµικό επιτελείο τηρούν στάση αναµονής, περιµένοντας ταυτόχρονα και την κρίση του ΣτΕ για τις διατάξεις του νόµου Κατρούγκαλου, η οποία άλλωστε θα καθορίσει και το εύρος της αναδροµικότητας των συνταξιούχων. Θα είναι από τη δηµοσίευση της απόφασης του Ιουνίου του 2015 (σ.σ.: για όσους δεν είχαν ασκήσει αγωγές) και µέχρι σήµερα, ή µέχρι τον Μάιο του 2016, όταν δηλαδή µπήκε σε εφαρµογή ο νόµος Κατρούγκαλου (δηλαδή αναδροµικά ενός έτους;). Μετά ταύτα, τα µάτια όλων, συνταξιούχων, εν ενεργεία δηµοσίων υπαλλήλων και κυβερνητικού επιτελείου, είναι στραµµένα στο ανώτατο δικαστήριο.