Τα σενάρια ξεκίνησαν πολύ νωρίς. Πρόωρα. Και αναμφίβολα όσοι τα διακινούν, είτε άθελά τους, είτε σκοπίμως, πλήττουν τον θεσμό της Προεδρίας της Δημοκρατίας.
Εν αρχή ακούστηκε το όνομα του πρώην πρωθυπουργού και αντιπροέδρου της ΕΚΤ Λουκά Παπαδήμου. Έκτοτε στα δημοσιογραφικά και πολιτικά γραφεία έχουν συζητηθεί τα ονόματα του Κώστα Καραμανλή, του Αντώνη Σαμαρά, του συνταγματολόγου Νίκου Αλιβιζάτου και δύο κυριών της πολιτικής, της Άννας Διαμαντοπούλου και της πρώην επιτρόπου που κάνει, πλέον, καριέρα στις ΗΠΑ Μαρίας Δαμανάκη.
Η πρώην υπουργός Παιδείας διέψευσε κάθε τέτοιο σενάριο -ίσως και γιατί γνωρίζει καλά τις αντιδράσεις που θα προκληθούν στο εσωτερικό της Ν.Δ– , ενώ η πρώην πρόεδρος του ΣΥΝ δεν έχει τοποθετηθεί. Αμφότερες φαίνεται ότι εντάσσονται σε μια σεναριολογία (με προσεκτικές διαρροές) που θέλει, μεταξύ άλλων, τον Κυριάκο Μητοτάκη να αναζητεί μια γυναικεία υποψηφιότητα για το ύπατο αξίωμα. Ίσως επειδή “έχει κάνει τη δουλειά της” εκείνη η συνέντευξη με την δημοσιογράφο του BBC που του έθεσε επιτακτικά το θέμα της απουσίας γυναικών από το κυβερνητικό του σχήμα.
Από την άλλη, κάποιοι σύμβουλοι του πρωθυπουργού θεωρούν πως μια υποψηφιότητα όπως της κ. Δαμανάκη θα προκαλέσει “ταραχή” στον ΣΥΡΙΖΑ. Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν πως το συγκεκριμένο όνομα δεν προκαλεί ρίγη συγκινήσεως στο επιτελείο του Αλέξη Τσίπρα, ούτε στην κομματική βάση.
Η…”φωνή του Πολυτεχνείου” συνδέεται με την παταγώδη αποτυχία του κόμματος να μπει στη Βουλή, στις εκλογές του 1993, αλλά και με την αβίαστη μετακίνησή της στο ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου και, μετά, ως πολιτικό bonus στην Κομισιόν. Από την άλλη, όπως λένε στη Ν.Δ, δεν θα είναι καθόλου εύκολο για τον Αλέξη Τσίπρα να απορρίψει μια …”αριστερή υποψηφιότητα”.
Όλα αυτά, φυσικά, συνδέονται σε μεγάλο βαθμό και με τον τρόπο που θα επιλέξει ο Κυριάκος Μητσοτάκης να γίνει η προεδρική εκλογή τον προσεχή Φεβρουάριο. Η συνταγματική αναθεώρηση αποσυνδέει την εκλογή από την διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, μένει, ωστόσο, να διαπιστώσει κανείς εάν η κυβερνηση θα επιλέξει να ακολουθήσει τον δρόμο της αναζήτησης ευρείας πλειοψηφίας -όπως μέχρι τώρα- ή θα υποπέσει στον πειρασμό μιας προεδρικής εκλογής με 151 ψήφους. Το πιθανότερο είναι πως πολιτικά μια τέτοια επιλογή δεν μπορεί να σταθεί, συνταγματικά, δε, θα αμφισβητηθεί. Και θα αποτελέσει ένα κακό θεσμικό δείγμα που ισοδυναμεί με casus belli.
Πέραν όλων αυτών προκύπτει ένα άλλο ερώτημα.
Ποια είναι ακριβώς η σκοπιμότητα αναζήτησης μιας νέας υποψηφιότητας για την Προεδρία της Δημοκρατίας;
Με δεδομένο ότι έχει διαμορφωθεί μια πολιτική παράδοση που θέλει οι θεωρούμενοι ως επιτυχημένοι Πρόεδροι να εξασφαλίζουν συναινετικά μια δεύτερη θητεία (Καραμανλής, Στεφανόπουλος, Παπούλιας), εκείνο στο οποίο οφείλει να απαντήσει η κυβερνητική πλειοψηφία είναι εάν θεωρεί επιτυχημένο ή όχι τον Προκόπη Παυλόπουλο.
Εάν η απάντηση είναι καταφατική –όπως ρητώς έχουν δηλώσει κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης και της Ν.Δ, από τον υπουργό Επικρατείας και καθηγητή Γ. Γεραπετρίτη, μέχρι τη Ντόρα Μπακογιάννη, τον Νικ. Κακλαμάνη, τον Νότη Μηταράκη, τον Γ. Κουμουτσάκο κ.ά- τότε γιατί διακινούνται ονόματα και σενάρια;
Εφόσον ο Προκόπης Παυλόπουλος θεωρείται επιτυχημένος Πρόεδρος, θεσμικά επαρκής, και ικανός να προκαλέσει συναινετική πλειοψηφία (Ν.Δ και ΣΥΡΙΖΑ, αναμφίβολα), τότε γιατί δεν του αξίζει μια δεύτερη θητεία;
Θα υποστηρίξουν κάποιοι πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν τον ψήφισε το 2015, έχοντας κατά νου μια συγκεκριμένη επιχειρηματολογία. Έκτοτε έχει κυλήσει νερό στο πολιτικό αυλάκι. Ο διεθνής ρόλος του Προκόπη Παυλόπουλου είναι αναγνωρισμένος, η θεσμική του προσήλωση δεδομένη, η συνδρομή του (στο παρασκήνιο) για να αποφευχθεί το Grexit, το καλοκαίρι του 2015, γνωστή. Αλλά και οι συχνές τοποθετήσεις του στα εθνικά θέματα που συμβάλλουν στην διατήρηση και ενίσχυση της εθνικής γραμμής, καθώς και οι κοινωνικές αποχρώσεις της δημόσιας παρουσίας του, κάτι εξαιρετικά χρήσιμο.
