Ήχοι φελλών που σκάνε και καμπανίτη οίνου που ρέει άφθονος σε κρυστάλλινα ποτήρια ακούγονται εσχάτως από το νεοκλασικό μέγαρο της Ηρώδου Αττικού, την έδρα του κυβερνητικού συρφετού, καθώς η μια μετά την άλλη οι δημοσκοπήσεις δίνουν, ελαφρύ έστω, προβάδισμα στη Νέα Δημοκρατία και ανάσες ανάκαμψης στους εταίρους της. «Είναι η κοινωνία που μας αποδέχεται», λένε οι επιτελείς, «η κοινωνία που εν τέλει δεν μπορεί να κάνει χωρίς εμάς».
Και ετοιμάζονται για τη νέα επιδρομή. Και τη νέα επιβολή των νέων (τελευταία θα είναι κι αυτά…) μέτρων, καθώς το δημόσιο δεν έχει τους πόρους που χρειάζεται η τρόικα για να αντλεί το αίμα που της είναι απαραίτητο, για να μακροβιώνει. Το χαλί έχει στρωθεί. Θα περικοπούν κι άλλο τα ήδη πενιχρά πια εισοδήματα, θα επιστρατευτούν μερικές χιλιάδες ακόμα, θα απολυθούν κάποιες άλλες χιλιάδες, θα ψάχνουν ένα πιάτο φαγητό στα συσσίτια κι άλλοι δυστυχισμένοι, θα πληθύνουν οι ουρές στα σκουπίδια, τα κεφάλια που περπατούν σκυφτά στο δρόμο θα πολλαπλασιαστούν, θα ανοίξουν και φυλακές που θα προορίζονται αποκλειστικά για φοροφυγάδες (ποιοι άραγε θα είναι αυτοί;) αλλά ο Αντώνης Σαμαράς, ο Βαγγέλης Βενιζέλος και ο Φώτης Κουβέλης θα καμαρώνουν που θα εξακολουθούν να σώζουν τη χώρα με τη δημοσκοπική επιδοκιμασία των πολιτών.
Ποια κοινωνία όμως είναι αυτή που δεν μπορεί να κάνει χωρίς τον Αντώνη Σαμαρά, τον Γιάννη Στουρνάρα, τον Κωστή Χατζηδάκη, τον Αντώνη Μανιτάκη και τους άλλους σοφούς της πολιτικής παρέας, που έχει ρημάξει τη χώρα;Μήπως είναι αυτή που δεν έχει πια να στρώσει το μεσημεριανό τραπέζι και τη βγάζει με τη συμπόνια φίλων και συγγενών; Μήπως αυτή που προσπαθεί να ξεγελάσει τη χειμωνιάτικη παγωνιά καίγοντας ο,τι άχρηστο έχει ξεμείνει σε μπαλκόνια και αυλές; Μήπως αυτή που στέλνει νηστικά τα παιδιά της στο σχολείο; Μήπως αυτή που δεν έχει να δώσει ένα στοιχειώδες χαρτζιλίκι στον άσιτο φαντάρο, ο οποίος μέρα με τη μέρα γίνεται όλο και μεγαλύτερος μπελάς στον μάγειρα του στρατοπέδου,αφού δεν του βγαίνουν οι μερίδες να τους ταΐσει όλους; Μήπως αυτή που παρακαλάει για ένα «μαύρο» μεροκάματο, για να έχει να πληρώσει τη δόση της ΔΕΗ;Ή μήπως αυτή που χλευάζεται καθημερινώς από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο για το αξιοπρεπές εισόδημα που είχε κάποτε, και τώρα εναγωνίως ψάχνει δουλειά στις χώρες του Βόρειου Παγωμένου Ωκεανού, τη μακρινή Αυστραλία ή τις καυτές ερήμους της Αραπιάς;
Πολύ περίεργα μας τα λένε οι δημοσκόποι. Κι είναι ακόμα πιο περίεργα, γιατί και οι ίδιοι, στην πλειονότητά τους, αποτελούν μέρος του συστήματος τρομοκράτησης της πραγματικής κοινωνίας, της κοινωνίας που υποφέρει και οργίζεται γιατί σπρώχνεται βίαια μήνα με το μήνα, βδομάδα με τη βδομάδα,όλο και πιο χαμηλά στα σκαλοπάτια της φτώχειας. Όχι ότι είναι λίγοι αυτοί που κερδίζουν (και) από τη σημερινή δυστυχία και περνούν πλουσιοπάροχα εις βάρος των κυνηγημένων. Ούτε είναι λίγοι όσοι έχουν λουφάξει σε μια γωνιά της μιζέριας τους και βρίζουν τους απεργούς, τους δημόσιους υπαλλήλους, τους γιατρούς, τους φαρμακοποιούς,τους αγρότες, τους νέους που δεν λένε να σκύψουν το κεφάλι, και εν γένει όλους τους τρελούς που επιμένουν να τα βάζουν με την κυβέρνηση της σωτηρίας μας… Δεν είναι όμως οι περισσότεροι. Οι ίδιοι ήταν και στην Κατοχή, οι ίδιοι και στη Χούντα,οι ίδιοι και σήμερα. Κι όταν άλλαζαν οι καιροί και καθάριζε ο ουρανός, όλοι αυτοί καμώνονταν τους αντιστασιακούς, πλαισιώνονταν στο νέο σύστημα και καρπώνονταν τα αγαθά που τους πρόσφερε η τόλμη, η απειθαρχία και η παλαβομάρα όσων έβριζαν.
Δεν ξέρω πότε θα έρθει το «καινούργιο», αυτό που θα σπάσει τη σημερινή κατάθλιψη και απελπισία, και θα δώσει και πάλι στους ανθρώπους το δικαίωμα να ονειρεύονται μια εκδρομή, ένα κρασί με έναν φίλο χωρίς να συνοδεύεται από κουβέντες πίκρας και απογοήτευσης. Θα ήθελα όμως να βάλει στη γωνιά της ανυποληψίας όλους αυτούς που σήμερα κερδίζουν από τον πόνο των πολλών και χλευάζουν όσους επιμένουν να θέλουν μια ζωή με αξιοπρέπεια.