Τα λουλούδια πάνω στο πολυκαιρισμένο βαγόνι είχαν ήδη αρχίσει να «λυγίζουν» κάτω από τον καυτό ανοιξιάτικο ήλιο. Τα είχαν αφήσει εκεί, λίγο νωρίτερα, όσοι τίμησαν, την περασμένη Κυριακή, αυτούς που 76 χρόνια πριν έμπαιναν στα τρένα θανάτου για τα στρατόπεδα – κολαστήρια των ναζί ανά την Ευρώπη. Ένα απ’ αυτά ήταν και του Αχιλλέα Κουκουβίνου, του αιωνόβιου σήμερα επιζώντα του Ολοκαυτώματος, ο οποίος τιμήθηκε μαζί με τον Χάιντς Κούνιο στις εκδηλώσεις μνήμης που διοργανώθηκαν για 7η συνεχή χρονιά στη Θεσσαλονίκη.
Παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, ο Αχιλλέας Κουκουβίνος -ή Κουκοβίνος, όπως πλέον είναι καταγεγραμμένος στα μητρώα, αφού το λάθος ενός υπαλλήλου τού στέρησε ένα γράμμα από το επώνυμό του- θυμάται σαν χθες τον Μάιο εκείνο του 1943, που οι Γερμανοί ήρθαν στο χωριό του και άλλαξαν τον ρου όχι μόνο της Ιστορίας, αλλά και της δικής του ζωής όπως και πολλών άλλων συγχωριανών του. Ευτυχώς, η δική του περιπέτεια έμελλε να έχει αίσιο τέλος…
Τονίζει ότι για να ζήσει κανείς όσα βίωσε ο ίδιος και πολλοί άλλοι, οι οποίοι δεν είχαν την ίδια αγαθή τύχη, «ήθελε ψυχραιμία λιονταριού και δύναμη από ατσάλι» και θυμάται τον Ελληνοαμερικανό στρατηγό, που τον σήκωσαν στα χέρια οι Έλληνες του στρατοπέδου Έμπενζεε, τη στιγμή της απελευθέρωσης, αλλά και την πικρία που ένιωσε, όταν επέστρεψε και χρειάστηκε να περάσει έναν μικρό Γολγοθά ώσπου να καταφέρει να βγάλει πιστοποιητικό γέννησης!
Το όνομά μου το έδωσαν στους Γερμανούς οι προδότες
«Το 1943 ήρθε στο χωριό μου, στη Νέα Σκιώνη Κασσάνδρας, στις αρχές Μαΐου, μια ομάδα Γερμανών, ήταν όλοι οπλισμένοι και έκαναν συλλήψεις. Τα ονόματα αυτών που θα συλλαμβάνανε, τα ήξεραν από πριν. Τα είχαν πάρει από προδότες… Έπεσε ξύλο, ανακρίσεις… Εγώ καταδικάστηκα εις θάνατον, 29 (φορές) εις θάνατον. Αλλά δεν φοβόμασταν τους Γερμανούς. Όταν μας είχαν κλεισμένους σ’ ένα καφενείο μέσα το βράδυ τραγουδούσαμε: στους κάμπους βροντάει το κανόνι και στα βουνά οι κεραυνοί», θυμάται ο αιωνόβιος επιζών.
Γλίτωσε την εκτέλεση από τύχη
Μετά το ξύλο ήρθαν οι εκτελέσεις, αλλά ο ίδιος γλίτωσε …τυχαία, όπως λέει, μαζί με τον ξάδελφό του, τον Ανδρέα. «Αφαίρεσαν επτά ονόματα από τον κατάλογο και μέσα σ’ αυτά ήμουν κι εγώ», σημειώνει και θυμάται πως οι Γερμανοί τους πρόσφεραν ως δέλεαρ για να πάνε στη Γερμανία, δουλειά και σπίτι και πως όλα θα ήταν …«ευνοϊκά» γι αυτούς.