Ακόμα και η απόφασή του να μην στηρίξει τις επιλογές της προηγούμενης κυβέρνησης για την ηγεσία της Δικαιοσύνης (κάτι που ως γνωστόν προκάλεσε παροδική “ψυχρότητα” στις σχέσεις του με τον Αλέξη Τσίπρα)θεωρήθηκε από ορισμένους κίνηση φιλική προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος, στη συνέχεια, προχώρησε στις αλλαγές της αρεσκείας του.
Σαρξ εκ της σαρκός της Ν.Δ, άλλωστε, δεν θα προκαλέσει την παραμικρή αντίδραση, ει μη μόνο σε ένα μικρό τμήμα της Κ.Ο που έχει άλλα σενάρια κατά νου. Αλλά ο κ. Μητσοτάκης είναι πολιτικά πανίσχυρος και ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει μια τέτοια επιλογή του.
Τούτων δοθέντων είναι τουλάχιστον περίεργο το γεγονός ότι η συζήτηση για την προεδρική εκλογή περιστρέφεται γύρω από πιθανά και “απίθανα” πολιτικά ονόματα και δεν περιορίζεται στο προαναφερθέν ερώτημα:
Θεωρείται επιτυχής η πρώτη 5αετία του Προκόπη Παυλόπουλου και είναι θεσμικά επαρκής και κοινωνικά αποδεκτός; Εάν ναι, οποιαδήποτε άλλη συζήτηση περιττεύει.
Υπενθυμίζουμε, προς επίρρωση, τα παραδείγματα των Κωστή Στεφανόπουλου και Κάρολου Παπούλια:
- Στις 12 Δεκεμβρίου 2004 προτάθηκε από τον Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Υπέρ της πρότασης εκφράστηκε και το ΠΑΣΟΚ. Στην πρώτη ψηφοφορία που έγινε στη Βουλή στις 8 Φεβρουαρίου του 2005 ο Κάρολος Παπούλιας εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας από τον πρώτο γύρο με 279 ψήφους. Οι βουλευτές του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ δήλωσαν «παρών».Στις 3 Φεβρουαρίου 2010 ο Κάρολος Παπούλιας επανεξελέγη στο ύπατο αξίωμα της χώρας με 266 ψήφους στο σύνολο των 298 ψηφισάντων. Υπερψηφίστηκε από σύσσωμες τις Κοινοβουλευτικές Ομάδες του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και του ΛΑΟΣ, ενώ 32 βουλευτές των ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ δήλωσαν «παρών». Με το αποτέλεσμα αυτό έγινε ο τρίτος Πρόεδρος που επανεκλέγεται για δεύτερη θητεία. Ορκίστηκε για δεύτερη φορά στις 12 Μαρτίου 2010.
- Ενόψει των προεδρικών εκλογών του 1995, ο Στεφανόπουλος προτάθηκε ως υποψήφιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας από το κόμμα της Πολιτικής Άνοιξης. Με τη στήριξη και του ΠΑΣΟΚ εξελέγη στις 8 Μαρτίου 1995, κατά την τρίτη ψηφοφορία, με 181 ψήφους, ως ο πέμπτος Πρόεδρος Δημοκρατίας μετά τη μεταπολίτευση του 1974 και την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος.Ο Στεφανόπουλος διαδέχθηκε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στις 10 Μαρτίου 1995. Διετέλεσε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας για δύο συνεχόμενες θητείες από το 1995 έως το 2005.
Υστερόγραφο: Μετά την δημοσίευση του άρθρου, φίλος στο twitter μου επισήμανε την απουσία από την σεναριολογία των ονομάτων εκείνου του Ευάγγελου Βενιζέλου.
Δεν συνέβη, προφανώς, επειδή τον υποτιμώ αλλά λόγω …σκοπιμότητας. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι, ίσως, το μοναδικό πρόσωπο, τα ονόματα των οποίων ακούστηκαν τους τελευταίους μήνες, που θα μπορούσε να βρεθεί στην Ηρώδου του Αττικού εάν συνέτρεχαν συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Είναι ένα πρόσωπο στο οποίο θα συνέκλιναν πιθανώς η Ν.Δ με το ΚΙΝ.ΑΛ (οι βαριές κουβέντες μεταξύ του ιδίου και της Φώφης Γεννηματά θα μπορούσαν να ξεχαστούν εύκολα) αλλά θα έπρεπε να υπερβούν την αντίθεσή τους οι καραμανλικοί -όσοι έχουν απομείνει- της Ν.Δ. Και πάντως σε συναίνεση του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε να ελπίζει σε μια τέτοια περίπτωση ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Αναμφίβολα, πάντως, είναι το πιο ενδιαφέρον απ’ όλα τα ονόματα, ιδιαίτερα τώρα που ατενίζει τις πολιτικές εξελίξεις από την πολιτική του σκήτη στο ΑΠΘ και τον Ελαιώνα Πανοράματος…
Σ.Κ