Κάθε χρόνο την τελευταία Κυριακή του Μαρτίου η ώρα αλλάζει και γίνεται θερινή. Στις 03:00, τα ξημερώματα, λοιπόν, την Κυριακή στις 31 Μαρτίου, θα πρέπει να πάμε τα ρολόγια μας μία ώρα μπροστά, δηλαδή στις 04:00. Ωστόσο η αλλαγή ώρας δεν θα συνεχίσει να συμβαίνει εσαεί. Η Επιτροπή Μεταφορών και Τουρισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάσισε ότι η αλλαγή ώρας πρέπει να σταματήσει την τελευταία Κυριακή του Μαρτίου το 2021 για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θέλουν να διατηρήσουν μόνιμα τη θερινή ώρα, ενώ για τα κράτη – μέλη που επιθυμούν τη χειμερινή ώρα, η αλλαγή θα γίνει την τελευταία Κυριακή του Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς.
Τον Φεβρουάριο του 2018 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε με ψήφισμα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, να προβεί σε «διεξοδική αξιολόγηση της ισχύουσας οδηγίας σχετικά με τις ρυθμίσεις για τη θερινή ώρα και να υποβάλει πρόταση για την αναθεώρησή της».
Σύμφωνο με τη διακοπή των αλλαγών τάσσεται το 84% των Ευρωπαίων πολιτών, όπως φάνηκε σε δημόσια διαβούλευση που έκανε η Κομισιόν το 2018.
Η απόφαση της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού για την αλλαγή ώρας θα πρέπει πρώτα να εγκριθεί από την Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο και στη συνέχεια θα ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις με το Συμβούλιο της ΕΕ (θα συμμετέχουν οι 27 αρμόδιοι υπουργοί).
Ξεκίνησε να εφαρµόζεται στην Ευρώπη πριν από περίπου έναν αιώνα και στην Ελλάδα καθιερώθηκε το 1975 βάζει η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να διακόψει το σύστηµα της αλλαγής της ώρας κάθε Μάρτιο και Οκτώβριο. Ηταν 30 Απριλίου 1916, στα µισά του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου, όταν η Γερµανία και η Αυστροουγγαρία αποφάσισαν να χρησιµοποιήσουν για πρώτη φορά τη θερινή ώρα.
Η απόφαση ελήφθη για καθαρά οικονοµικούς λόγους, αφού οι δύο αυτοκρατορίες ήθελαν να κάνουν όσο το δυνατόν µεγαλύτερη οικονοµία στη χρήση του άνθρακα και των υπόλοιπων πηγών ενέργειας και µε την αλλαγή της ώρας κέρδισαν µια επιπλέον ώρα φυσικού φωτός για τη βιοµηχανία και τις υπόλοιπες δραστηριότητες.
Η Αγγλία ακολούθησε έναν χρόνο αργότερα, ενώ οι ΗΠΑ υιοθέτησαν για πρώτη φορά τη θερινή ώρα το 1918. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, πολλές χώρες καταργούσαν και επανέφεραν τη θερινή ώρα ανάλογα µε τις συνθήκες -είναι χαρακτηριστικό ότι στον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο οι ΗΠΑ είχαν συνεχώς θερινή ώρα- και χρειάστηκε να έρθει η πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970 για να σταθεροποιηθεί, τουλάχιστον στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, το σύστηµα που ισχύει σήµερα. Σε τοπικό επίπεδο, το Πορτ Αρθουρ του Οντάριο στον Καναδά ήταν η πρώτη πόλη που υιοθέτησε τη θερινή ώρα, το 1908, ενώ ακολούθησε η Ορίλια του Οντάριο, το 1911.
Οι Ελληνες έβαλαν για πρώτη φορά τα ρολόγια τους µία ώρα µπροστά το 1932, αλλά το εγχείρηµα κρίθηκε αποτυχηµένο. Οπως και για τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης έτσι και για την Ελλάδα οι επιπτώσεις της πετρελαϊκής κρίσης ήταν τόσο έντονες, ώστε το 1975 κρίθηκε απαραίτητη η εφαρµογή της θερινής ώρας για λόγους εξοικονόµησης ενέργειας.