«Μας πήραν στα βαγόνια, μέσω Σερβίας, κάτσαμε και στη Σερβία ένα μήνα, στο Βελιγράδι και από εκεί πήγαμε στο Ματχάουζεν. Πριν μπούμε μέσα ρωτάει ο Γερμανός: “τι είναι αυτοί, Παρτιζάνοι;”. Μας είχαν για αντάρτες. Εμείς δεν ξέραμε από κόμματα, αλλά μια που ήρθαν οι Γερμανοί και έγινε η κατοχή, μπορούσες να πας με τους Γερμανούς; Δεν μπορούσες. Ήμασταν στην Εθνική Αντίσταση, στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο ήμασταν. ΕΑΜ το λέγαμε τότε», λέει και αφηγείται βήμα – βήμα την περιπέτεια, που έζησε ώσπου να μπορέσει να γυρίσει πίσω, στην πατρίδα.
«Στο στρατόπεδο Ματχάουζεν μας πήγαν πρώτα. Εκεί, δέκα μέρες μας κράτησαν, μας ξεγύμνωσαν, μας πήραν τα ρούχα, ό,τι πράγματα, ό,τι λεφτά είχε ο καθένας, κανένα ρολόι, κανένα δαχτυλίδι· όλα αυτά τα πήραν, μας έδωσαν ρούχα, σαν φαρδιές πιτζάμες με φαρδιά ρίγα και ένα σκουφάκι. Και μας έκοψαν τα μαλλιά, τα ξύρισαν σύριζα…
Τα καταναγκαστικά έργα στην Αυστρία
“Μας πήραν μετά από εκεί, από το Ματχάουζεν, μας έστειλαν στο Μελκ, στην Αυστρία. Εκεί δουλεύαμε μέσα σε ένα βουνό. Έκαναν επτά μεγάλες γαλαρίες κι έκαναν εργοστάσιο μέσα στο βουνό. Για να γίνει αυτό το εργοστάσιο, έπρεπε πρώτα να γίνουν οι γαλαρίες. Εγώ δούλευα πιστολέτο, ήταν ίσα με τρία κιλά. Και έσκαβα. Δουλεύαμε εκεί συνέχεια, κάθε μέρα, και η τροφή ήταν πολύ φτωχή. Αυτοί οι ειδικοί που ήταν στα μαγειρεία, οι Ισπανοί, αν είχε κάτι “καλό” στο φαγητό, ας πούμε …πατατόφλουδες, τις πολλές τις κρατούσαν αυτοί κι έβαζαν σ’ εμάς 2-3 και πολύ νερό…
“Εκεί έμεινα ενάμιση χρόνο. Το στρατόπεδο το δικό μας, το πήραν οι Ρώσοι, αλλά πριν το πάρουν, μας έβαλαν μέσα σε ποταμόπλοια στον Δούναβη και ταξιδεύαμε επί τρεις μέρες προς τις Άλπεις και από εκεί βγήκαμε, με μία μέρα πορεία, φτάσαμε σε ένα στρατόπεδο που δεν το ήξερε ο Θεός, μέσα στο βουνό. Έμπενζεε το λέγανε. Εκεί έγινε η απελευθέρωση, στις 6 Μαΐου του 1945, στο Έμπενζεε. Μια μέρα δεν είχαν ούτε φαγητό, ούτε ψωμί και από 22.000 που ήμασταν μείναμε 12.000, σε μια μέρα. Πείνα… Μας έκοψαν κι αυτό το λίγο και ύστερα μας έφεραν ψωμί από βελανίδι, μια φετούλα μόλις και καφέ από κριθάρι. Μέχρι που ήρθαν οι Αμερικάνοι και μας απελευθέρωσαν, ο στρατηγός Πάτον ο Αμερικάνος. Και ο στρατηγός που μπήκε πρώτος μέσα στο στρατόπεδο ήταν Ελληνοαμερικανός. Και ρώτησε: “υπάρχουν Έλληνες εδώ;”. Και υπήρχαν πολλοί… Τον πήραν αγκαλιά, τον σήκωσαν στον αέρα. Μας έκαναν σούπα, τρώγαμε, ήρθε γιατρός Αμερικάνος μας εξέτασε, εγώ πήγαινα προς φυματίωση από την πείνα και ο γιατρός μου έδωσε κάτι χάπια μαύρα για τη φυματίωση και έγινα καλά…
Η πατρίδα μας, μας ξέχασε, δεν ήρθαν να μας πάρουν
“Τελείωσε ο πόλεμος στις 6 Μαΐου και η πατρίδα μας, μας ξέχασε, δεν ήρθαν να μας πάρουν. Όλα τα κράτη της Ευρώπης, από τη Ρωσία, απ’ όλη την Ευρώπη, ήρθαν πήραν τους ομήρους. Εμάς μας άφησαν μέσα στο στρατόπεδο, τους Έλληνες. Επί τρεις μήνες ήμουν εκεί. Στα τελευταία, έστειλαν την Ούντρα να μας πάρει και μας πήγε στην Ιταλία, στο Μπάρι. Εκεί αναζωογονηθήκαμε λίγο, μας τάιζαν καλύτερα οι Αμερικάνοι, μέχρι να βρεθεί βαπόρι να έρθουμε στην Ελλάδα. Και βρέθηκε βαπόρι ύστερα από ένα μήνα, μας πήγαν μας έβαλαν μέσα και μας έφεραν στον Πειραιά».
Η επιστροφή στην πατρίδα, ωστόσο, δεν ήταν όπως περίμενε ο Αχιλλέας Κουκουβίνος. «Απογοήτευση. Γιατί δεν βρήκαμε Ελλάδα. Βρήκαμε νεοναζί. Το λέω αυτό, γιατί άσπρη μέρα δεν είδαμε στην Ελλάδα. Θέλαμε ένα πιστοποιητικό να βγάλουμε για μία δουλειά, και ζητούσαν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Για να πιάσεις δουλειά, ήθελε πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων που δεν έβγαινε ποτέ. Δεν φτάνει αυτό, με πήραν και στρατιώτη και με έστειλαν στη Μακρόνησο, το ευχαριστώ ήταν αυτό. Απολύθηκα από τη Μακρόνησο, σε όλη μου τη ζωή είχα αυτό το κυνηγητό. Μετά ήρθε η χρονιά που παντρεύτηκα και έμεινα εδώ στη Θεσσαλονίκη και ζήτησα να βγάλω ένα πιστοποιητικό γεννήσεως, ότι γεννήθηκα στη Νέα Σκιώνη και δεν μου το έβγαλαν. Έστειλα με ένα φίλο μου τα χαρτιά και δεν έγινε και αναγκάστηκα και πήγα ο ίδιος στη Σκιώνη, στο γραφείο. Δεν έχουμε -μου είπε ένας υπάλληλος- πιστοποιητικό. Του είπα: “σου δίνω προθεσμία δύο ώρες”, γιατί θα περνούσε το λεωφορείο να με πάρει για Θεσσαλονίκη. “Αν σε δύο ώρες δεν μου το δώσεις θα πάω στον Πολύγυρο, θα φέρω εισαγγελέα, θα σε ξηλώσω”. Φοβήθηκε και έτσι έβγαλε το πιστοποιητικό γεννήσεως…», λέει χαρακτηριστικά.
Τέλος, ο κ.Αχιλλέας περιγράφει και μια ιδιαίτερη στιγμή που έζησε πριν λίγες μέρες όταν στην εκδήλωση μνήμης ο Γερμανός Γιούργκεν Γιάουχ, του οποίου ο παππούς ήταν στρατιώτης της Βέρμαχτ με θητεία στη Θεσσαλονίκη τον πλησίασε και του ζήτησε συγνώμη. “Έχουν περάσει πολλά χρόνια. Το παιδί έβγαλε έναν ωραίο λόγο, ζήτησε συγνώμη και τον συγχωρούμε. Τους Ναζί όμως δεν τους συγχωρούμε. Ότι κακό πάθαμε ήταν από τον ναζισμό. Μακάρι όλοι να ζητούσαν συγχώρεση. Δυστυχώς δεν κάποιοι Έλληνες γερμανόφιλοι ακόμα και σήμερα δεν μετανοούν και αναπολούν τέτοιες μέρες” λέει με αγανάκτηση κατονομάζοντας τα στελέχη της Χρυσής Αυγής