Πάντως, από την αρχαιότητα οι άνθρωποι έκαναν αλχηµείες και υπολόγιζαν την ώρα µε τρόπο που διευκόλυνε τις καθηµερινές δραστηριότητες στην ύπαιθρο. Στη σύγχρονη εποχή, ο πρώτος που σκέφτηκε ότι η µετατόπιση της ώρας θα έφερνε οικονοµικά οφέλη ήταν ο Βενιαµίν Φραγκλίνος, ο οποίος το 1784 έστειλε επιστολή στο «Journal de Paris» και πρότεινε, µεταξύ σοβαρού και αστείου, στους Παριζιάνους να ξυπνούν µία ώρα νωρίτερα για να κάνουν οικονοµία στα κεριά που χρησιµοποιούσαν κατά τη διάρκεια της νύχτας. Πιο επιστηµονική ήταν η προσέγγιση του Νεοζηλανδού εντοµολόγου Τζορτζ Χάντσον, ο οποίος παρατήρησε ότι η µεγαλύτερη διάρκεια της ηµέρας τούς καλοκαιρινούς µήνες τον βοηθούσε να συλλέξει περισσότερα έντοµα.
Ο Χάντσον δηµοσίευσε δύο επιστηµονικές εργασίες, το 1895 και το 1898, στις οποίες πρότεινε να γυρίζουν οι δείκτες του ρολογιού δύο ώρες µπροστά κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Στην Αγγλία ήταν ο Γουίλιαµ Γουίλετ ο οποίος πρότεινε για πρώτη φορά την εφαρµογή της θερινής ώρας. Ενα καλοκαιρινό πρωινό του 1905, ο Γουίλετ µπήκε στο τρένο και διαπίστωσε ότι οι περισσότεροι Λονδρέζοι κοιµούνταν κατά τη διάρκεια της διαδροµής επειδή ακόµα δεν είχε ξηµερώσει.
Δύο χρόνια αργότερα δηµοσίευσε µια εργασία στην οποία πρότεινε την αλλαγή της ώρας το καλοκαίρι. Η πρότασή του έφτασε στη Βουλή των Κοινοτήτων το 1908, αλλά καταψηφίστηκε, κάτι που επαναλήφθηκε και τα επόµενα χρόνια, µέχρι το 1917. Ο επίτιµος διευθυντής του Ψηφιακού Πλανηταρίου του Ιδρύµατος Ευγενίδου, ∆ιονύσης Σιµόπουλος, εξηγεί στο «Εθνος» ότι η κανονική ώρα είναι η χειµερινή και η θερινή ώρα είναι µια ανθρώπινη παρέµβαση που έγινε κυρίως για λόγους εξοικονόµησης ενέργειας. Θεωρεί, ωστόσο, ότι κάθε επιλογή έχει πλεονεκτήµατα και µειονεκτήµατα.
«Η προσωπική µου άποψη είναι ότι η θερινή ώρα βοηθά περισσότερο τον άνθρωπο επειδή φαίνεται ότι µεγαλώνει η ηµέρα και αυτό µας κάνει να αισθανόµαστε καλύτερα. Από την άλλη, αν διατηρηθεί η θερινή ώρα, τον χειµώνα θα ξηµερώνει περίπου από τις 7.30 έως τις 8.30. Αυτό σηµαίνει ότι θα είναι νύχτα όταν πολλοί εργαζόµενοι και οι µαθητές θα πηγαίνουν στη δουλειά ή στο σχολείο τους. Η αλήθεια είναι ότι θα προτιµούσα να συνεχιστεί το σύστηµα που έχουµε τώρα». Ο κ. Σιµόπουλος σηµειώνει ότι υπάρχουν µελέτες για πολλά θέµατα που υποστηρίζουν τα επιχειρήµατα και των δύο πλευρών.
«Με τη θερινή ώρα καταναλώνεις λιγότερη ενέργεια το βράδυ επειδή ο ήλιος δύει µια ώρα αργότερα. Αυτή η ώρα είναι πολύ σηµαντική. Οι υποστηρικτές της χειµερινής ώρας θα απαντήσουν ότι την ενέργεια που εξοικονοµούµε το βράδυ την καταναλώνουµε το επόµενο πρωί επειδή αργεί να ξηµερώσει. Οµως η κατανάλωση ενέργειας είναι γενικά µικρότερη το πρωί. Ολοι έχουν επιχειρήµατα και τελικά νοµίζω ότι είναι µια επιλογή που ο καθένας κάνει ανάλογα µε τη δική του ζωή».
ΠΗΓΗ: ethnos.gr